Η κούραση δεκαετιών μαχόμενης δικηγορίας μάς οδήγησε στη φθοροποιό αιγίδα της αδράνειας. Άλλαξαν και οι προτεραιότητες. Έτσι συναντηθήκαμε για λίγες μέρες αρχές του Σεπτέμβρη στη Λακωνία για διακοπές. Για Ιούλιο και Αύγουστο η Αθήνα είναι το καλύτερο «νησί» της Ελλάδας. Μόνο τουρίστες, γρήγορες μετακινήσεις, άνετες παραλίες και καλές τιμές.
Ο Σωκράτης ήταν πολυπράγμων, ακούραστος, με οργανωτικό μυαλό και αποτελεσματικός μ’ ό,τι καταπιανόταν. Αυτός οργάνωσε και τις διακοπές μας. Έτσι τον θυμάμαι πάντα. Μια νύχτα, πριν χρόνια, ζήτησα τη γνώμη του σε επείγον ζήτημα πελάτη μου, που δικαζόταν την επομένη. «Κλείσε -μου λέει- και περίμενε στο γραφείο για καμιά ώρα». Σε σαράντα λεπτά μου έστειλε δυο σελίδες μιας άλλης ματιάς, λυτρωτικό για τις απορίες μου κείμενο. Στις πτυχιακές μας εξετάσεις είχε γράψει στο χέρι μια εκπληκτική περίληψη από 23 πυκνογραμμένες (κάθε λέξη «sos») των 600 σελίδων της δικονομίας του Ράμμου. Τις χώνευες; Περνούσες. Δεν υπήρχε περίπτωση ν’ απορριφθείς. Περιζήτητο λοιπόν εκείνο το χειρόγραφο για τους τελειόφοιτους. Ήμουν ο τέταρτος που το πήρα. Πέρασα, το έδωσα σε φίλη συμφοιτήτριά μου, εκείνη σε δική της, και τελικά -δεν ξέρω πώς- κατέληξε σ’ ένα καλοτυπωμένο φροντιστηριακό «ευαγγέλιο». Στο μεταξύ ο Σωκράτης βρισκόταν στην Καβάλα για την άσκησή του, ενώ τον νόμιζα στη Γαλλία για μεταπτυχιακό κρατικής υποτροφίας. Αργότερα έμαθα, πως δεν τη δέχτηκε για βιοποριστικούς λόγους και γνωστά μου ευαίσθητα προσωπικά του δεδομένα. Ήταν ορφανός από δυο γονείς, εξοστρακισμένος από τη γενέτειρά του στην Κορινθία και από μικρός με σοβαρή κατάθλιψη, που τον βασάνιζε και στη φοίτησή του. Ισως η εκτέλεση του πατέρα του από τα «S.S.» μπροστά στα μάτια του, ίσως και ο ξεριζωμός από τη γενέτειρά του, προκαθόρισαν πολλά για το μέλλον. Τα ζούσα, επειδή για δυο χρόνια συγκατοικούσαμε στο ίδιο δωμάτιο. Πώς το λένε «πολλοί νομά σ’ ένα δωμά». Τα ήξερα και από εξομολογήσεις του. Εγώ και κανείς άλλος. Στις παρέες έδειχνε ευχάριστος και χαμογελαστός. Είχε αριστεύσει στις εισαγωγικές των δύο Νομικών σχολών και διάλεξε την Αθήνα. Είδε όμως να επιδεινώνεται η κατάστασή του στη σχολή, αλλά κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές ακριβώς στα τέσσερα χρόνια σε ηλικία είκοσι και κάτι χρόνων. Οι θείοι του τον έγραψαν στο δημοτικό στα πέντε του χρόνια και τον δήλωσαν επτά, επειδή είχε καταστραφεί το ληξιαρχείο της γενέτειράς του.
Ο Σωκράτης έκανε πράγματα από μεράκι εθελοντικής προσφοράς, έμφυτο ακτιβισμό και διαχρονική επιμονή, που μου φαινόταν και υπερβολική για οικογενειάρχη από τα είκοσι τέσσερά του με έντονη επαγγελματική απασχόληση. Είχε πετύχει επαγγελματικά σε ξένο τόπο, επειδή δούλευε σκληρά. «Το μόνο πράγμα στη ζωή -έλεγε- που δεν σε προδίδει, είναι η δουλειά που αγαπάς». Συνέβαινε όμως με τον παλιό συμφοιτητή μου κάτι παράξενο. Βρισκόταν σε περίεργη διαχρονική συνέχεια μπροστά σε τοίχους ατυχιών. Μόλις παντρεύτηκε άρχισαν προβλήματα υγείας στην οικογένεια. Έκανε γι’ αυτά πολυήμερα ταξίδια στο εξωτερικό. Τον ένιωθα σαν ανθρώπινο αλεξικέραυνο κακοτυχιών, που τις ξεπερνούσε, λες και δεν υπήρξαν. Στη χούντα τού πήραν το διαβατήριο και δεν του επέτρεψαν αργότερα ούτε δεκαήμερη άδεια εξόδου για λόγους υγείας μέλους της οικογενείας του, που έχασε τη ζωή του 20 μέρες αργότερα από αδιάγνωστο πριν τη νεκροψία ανεύρυσμα αορτής. Τους πρώτους έξι μήνες της δικτατορίας και στην αρχή της σταδιοδρομίας του το καθεστώς έκοψε την τηλεφωνική σύνδεση του γραφείου του. Συνδέθηκε λαθραία χωρίς ευτυχώς συνέπειες. Εξαφανίστηκε και από τα στρατοδικεία, επειδή είχε φήμη αντικαθεστωτικού και «επικίνδυνου δικηγόρου» για τους ακροδεξιούς αξιωματικούς της έδρας όλων των ποινικών υποθέσεων εκείνη την εποχή. Απτόητος εκείνος ασχολήθηκε με κάθε άλλου είδους υποθέσεις, όπου, καθώς μου έλεγε, τον διέσωσαν επαγγελματικά εύποροι δεξιοί πελάτες, φίλοι του και οι επιχειρήσεις τους.
Εκείνο ακόμα που με ξένισε από παλιά ήταν η ανέκαθεν ερασιτεχνική ανάμιξη του με τα κομματικά της Ένωσης Κέντρου και στη μεταπολίτευση με το Πα.Σο.Κ. Τονίζω τον ερασιτεχνισμό, επειδή είχε σοβαρή καριέρα και συντηρούσε μεγάλη οικογένεια από προσωπική του εργασία και μόνον, καθώς ξεκίνησε πάμφτωχος. Δεν ήταν δυνατό να διαθέτει χρόνο γι’ άλλα, καθώς «χτυπούσε» 10ωρα και 12ωρα επτά μέρες την εβδομάδα. Κατέληξε εργασιομανής. Δεν μπορούσε αλλιώς, παρά την αγχώδη διαταραχή -αδιάγνωστη τότε κι αυτή- από την εφηβεία του. Εφτανε σε συνεχόμενες κρίσεις πανικού στα δύσκολα φοιτητικά χρόνια των δεκαετιών του πενήντα και εξήντα. Τότε που χανόταν το σπουδαστικό έτος, αν δεν περνούσες όλα τα μαθήματα και που πληρώναμε εγγραφές, εξέταστρα και βιβλία. Δεν τα ξέρουν, ούτε τα φαντάζονται αυτά οι δικαιωματιστές, συνήθως σημερινοί νεολαίοι, άλλοι ισόβιοι φοιτητές και οι μπαχαλάκηδες της πανεπιστημιακής δωρεάν εκπαίδευσης. Αυτής που επιβραβεύει ο έξαλλος και αχαλίνωτος μειοψηφικός ακτιβισμός των μπαχαλάκηδων «χτίζοντας» καθηγητές, γκρεμίζοντας βιβλιοθήκες, αποθηκεύοντας μολότοφ και βρωμίζοντας το σύμπαν.
Πάντα ήθελα να ρωτήσω τον Σωκράτη, που ήταν ιδρυτής... αστικοδημοκρατικής (ορολογία του ΚΚΕ) πολιτικής νεολαίας το ‘65 και του ομόλογου σχηματισμού το ‘74 στον Νομό του, γιατί δεν ασχολήθηκε με την πολιτική. Ήταν πολύ καλός αγορητής. Μου θύμιζε συχνά τα λόγια του Τσώρτσιλ, ότι μιας ώρας γραπτό κείμενο είναι ένα λεπτό ομιλίας, που το ακροατήριο εισπράττει σαν έμπνευση στιγμής. Είχε -όπως το εισέπραττα- όλο το πακέτο πολιτικής σταδιοδρομίας. Ήταν (και εξακολουθεί) γρήγορος στη λήψη σωστών αποφάσεων, οξυδερκής, με αναλυτική σκέψη, πολυδιαβασμένος και προ πάντων συνεργάσιμος. Ειχε όμως ένα σοβαρό μειονέκτημα για την ελληνική πραγματικότητα. Ηταν απονήρευτος και ακέραιος. Μου έδωσε κάποτε την απάντηση στο «γιατί όχι στην πολιτική».
«Ξέρεις Τόλιο (έτσι με φώναζε) πόσα χρόνια πέρασαν από τότε, που στην κυριολεξία απέδρασα απ’ ό,τι ονομάζεις πολιτική; Μισός αιώνας. Ωστόσο στον τόπο μου με ξέρουν σαν τον κομματικό μεγαλοδικηγόρο. Βγάλε το πρώτο συνθετικό του επαγγέλματος, γιατί κάτι μεγάλοι τηλεμαϊντανοί συνάδελφοί μας (ένας τους, αυτοαποκαλείται «ο καλύτερος δικηγόρος της Ελλάδας»), είναι στόκοι. Τέλος πάντων. Έφυγα νωρίς, για να μην καταστρέψω δουλειά και οικογένεια. Η πολιτική θέλει λεφτά. Πολλά λεφτά. Λεφτά που πρέπει να έχεις από άλλους πόρους. Όχι από τον μοναδικό, αυτόν της προσωπικής σου εργασίας. Εργασίας που σε ταυτοποιεί, σου επιτρέπει να βιοπορίζεσαι διαχρονικά, να είσαι ανεξάρτητος και η οικογένειά σου να μη βρίσκεται στο έλεος συγκυριών και εγκατάλειψης». Τα άκουσα, τα πρόσεξα και τα θυμάμαι*.
* Ετούτο και τα επόμενα άρθρα της ενότητας έχουν εγκριθεί από τον συνομιλητή μου. Έσβησε παραγράφους που τον αφορούν, επειδή τις έκρινε περιττές.