Η επικράτηση της Ακροδεξιάς υπό την ηγεσία της Τζόρτζια Μελόνι στην Ιταλία διαμορφώνει νέες ισορροπίες στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γεγονός που μπορεί, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, να οδηγήσει σε δυσάρεστες εξελίξεις στο μέλλον.
Από μια πρώτη ματιά, οι ακραίες απόψεις που διατύπωνε έως τώρα ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτωρ Όρμπαν με τους Πολωνούς συμπαραστάτες του φαίνεται να βρίσκουν θιασώτες στους κόλπους μιας παραδοσιακά ισχυρής και προσανατολισμένης στη Δύση ευρωπαϊκής δύναμης, της Ιταλίας, που αποτελεί συγχρόνως μία από τις μεγαλύτερες οικονομίες της Ένωσης, έστω και προσώρας παρακμάζουσας.
Την ίδια περίοδο που ο γαλλογερμανικός άξονας εμφανίζεται σαφώς αποδυναμωμένος σε σύγκριση με το πρόσφατο μερκελικό παρελθόν, οι αντοχές της Ευρώπης δοκιμάζονται. Ο επερχόμενος χειμώνας αναμένεται να αναδείξει σοβαρά προβλήματα κοινωνικής συνοχής στο εσωτερικό των κρατών-μελών εν μέσω βαθιάς ενεργειακής-οικονομικής κρίσης, που πιθανόν να προκαλέσουν αναταράξεις συνολικά στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Συνεπώς, είναι επιβεβλημένο να τονωθούν οι οικονομίες, κυρίως των ασθενέστερων κρατών-μελών της Ένωσης, με την εκπόνηση κοινού σχεδίου δράσης.
Η οικονομική κρίση, εξάλλου, φουσκώνει τα πανιά των ακραίων στις ευρωπαϊκές χώρες με σοβαρή πιθανότητα και άλλες δυτικές δημοκρατίες να αντιμετωπίσουν προσεχώς το φάσμα της ιταλοποίησης. Απρόβλεπτο παράγοντα αποτελεί το Προσφυγικό, που, ως γνωστόν, σε αρκετά μεγάλο βαθμό εξαρτάται από τις διαθέσεις και τους «συνήθεις» εκβιασμούς του νέο-οθωμανού σουλτάνου Ταγίπ Ερντογάν προς την Ευρώπη.
Πάντως, το τελευταίο διάστημα παρατηρείται αύξηση των προσφυγικών ροών, ενώ, δυστυχώς, έχουν επανέλθει στην καθημερινή ειδησιογραφία οδυνηρές περιπτώσεις ανθρώπινων απωλειών.
Ωστόσο, η έκβαση των πραγμάτων θα συναρτηθεί άμεσα με το «μέλλον» του ουκρανικού μετώπου, από το οποίο φαίνεται ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν βγαίνει ηττημένος, κάτι που δύσκολα μπορεί να γίνει αποδεκτό από τον ίδιο και τους Ρώσους ολιγάρχες. Περαιτέρω κλιμάκωση της ρωσικής επιθετικότητας, εκτός από τις συμβολικές προσαρτήσεις σημαντικών ουκρανικών εδαφών με κίβδηλα δημοψηφίσματα, ακόμη και με τη χρήση περιορισμένης κλίμακας πυρηνικών όπλων, δεν μπορεί να αποκλειστεί στο μέλλον. Γι’ αυτό, η Ευρώπη οφείλει να επιμείνει στην πολιτική των σκληρών κυρώσεων προς τη Ρωσία παρά τον ενεργειακό πόλεμο που υφίσταται.
Η περίπτωση, όμως, του Πούτιν φαίνεται να έχει αναθερμάνει τις εθνικιστικές ονειρώξεις και του Ταγίπ Ερντογάν που διατυμπανίζει πλέον απροκάλυπτα και από ευρωπαϊκά fora την πρόθεσή του να «επισκεφτεί βράδυ τη χώρα μας». Η ελληνική πλευρά επιβάλλεται να παρακολουθεί προσεκτικά τις καλά μελετημένες κινήσεις της τουρκικής προπαγάνδας και να την αποδομεί με λόγο πειστικό και νηφάλιο. Μέσα σε αυτό το μάλλον δυστοπικό περιβάλλον που διαμορφώνεται στην Ευρώπη, η απουσία πολιτικών ηγετών μεγάλου διαμετρήματος από τον ευρωπαϊκό γαλαξία είναι εμφανής -μετά την πολιτική απόσυρση της Άνγκελας Μέρκελ, σημαντικές πρωτοβουλίες φαίνεται να αναλαμβάνει μόνο ο Γάλλος πρόεδρος Εμάνουελ Μακρόν, ενώ οι Γερμανοί δείχνουν να απομακρύνονται από την κεντρική σκηνή.
Η επιλογή των κατάλληλων συμμαχιών φαντάζει ως το μοναδικό αντίδοτο για την άμβλυνση των αρνητικών συνεπειών που μπορεί να προοιωνίζονται για τη χώρα μας στο μέλλον, όπως και η σύμπηξη αρραγούς κοινωνικού μετώπου στο εσωτερικό της.