Τα πολεμικά γεγονότα των ετών 1912-1913 αποτελούν σημαντικό σταθμό στην ιστορία του έθνους, μετά την εξέγερση του 1821, όποτε σχηματίστηκε και το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος. Αλλά, όμως, η κατάληξη του Οσμανοελληνικού πολέμου του 1897 έκοψε τα όνειρα των Ελλήνων για αποκατάσταση των εθνικών εδαφών. Εξάλλου, ο Μακεδονικός αγώνας, η πρώτη οργανωμένη ένοπλη προσπάθεια, αποτέλεσε το προοίμιο για τη νέα κατάσταση που διαμορφωνόταν στη χώρα μας από τις αρχές του 19ου αιώνα. Επίσης, η απολυταρχική διακυβέρνηση του σουλτάνου Αbdul Hamit βοήθησε να βγει σύντομα η χώρα μας σε έναν ένδοξο πόλεμο. Ο Βενιζέλος, ως κυβερνήτης της χώρας, γνώριζε καλά ότι ένας οργανωμένος και εξοπλισμένος ελληνικός στρατός θα ήταν υπολογίσιμος στις βαλκανικές και ευρωπαϊκές χώρες. Για τον λόγο αυτόν προέβη στην ίδρυση ειδικών ταμείων και οργανισμών, για την προμήθεια σύγχρονων στρατιωτικών υλικών μέσων και εφοδίων. Έτσι, στις αρχές του 1912, ο ελληνικός στρατός αποτελείται από τέσσερις μεραρχίες τριών συνταγμάτων πεζικού και ενός πεδινού πυροβολικού. Επίσης, είχε έξι Τάγματα Ευζώνων, δύο Μοίρες Ορειβατικού Πυροβολικού, μία Βαρέος Πυροβολικού, τρία Συντάγματα Ιππικού και δύο Μηχανικού. Στο τέλος του καλοκαιριού του 1912 ήταν έτοιμος ο στρατός να αντιμετωπίσει τους Τούρκους.
Η επανάσταση των Νεοτούρκων το 1908, με το σύνθημα «Η Τουρκία στους Τούρκους», είχε ως αποτέλεσμα να επιβληθούν σε βάρος των μη μουσουλμανικών πληθυσμών άγρια και σκληρά μέτρα. Η Βουλγαρία άρχισε να εξοπλίζεται με απώτερο στόχο την έξοδο προς το Αιγαίο, με την κατάληψη Θρακικών περιοχών, αλλά και με όνειρο να μπουν στη Θεσσαλονίκη. Η Σερβία ήθελε την επέκταση των συνόρων της προς τον Νότο, ενώ το μικρό Μαυροβούνιο ένιωθε τις απειλές των Τουρκοαλβανών. Τα ευρωπαϊκά κράτη παίζουν το δικό τους παιχνίδι, ανάλογα με τα συμφέροντά τους, όπως το κάνουν και σήμερα με το Σκοπιανό. Όλα έδειχναν ότι ο πόλεμος ήταν προ των πυλών και οι προετοιμασίες είχαν αρχίσει. Στην πανεθνική αυτήν προσπάθεια ο παροικιακός και ο αλύτρωτος ελληνισμός δεν μπορούσε να μείνει ασυγκίνητος στο κάλεσμα της Μάνας Πατρίδας. Απλοί πολίτες, πλούσιοι και φτωχοί, στέλνουν λίρες και χρήματα, ενώ μεγάλος αριθμός εθελοντών από Κύπρο, Αίγυπτο, Ρωσία και Αμερική καταφθάνει να καταταγεί στις τάξεις του ελληνικού στρατού. Στις 10 Σεπτεμβρίου γίνεται κατάληψη της αυτόνομης Σάμου και μετά από οκτώ ημέρες κηρύσσεται επιστράτευση των ελληνικών δυνάμεων. Στην ίδια περίοδο γίνονται δεκτοί από την ελληνική Βουλή οι Κρήτες βουλευτές. Στις 30 Σεπτεμβρίου, η Ελλάδα, η Βουλγαρία και η Σερβία, αφού ενημέρωσαν τις ευρωπαϊκές δυνάμεις με διακοίνωση, επέδωσαν τελεσίγραφο στην Υψηλή Πύλη, που αφορούσε τις χριστιανικές εθνότητες των βαλκανικών περιοχών. Οι Τούρκοι, όμως, το απέρριψαν και ανακάλεσαν τους διπλωμάτες τους από τις χώρες αυτές. Οι Βαλκάνιοι σύμμαχοι στις 4 Οκτωβρίου κήρυξαν τον πόλεμο. Την επόμενη ο Έλληνας πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη ανακοίνωσε στην άλλη πλευρά τη διακοπή των σχέσεων των δύο κρατών και την κήρυξη του πολέμου. Με το χάραμα της άλλης ημέρας τα προκεχωρημένα τμήματα του ελληνικού στρατού πέρασαν τη μεθοριακή γραμμή. Ο αξιωματικός, πιλότος της αεροπορίας μας, Δ. Καμπέρος, εκτελεί την πρώτη πολεμική πτήση, με στόχο να κατοπτεύσει τις εχθρικές θέσεις. Τα σύνορα του ελεύθερου ελληνικού κράτους ήταν στην περιοχή Μελούνας της Ελασσόνας και ολόκληρη η επαρχία ήταν ακόμη σκλαβωμένη στους Τούρκους. Ο ελληνικός στρατός στις 6 Οκτωβρίου 1912 από τη Μελούνα μπαίνει στην πόλη της Ελασσόνας και την απελευθερώνει από τον τουρκικό ζυγό. Παράλληλα με την επέμβαση του στρατού στην Ελασσόνα, μια στρατιωτική δύναμη με τον λοχαγό Μαζαράκη έφτασε στον Όλυμπο και ξεσήκωσε τους κατοίκους των χωριών, ενώ στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το Λιτόχωρο και κατέλαβε την Καρίτσα και το Δίον. Μετά την απελευθέρωση της Ελασσόνας, ο ελληνικός στρατός προχώρησε βόρεια και επιτέθηκε εναντίον της αμυντικής γραμμής των Τούρκων στο Σαραντάπορο. Το στενό του Σαρανταπόρου το είχαν χαρακτηρίσει οι στρατηγοί, Φον ντερ Γκολτς και Βοσέρ, ως απόρθητο μέρος.
Μετά από σκληρή μάχη, η οποία προκάλεσε αρκετές απώλειες και στις δύο πλευρές, οι Τούρκοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη νύχτα την αμυντική γραμμή του Σαρανταπόρου και αποχώρησαν προς τα Σέρβια, Κοζάνη και από εκεί προς τη Βέροια και Θεσσαλονίκη, αφήνοντας ελεύθερο πια το έδαφος στις ελληνικές δυνάμεις. Έτσι, ολόκληρη η επαρχία Ελασσόνας έγινε πια ελεύθερη και τράβηξε τον δρόμο της ανασυγκρότησης μέσα στο ελληνικό κράτος.
Μετά την απελευθέρωση της επαρχίας Ελασσόνας, σειρά είχε η Θεσσαλονίκη. Την 26η προς 27η Οκτωβρίου, ο ελληνικός στρατός εισέρχεται στη Θεσσαλονίκη, ημέρα γιορτής του προστάτη της Αγίου Δημητρίου. Η πρωτεύουσα της Μακεδονίας, ύστερα από αιώνες σκλαβιάς, ντύνεται στα γαλανόλευκα. Ο στρατός στη συνέχεια απελευθέρωσε όλες τις Μακεδονικές πόλεις και χωριά. Την ίδια περίοδο ο Π. Κουντουριώτης με τον πολεμικό μας στόλο ελευθερώνει τα διαμαντένια νησιά μας που κοσμούν σήμερα τη βορειοανατολική θάλασσα της χώρας μας. Στην όλη αυτή πολεμική ατμόσφαιρα, μόνο το φρουριακό συγκρότημα των Ιωαννίνων αντιστεκόταν. Παράλληλα, δυνάμεις από τη Μακεδονία ενίσχυσαν το μέτωπο της Ηπείρου, προετοιμάζοντας έτσι την ώρα της απελευθέρωσης των Ιωαννίνων, αλλά και της δυτικής Β. Ηπείρου. Η επίθεση στην Ήπειρο έγινε στις 22 Φεβρουαρίου, όποτε καταλήφθηκε η πόλη των Ιωαννίνων. Η προέλαση του στρατού μας συνεχίστηκε προς τη Β. Ήπειρο, η οποία απελευθερώθηκε μέχρι τη γραμμή Τεπελένι-Κλεισούρα-Πρεμετή-Λεσκοβίκι-Κορυτσά.