Σύμφωνα με το πιο πρόσφατα στοιχεία του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του ΟΗΕ (βλ. αναφορές), η παγκόσμια παραγωγή κρέατος ήταν το 2020 342 εκατ. τόνοι, 35% από το οποίο προέρχεται από τη χοιροτροφία, 33% από την πτηνοτροφία, 20% από τη βοοτροφία και το υπόλοιπο από διάφορες άλλες εκτροφές ζώων. Το 47% της παραγωγής προέρχεται από την Ασία, το 27% από την Ευρώπη, το 22% από τις ΗΠΑ και το υπόλοιπο από τις άλλες περιοχές του πλανήτη. Σε ό,τι αφορά το γάλα, το 22% προέρχεται από την Ινδία, το 12% από τις ΗΠΑ, το 5% από τη Γερμανία και το υπόλοιπο από διάφορες χώρες του πλανήτη. Το 30% περίπου της συνολικής έκτασης της γης χρησιμοποιείται από την κτηνοτροφία, όπως και για τη φυτική παραγωγή, κατανεμημένο εξίσου μεταξύ Κίνας, Αυστραλίας και ΗΠΑ. Σε επίπεδο Ε.Ε., το 2020 το ποσοστό της αξίας της κτηνοτροφικής παραγωγής στο σύνολο της γεωργικής παραγωγής ήταν 42,1% (141,37 δισ. ευρώ σε συνολική αξία 335,90 δισ. ευρώ ), η οποία δημιουργήθηκε από 118 εκατ. κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις, το 49% των οποίων είναι βοοτροφικές μονάδες, το 27% χοιροτροφικές, το 16% πτηνοτροφικές, το 5% προβατοτροφικές, 1% αιγοτροφικές και 2% ιπποτροφικές μονάδες. Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, στην Ελλάδα το 2020 η συνολική αξία της γεωργικής παραγωγής ήταν 10,65 δισ. ευρώ, στην οποία η κτηνοτροφική παραγωγή συνεισέφερε 2,38 δισ. ευρώ, δηλαδή ποσοστό 22,4% της συνολικής γεωργικής παραγωγής. Η κτηνοτροφική παραγωγή οργανώνεται σε 390.000 περίπου εκμεταλλεύσεις, εκ των οποίων 4,0% περίπου είναι βοοτροφικές, 4,6% χοιροτροφικές, 22% προβατοτροφικές, 16,4% αιγοτροφικές, 45,4% ορνιθοτροφικές και 7,6% διάφορες.
Πώς σχετίζεται, όμως, η κτηνοτροφία και τα αποτελέσματά της με την κλιματική αλλαγή (Κ.Α.); Αυτό γίνεται μέσω δύο δρόμων: Από τη μία, η κτηνοτροφία είναι η κύρια πηγή δύο πολύ δραστικών αερίων του θερμοκηπίου (ΑτΘ), δηλαδή του μεθανίου (CH4), το οποίο είναι 28 φορές πιο ισχυρό από το διοξείδιο του άνθρακα στην πρόκληση αύξησης της θερμοκρασίας, και του οξειδίου του αζώτου (N2O). Η κτηνοτροφία εκτιμάται ότι παράγει συνολικά το 14,5% των ΑτΘ παγκοσμίως. Ο άλλος δρόμος είναι η διαχείριση της παραγόμενης κοπριάς, από την οποία, επίσης, εκλύονται μεγάλες ποσότητες ΑτΘ. Από την άλλη πλευρά, η Κ.Α. επηρεάζει σημαντικά την παραγωγικότητα της κτηνοτροφίας μέσω των παρακάτω διαδικασιών:
* Μείωση της παραγωγής κρέατος. Η αύξηση της θερμοκρασίας αυξάνει την ένταση της αναπνοής των ζώων και την κατανάλωση νερού που οδηγούν στη μείωση της κατανάλωσης τροφής από τα ζώα, με τελικό αποτέλεσμα τη μείωση του βάρους, δηλαδή της παραγωγής κρέατος.
* Μείωση της παραγωγής γάλακτος. Η αύξηση της θερμοκρασίας μειώνει την παραγωγή γάλακτος, λόγω της μείωσης της κατανάλωσης τροφής. Επιπλέον, το παραγόμενο γάλα κάτω από θερμοκρασιακό στρες περιέχει λιγότερες πρωτεΐνες και λίπος.
* Μείωση της αναπαραγωγής. Η αυξημένη θερμοκρασία και μειωμένη διαθεσιμότητα νερού και τροφής οδηγούν σε μείωση της παραγωγής ορμονών που σχετίζονται με την αναπαραγωγή, του οίστρου και της ωορηξίας, και τελικά στη μείωση της γεννησιμότητας.
* Μείωση της παραγωγικότητας των ζώων. Η χειροτέρευση των κλιματικών παραμέτρων λόγω της Κ.Α., όπως της ξηρασίας, της αύξησης του διοξειδίου του άνθρακα του αέρα, της μείωσης της εδαφικής υγρασίας, της αλατότητας των εδαφών οδηγούν σε μείωση της βοσκοϊκανότητας και τελικά σε μείωση της παραγωγικότητας των ζώων.
* Μείωση της διαθεσιμότητας του νερού, η οποία έχει άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις στην κτηνοτροφική παραγωγή, λόγω δυσκολίας στην ανεύρεση νερού για πότισμα των ζώων και μείωση της φυτικής βιομάζας των βοσκότοπων.
* Πολλαπλασιασμός των παθογόνων και των φορέων αυτών, όπως διαφόρων εντόμων.
Επομένως, η κτηνοτροφία σχετίζεται με την Κ.Α. με έναν αμφίδρομο τρόπο, αφενός συμβάλλοντας στην αύξηση των ΑτΘ και αφετέρου δεχόμενη τις αρνητικές επιπτώσεις από την Κ.Α. που τελικά οδηγεί στη μείωση της παραγωγικότητάς της.
Πώς, όμως, μπορεί να προσαρμοσθεί η κτηνοτροφία στα νέα κλιματικά δεδομένα; Οι στρατηγικές που προτείνονται από την επιστημονική κοινότητα στοχεύουν στην αντιμετώπιση των αιτιών που επηρεάζουν την παραγωγικότητα της κτηνοτροφίας και είναι:
* Προσαρμογή του σιτηρεσίου για τη μείωση της εκπομπής μεθανίου κατά την εντερική ζύμωση.
* Ανάπτυξη και χρησιμοποίηση εμβολίων που φαίνεται να είναι μια αποτελεσματική στρατηγική.
* Διατήρηση της παραγωγικότητας μέσω της τροποποίησης του σιτηρεσίου. Η χρησιμοποίηση τροφών εύπεπτων που παράγουν μικρότερες ποσότητες μεθανίου και συμβάλλουν στην τροποποίηση της πανίδας του πεπτικού συστήματος των ζώων φαίνεται να είναι μια αποτελεσματική επιλογή.
* Σωστή διαχείριση της παραγόμενης κοπριάς, η οποία προσφέρει σημαντικές δυνατότητες μείωσης της παραγωγής ΑτΘ. Μία τέτοια αποτελεσματική μέθοδος διαχείρισης της κοπριάς είναι η κομποστοποίηση, η οποία εκτός από τη μείωση των εκπομπών ΑτΘ δίνει τη δυνατότητα παραγωγής οργανικού λιπάσματος που μπορεί να αντικαταστήσει ανόργανα λιπάσματα συμβάλλοντας και στην οικονομική ελάφρυνση της παραγωγής ζωοτροφών.
* Υιοθέτηση στρατηγικών για τη μετρίαση των μεταβολών στις κλιματικές παραμέτρους. Για την ενσταβλισμένη κτηνοτροφία, απαιτείται κατάλληλος σχεδιασμός ώστε να επιτυγχάνεται καλύτερη σκίαση και μείωση της θερμοκρασίας και της υγρασίας, καλύτερο φωτισμό και απομάκρυνση των αποβλήτων εντός των μονάδων. Αυτό, βέβαια, σημαίνει σημαντική αύξηση του κόστους κατασκευής, για την οποία πρέπει οι παραγωγοί να υποστηριχθούν οικονομικά από τους αρμόδιους φορείς.
* Δημιουργία φυλών ανθεκτικότερων στα νέα κλιματικά δεδομένα, που φαίνεται ότι είναι η πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση. Αυτό προϋποθέτει ανάπτυξη σχετικής έρευνας, η οποία δυστυχώς στην Ελλάδα φαίνεται να είναι σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Τι γίνεται, όμως, σε εθνικό επίπεδο σε ό,τι αφορά τη λήψη μέτρων για την προσαρμογή στην Κ.Α.; Δυστυχώς η κατάσταση είναι απογοητευτική. Η ανάπτυξη της Εθνικής Στρατηγικής για την Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή (ΕΣΠΚΑ), η οποία διαμορφώθηκε και νομοθετήθηκε από το 2016, βρίσκεται στη διαδικασία εξειδίκευσης στις Περιφέρειες, οι οποίες πρέπει να ετοιμάσουν τα Περιφερειακά Σχέδια (ΠΕΣΠΚΑ). Σύμφωνα με τη σχετική μελέτη, οι σημαντικότερες επιπτώσεις στην κτηνοτροφία της Θεσσαλίας σχετίζονται με τη μείωση των υδατικών αποθεμάτων που μπορούν να διατεθούν για άρδευση και κτηνοτροφική χρήση και τη μείωση της παραγωγικότητας των βοσκήσιμων γαιών. Η όλη, όμως, διαδικασία είναι ιδιαίτερα αργή, δείχνοντας ότι η Πολιτεία και σε αυτό το θέμα δεν κατανοεί τη σπουδαιότητα του προβλήματος, θέτοντας σε κίνδυνο μη επαρκούς αντιμετώπισης της προσαρμογής στην Κ.Α., με τεράστιες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί με έμφαση εδώ ότι τελευταία προστέθηκε ένας πολύ βλαπτικός παράγοντας για την κτηνοτροφία, που είναι η παραχώρηση μεγάλων εκτάσεων για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών συστημάτων σε βοσκοτόπους, που αναγκάζει κτηνοτρόφους να εγκαταλείψουν τις εκμεταλλεύσεις τους. Το κάπως παρήγορο στο θέμα αυτό είναι ότι φαίνεται πως άρχισαν να αφυπνίζονται οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, οι κτηνοτρόφοι εναντίον αυτής της καταστρεπτικής για την κτηνοτροφία πολιτικής.
Αναφορές: FAO Statistical Yearbook 2020, Eurostat, Integratedfarmstatistics.
*Ο Χρίστος Τσαντήλας είναι γεωπόνος, δρ. Εδαφολογίας, ερευνητής, πρ. διευθυντής Ινστιτούτου Βιομηχανικών και Κτηνοτροφικών Φυτών του ΕΛΓΟ ΔΗΜΗΤΡΑ (e-mail: christotsadilas@gmail.com).