Τα προσωρινά απογραφικά στοιχεία, έδειξαν 105.000 κατοίκους σε όλη την επαρχία του Ν. Λάρισας και 165.000 για την πόλη της Λάρισας.
Αυτό δείχνει ότι η επαρχία ερημώνεται και ο κόσμος συγκεντρώνεται στη Λάρισα. Το ίδιο, βέβαια, συμβαίνει και σε όλους τους Νομούς της χώρας. Υπάρχει μια τάση επιταχυνόμενης φυγής των νέων ανθρώπων από την επαρχία προς τις μεγάλες πόλεις.
Ποια, όμως, είναι τα αίτια της φυγής αυτής;
Γνωστό είναι ότι οι νέοι που θα μείνουν στα χωριά τους, θα πρέπει να ασχοληθούν κυρίως με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, διότι ελάχιστα εργοστάσια ή βιοτεχνίες υπάρχουν για να εργασθεί κάποιος νέος σε αυτά. Όποιος έχει ασχοληθεί με το επάγγελμα του γεωργοκτηνοτρόφου, ξέρει πόσο επίμοχθο είναι και ταυτόχρονα έχει γίνει και πολύ κοστοβόρο. Ειδικά οι δενδροκαλλιέργειες (και ιδιαίτερα η μηλοκαλλιέργεια), έχουν γίνει τελείως ασύμφορες, με το κόστος παραγωγής στα ύψη και τις τιμές στα τάρταρα. Το έχω γράψει και όσο γράφω και βρίσκω φιλόξενο χώρο στις στήλες της καλής εφημερίδας, θα τον τονίζω συνέχεια: Δεν είναι δυνατόν να αγοράζονται τα αγροτικά προϊόντα με ανοιχτές τιμές και στην εκκαθάριση να δίνονται στον αγρότη χρήματα που δεν καλύπτουν το κόστος παραγωγής και να οδηγούν τους ανθρώπους του μόχθου στην απελπισία, όπως έγινε εφέτος στην επαρχία Αγιάς. Σημειωτέον ότι αυτή η επινόηση της ανοιχτής τιμής δεν είναι σημερινή. Ανατρέχει σε μία δεκαετία και το κακό χρόνο με τον χρόνο χειροτερεύει.
Πώς, λοιπόν, με τέτοιες συνθήκες θέλουμε να μείνουν οι νέοι άνθρωποι στα χωράφια τους;
Έπειτα, να πούμε και το άλλο: Οι συνθήκες και η νοοτροπία των ανθρώπων άλλαξαν. Παλαιότερα υπήρχαν άλλες αντοχές στους ανθρώπους που έμεναν στα χωριά. Υπήρχε ένας κήπος για τα λαχανικά της οικογένειας. Ζώα για γάλα και κρέας. Κότες για αυγά και κρέας, επίσης. Φούρνος και σόμπα ή τζάκι για το μαγείρεμα και το ψήσιμο του ψωμιού, που το ζύμωνε η νοικοκυρά με γνήσιο αλεύρι και μοσχοβολούσε ο τόπος. Τώρα, όλα αυτά τελείωσαν… Όλα αγοράζονται από τον μανάβη, τον χασάπη, τον φούρναρη, το σούπερ μάρκετ.
Παλαιότερα η καλλιέργεια γινόταν με ζώα. Σήμερα γίνεται με πανάκριβα τρακτέρ, που συνοδεύονται από πλήθος μηχανημάτων, που σχεδόν κανένα δεν κατασκευάζεται στην Ελλάδα. Όλα αυτά ανεβάζουν το κόστος παραγωγής. Επίσης, κανένα από τα αγροτικά προϊόντα δεν παράγεται χωρίς φάρμακα και λιπάσματα που η τιμή τους τελευταία ανέβηκε κατακόρυφα. Έρχεται, λοιπόν, το ελεύθερο εμπόριο και σου λέει: Φέρε τα προϊόντα σου στον χώρο της επιχείρησής μου, χωρίς συγκεκριμένη τιμή και όποτε θέλω και όσο θέλω θα σε πληρώσω. Και οι αγρότες, εντελώς ανοργάνωτοι έχουν σηκώσει τα χέρια ψηλά και παραδόθηκαν αμαχητί.
Το ωραίο πάντως της όλης υπόθεσης είναι ότι ενώ αγοράζονται πάμφθηνα, καταλήγουν στον καταναλωτή πέντε και δέκα φορές ακριβότερα.
Σήμερα, οι άνθρωποι που μένουν στα χωριά θέλουν να έχουν ό,τι και οι άνθρωποι των πόλεων. Ένα καλό σπίτι, ένα αυτοκίνητο Ι.Χ. (και δεύτερο αγροτικό για τις δουλειές τους), θέρμανση με πετρέλαιο ή φυσικό αέριο, υπολογιστή, κινητό τηλέφωνο και ό,τι άλλο προσφέρει ο σύγχρονος πολιτισμός.
Αφού, λοιπόν, τα πράγματα πάνε «κατά κρημνόν» και δεν μπορούν να έχουν όσα προσφέρει ο σύγχρονος πολιτισμός, οι νέοι φεύγουν από τα χωριά και πηγαίνουν στις πόλεις ή στο εξωτερικό, σε αναζήτηση καλύτερης τύχης.
Ένα άλλο μεγάλο, πολύ σοβαρό πρόβλημα, επίσης, που έχει ως γενεσιουργό αιτία το οικονομικό, είναι ότι οι νέοι άνδρες αγρότες δεν μπορούν να βρουν γυναίκες να παντρευτούν. Γιατί, άλλωστε, οι γυναίκες να θέλουν να παντρευτούν αγρότη, όταν οι συνθήκες που προανέφερα είναι τραγικές;
Να μείνουν στην ερημιά του χωριού και να χορτάσουν στεναχώριες;
Φεύγουν, λοιπόν, κι αυτές για τις μεγάλες πόλεις, ελπίζοντας σε κάτι καλύτερο (το οποίο δεν ξέρω αν το βρίσκουν ή όχι).
Έχω υπόψη μου ορεινό χωριό της επαρχίας Αγιάς, όπου έχουν μείνει νέοι μετρημένοι στα δάχτυλα των δύο χεριών. Αυτοί οι νέοι, είτε έχουν γίνει αλκοολικοί προσπαθώντας να διώξουν τη μελαγχολία που είναι απόρροια της μοναξιάς ή είναι φορτωμένοι με ψυχολογικά προβλήματα.
Δύο κοντινά στην Αγιά χωριά είχαν τέσσερα καφενεία – ταβέρνες και τώρα δεν έχουν κανένα, για να πάει ένας άνθρωπος να πιει έναν καφέ και να δει έναν συγχωριανό του να πουν δυο κουβέντες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν θα μείνει άνθρωπος στα χωριά. Δεν θα παράγεται τίποτε και δεν θα βρίσκουμε ούτε μαρούλια να αγοράσουμε. Όλα θα είναι εισαγόμενα. Ήδη, εισάγουμε 700 χιλιάδες και πλέον τόνους σιτηρών. Τα περισσότερα κρέατα είναι εισαγόμενα (παρ’ όλα αυτά, όλοι πουλάνε ελληνικά κρέατα. Πώς γίνεται αυτό, δεν ξέρω).Τελευταία γίνεται λόγος ότι θα λείψει το γάλα.
Είναι, λοιπόν, αναστρέψιμη η κατάσταση ή όχι; Νομίζω πως όχι, εδώ που έφτασαν τα πράγματα. Η πραγματική κατάσταση είναι αυτή και δεν υπερβάλλω καθόλου. Δεν έχω άλλωστε, κανένα προσωπικό συμφέρον ή κάποια σκοπιμότητα, ώστε να καταθέσω ανακρίβειες. Απλώς, ζώντας στην επαρχία και βλέποντας τις δραματικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζουν οι παραγωγοί μας, θεώρησα σκόπιμο να καταθέσω αυτά που βλέπω.
Να πω πάντως, ότι οι γεωργοκτηνοτρόφοι πάντοτε ήταν στην τελευταία βαθμίδα του οικονομικού γίγνεσθαι. Θυμάμαι τώρα, αυτό που μου έλεγε ο μικροαγρότης πατέρας μου: Παιδί μου εμείς οι αγρότες είμαστε στη χειρότερη μοίρα από όλους, αλλά δεν έχουμε μυαλό να συνεννοηθούμε μεταξύ μας.
Γι’ αυτό και φτάσαμε στην ερήμωση της υπαίθρου σήμερα.
Συμφέρει, άραγε, στην Πολιτεία να συνεχιστεί η ίδια κατάσταση και να μη μείνει άνθρωπος στην ύπαιθρο χώρα;