Αυτό υποστηρίζει η Ε.Δ.Υ.ΘΕ., με αφορμή πρόσφατη σχετική ανακοίνωση του τοπικού ΣΥΡΙΖΑ για το αρδευτικό. Παράλληλα, αξιολογώντας τα αποτελέσματα της φετινής αρδευτικής περιόδου, τονίζει την ανάγκη συντονισμού και εγρήγορσης όλων των εμπλεκόμενων μερών, ώστε οι καθ’ ύλην αρμόδιοι, μαζί με την ολοκλήρωση των απολύτως αναγκαίων έργων του Άνω Αχελώου, «να δεσμευτούν για συγκεκριμένες πολιτικές και έργα, είτε στην κατεύθυνση της εξοικονόμησης με την κατασκευή νέων σύγχρονων έργων μεταφοράς και διανομής του αρδευτικού (κυρίως) νερού, είτε με τη δημιουργία ταμιευτήρων νερού στην υπηρεσία των βασικών σκοπών ενός θεσμοθετημένου σχεδιασμού (ΣΔΛΑΠ). Πιο συγκεκριμένα:
ΕΡΩΤΗΣΗ «ΕτΔ»:
Με το τέλος της φετινής αρδευτικής περιόδου, πώς αξιολογείτε την πορεία και τις προοπτικές επίλυσης του υδατικού προβλήματος Θεσσαλίας;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ Ε.Δ.Υ.ΘΕ.:
Μια πρώτη απάντηση θα μπορούσε να είναι αυτή που έδωσε η δική σας εφημερίδα, όταν πριν από ενάμιση μήνα (18/8/2022) δημοσίευσε σχετικό ρεπορτάζ με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Ευτυχώς, δεν δίψασε (ούτε φέτος) ο κάμπος».
Αλλά και ο πρόεδρος του ΤΟΕΒ Πηνειού πριν λίγες ημέρες θεώρησε «θετικό» τον απολογισμό της αρδευτικής περιόδου (ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, 1/10/22), εκφράζοντας την ικανοποίησή του για «το γέμισμα των ταμιευτήρων» [σημ.: μικρές δεξαμενές νερού που τροφοδοτούνται αποκλειστικά από νερά του Πηνειού], αλλά και για την «κατασκευή δεκάδων μικρών φραγμάτων» [σημ.: τα κατασκευάζουν πάνω στη ροή του Πηνειού, αλλά και άλλων υδαταγωγών (στραγγιστικά δίκτυα, συλλεκτήρες, ρέματα κ.λπ.)].
Διευκρινίζουμε από την αρχή πως ο πρόεδρος του ΤΟΕΒ καλώς εκφράζει την ανακούφισή του για τη φετινή χρονιά και αξιολογεί θετικά το έργο του οργανισμού που εκπροσωπεί.
Η δουλειά του είναι να ανταποκρίνεται κάθε χρόνο στις ανάγκες των αρδευτών, στο πλαίσιο που έχουν προαποφασιστεί από όργανα της Πολιτείας και είναι, σε γενικές γραμμές, αποδεκτά από υπερκείμενες αρχές (Υπουργείο, Περιφέρεια κ.λπ.), αλλά και την κοινή γνώμη.
Και προφανώς δεν ευθύνεται ο ίδιος επειδή στη χώρα μας ο κάθε διαχειριστής υδάτων ασχολείται αποκλειστικά με «τα δικά του», παραβλέποντας τις αλληλεξαρτήσεις και αγνοώντας την ανάγκη μιας ευρύτερης στρατηγικής προσέγγισης στα κρίσιμα αυτά θέματα.
ΑΝ Ο ΠΗΝΕΙΟΣ ΕΙΧΕ ΦΩΝΗ
Υπάρχει, όμως, και μια άλλη πλευρά. Εάν (θεωρητικά) ο Πηνειός είχε «φωνή», τι θα έλεγε για όλα τα παραπάνω;
Θα μπορούσε, άραγε, να αποδεχθεί αδιαμαρτύρητα τον βιασμό που υφίσταται κάθε χρόνο πάνω στο σώμα του με τα «μιας χρήσεως» μικρά φράγματα, τα οποία καταστρέφουν το οικοσύστημα;
Μήπως δεν θα είχε «αντισταθεί» όταν σε όλη του τη διαδρομή αφαιρούν τόσο σημαντικές ποσότητες νερού από την ήδη περιορισμένη παροχή του, ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες, παραβιάζοντας βάναυσα την οικολογική του βιωσιμότητα;
Δεν θα είχε εκφράσει την αγανάκτησή του που δεν μπορεί πια να προστατεύει τα «παιδιά» του, δηλαδή τους υπόγειους υδροφορείς, τους οποίους επί εκατομμύρια χρόνια τροφοδοτούσε αδιαλείπτως και που τώρα του στερούν την ευτυχία να ανταποκρίνεται σε αυτήν την «πατρική» υποχρέωση που η φύση του είχε αναθέσει;
Και πέρα από αυτά, χωρίς καν να ερωτηθεί, βρίσκεται αδύναμος και υποταγμένος σε ανταγωνιστικές σκοπιμότητες, που δεν του επιτρέπουν να απολαμβάνει ούτε καν την ελάχιστη βοήθεια που «δικαιούται» από κάποια άλλα «παιδιά» του, τις πηγές δηλαδή, οι οποίες κάποτε ενίσχυαν τη ροή του και που τώρα έχουν εξαφανιστεί από την άλογη εκμετάλλευση;
Μπορούμε, λοιπόν, όλοι εμείς να αγνοήσουμε τη φωνή του Πηνειού;
Για κάθε ευαίσθητο και σκεπτόμενο άνθρωπο η απάντηση είναι προφανής. Άλλωστε ο Πηνειός αποτελεί την επιτομή του σύνθετου υδατικού -περιβαλλοντικού προβλήματος της Θεσσαλίας και είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τα επιμέρους υδάτινα οικοσυστήματα, είτε αυτά που τον τροφοδοτούν [π.χ. η λίμνη Ν. Πλαστήρα, που η ενίσχυση που προσφέρει κάθε χρόνο από την όμορη λεκάνη Αχελώου (Ταυρωπός), συχνά μας «σώζει» από δραματικές καταστάσεις, είτε αυτά που εκείνος «στηρίζει» (υπόγεια νερά, Κάρλα).
Στον Πηνειό, επίσης, αποτυπώνονται και όλες οι παθογένειες της έλλειψης σχεδιασμού, της απουσίας ενός ολοκληρωμένου εφαρμοστικού σχεδίου δράσεων και έργων (masterplan), της ψευδεπίγραφης και υποκριτικής περιβαλλοντικής ευαισθησίας όσων μας κυβερνούν, της απουσίας αποτελεσματικού θεσμικού πλαισίου κ.ά.
Όσο, όμως, κι εάν μας θλίβουν όσα συμβαίνουν στον Πηνειό, δεν μας επιτρέπουν να αγνοήσουμε την πραγματικότητα που έχει δημιουργηθεί στον πρωτογενή τομέα, την εξάρτηση (ορισμένες φορές απόλυτη) που έχουν οι καλλιεργητές από το αρδευτικό νερό για τη διατήρηση ή/και βελτίωση της οικονομικής τους βιωσιμότητας, τις μικρές ή μεγάλες επενδύσεις που ο καθένας έχει πραγματοποιήσει (και αγωνίζεται να αποσβέσει) σε εγκαταστάσεις και εξοπλισμό για τη δουλειά του.
Και φυσικά οφείλουμε να εκτιμήσουμε με σοβαρότητα και ευαισθησία την κοινωνική παράμετρο αυτής της υπόθεσης, ειδικά για τις νεότερες γενιές αγροτών, που οι εναλλακτικές τους επιλογές είναι περιορισμένες έως απευκταίες (αποχώρηση από την ύπαιθρο, ακόμη και από τη χώρα!).
Το πώς φθάσαμε ως εδώ, ιδιαίτερα τα τελευταία σαράντα χρόνια, είναι γνωστό και πολυσυζητημένο.
Κατά την άποψή μας δεν έχει τώρα νόημα να «κυνηγάμε την ουρά μας» με ανούσιες διαμάχες ποιος φταίει περισσότερο ή λιγότερο, στις οποίες συνειδητά και για ευνόητους λόγους επιδίδονται οι βασικοί μονομάχοι της εξουσίας, αποφεύγοντας τις περισσότερες φορές να μιλήσουν για την ουσία του θέματος.
Με δεδομένες τις δύσκολες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί και την πολλαπλή κρίση που βιώνουμε (οικολογική, διατροφική, κλιματική, ενεργειακή κ.λπ.), το σημαντικό σήμερα είναι να προσεγγίσουμε τις αναγκαίες λύσεις, όχι με τρόπο «απόλυτο», που παραπέμπει σε ανέφικτες «συναισθηματικές» επιδιώξεις (π.χ. να επιστρέψουμε σε παλαιότερες εποχές, όπου ήταν πολύ πιο περιορισμένη και ελεγχόμενη η χρήση των υδάτινων πόρων για τη γεωργία), άλλα με τρόπο «σχετικό» και γνώμονα την προσαρμογή σε ήδη διαμορφωμένες καταστάσεις και απαιτήσεις (π.χ. αρδευόμενες εκτάσεις έως 2,5 εκατ. στρέμματα), αρνούμενοι, όμως, και την άκρατη υποταγή στη στασιμότητα και την ακινησία [ενδεικτικά: τη διατήρηση χιλιάδων καταστροφικών γεωτρήσεων που το πελατειακό σύστημα «επέτρεψε» να δημιουργηθούν και που ένας μεγάλος αριθμός από αυτές πρέπει οπωσδήποτε μεσοπρόθεσμα να υποκατασταθεί από επιφανειακά νερά (ταμιευτήρες)].
Έτσι, ο καλύτερος τρόπος να «τιμωρήσουμε» τους υπεύθυνους για τη δραματική κατάσταση που βιώνουμε είναι να βγούμε μπροστά με ρεαλιστικές προτάσεις, αλλά και διεκδικητική λογική, απαιτώντας από όλους [σημ.: οι εκλογές είναι μια καλή ευκαιρία] να δεσμευτούν για συγκεκριμένες πολιτικές και έργα, είτε στην κατεύθυνση της εξοικονόμησης με την κατασκευή νέων σύγχρονων έργων μεταφοράς και διανομής του αρδευτικού (κυρίως) νερού [σημ.: χαρακτηριστικό παράδειγμα το, ενταγμένο πλέον, νέο σύγχρονο αρδευτικό έργο ΤΟΕΒ Ταυρωπού, που όταν κατασκευασθεί αναμένεται να επιφέρει εξοικονόμηση έως και 30 εκατ. κ.μ. νερού ετησίως!], είτε με τη δημιουργία ταμιευτήρων νερού στην υπηρεσία των βασικών σκοπών ενός θεσμοθετημένου σχεδιασμού (ΣΔΛΑΠ).
Ειδικά πάντως για το θέμα των ταμιευτήρων κάποιοι σκοπίμως καλλιεργούν την ψευδαίσθηση πως μπορούμε στη Θεσσαλία να αντιμετωπίσουμε επιτυχώς τις ανάγκες σε νερό (όπως αυτές διαμορφώνονται με βάση τις σημερινές συνθήκες), συγκεντρώνοντας απλά και μόνο όσα νερά μπορούν να ταμιευθούν ετησίως αποκλειστικά στο Υδατικό Διαμέρισμα Θεσσαλίας (ΥΔΘ) [σημ.: στο ΥΔΘ δεν υπάγεται η ορεινή Δυτική Θεσσαλία και ο «θεσσαλικός» Άνω Αχελώος, τα οποία «ανήκουν» στο όμορο ΥΔ Δυτικής Στερεάς].
Έτσι, στα Σχέδια Διαχείρισης Υδάτων του 2017 γίναμε μάρτυρες επιτηδευμένων μεθόδων «κοπτοραπτικής» [σημ.: υποτιμημένη «ζήτηση» νερού με παράλληλη υπερεκτίμηση των δυνατοτήτων ταμίευσης («προσφοράς»], με μοναδικό σκοπό να φέρουν τις πολιτικές τους επιλογές στα μέτρα των ιδεοληψιών και των εμμονών τους για τη (μη) μεταφορά υδάτων από τον Αχελώο.
Γι’ αυτό, λοιπόν, κρίνουμε αναγκαίο να επαναλάβουμε πως οι περιφερειακοί ταμιευτήρες εντός του ΥΔΘ [Σμόκοβος (ήδη λειτουργεί), Κάρλα (ομοίως), καθώς και οι υπό δημιουργία (;) σε Πύλη, Φάρσαλα - Ενιπέα, Μουζάκι, Ελάσσονα, Νεοχώρι και άλλοι μικρότεροι] υπηρετούν κατά βάση κάποιους «τακτικούς» στόχους, όπως τις υδρεύσεις, τις αρδευτικές ανάγκες κατά περιοχή, την παραγωγή ενέργειας από μικρές ΥΗ μονάδες και κυρίως την (πολύ σημαντική) αντιπλημμυρική προστασία.
Αντίθετα, η ενίσχυση υδάτων από ταμιευτήρες της λεκάνης Αχελώου ταυτίζεται περισσότερο με «στρατηγικού» τύπου στοχεύσεις, όπως η δημιουργία αποθεμάτων για αντιμετώπιση της ξηρασίας [θεωρείται βέβαιο ότι λόγω κλιματικής κρίσης σύντομα θα τη βιώσουμε και πάλι και, όπως φαίνεται, με μεγαλύτερη διάρκεια, ένταση και συχνότητα εμφάνισης], η εξασφάλιση των ποσοτήτων νερού για την οικολογική αποκατάσταση των ελλειμμάτων στους υπόγειους υδροφορείς, η ενίσχυση της παροχής και η σταθεροποίηση της οικολογικής ισορροπίας στον Πηνειό, η διασφάλιση της υγιούς πλήρωσης και βιώσιμης λειτουργίας της τεχνητής λίμνης Κάρλας (σημ.: τροφοδοτείται κατά 70% από νερά του Πηνειού).
Και σε όλα αυτά να προσθέσουμε τη μεγάλης κλίμακας πολύτιμη Υδροηλεκτρική Ενέργεια, αλλά και αποθήκευση ενέργειας, που θα παραχθεί, αξιοποιώντας τους ταμιευτήρες και τα νερά του Άνω Αχελώου (σημαντικοί όγκοι νερού, μεγάλα ύψη υδατόπτωσης κ.λπ.).
Και με την ευκαιρία, επειδή σε πρόσφατο δημοσίευμα της τοπικής οργάνωσης Λάρισας του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. μας παραδοθήκαν μαθήματα οικονομίας, πως δήθεν ο σχεδιασμός έργων πρέπει να «υποτάσσεται» στο «δίπολο κόστους – οφέλους», ας αναλογιστούν οι φίλοι αυτού του κόμματος, αλλά και οι «σιωπηλοί» προοδευτικοί συνοδοιπόροί τους (Π.Σ.) ότι σε θέματα, όπως το υδατικό – οικολογικό, υπάρχουν συχνά μη μετρήσιμες παράμετροι, με ισχυρό όμως κοινωνικό πρόσημο (ήδη στα προηγούμενα αναφέραμε τις πιο σημαντικές), που δεν «χωράνε» σε τεχνοκρατικές και οικονομίστικες προσεγγίσεις σαν τις δικές τους.
Και επιτέλους ας μας εξηγήσουν, μια δική τους κυβέρνηση, αφού πρώτα θα έχει ξοδέψει 200 εκατ. ευρώ για να κατεδαφίσει τα «άχρηστα» έργα Αχελώου (που, όπως λένε, δεν ανταποκρίνονται στο προκρούστειο δίπολο του «κόστους -οφέλους»...) και αφού αποκαταστήσει τη ροή του Αχελώου, όπως πρόσφατα εξήγγειλαν, μην έχοντας πλέον τη δυνατότητα ενίσχυσης υδάτων από το ΥΔ Δυτικής Στέρεας, πώς θα διασφαλίσουν τη συγκέντρωση των αναγκαίων τεράστιων ποσοτήτων νερού που ΕΠΕΙΓΟΝΤΩΣ χρειάζονται για την οικολογική αποκατάσταση και την αποτελεσματική αντιμετώπιση της απειλής από ξηρασία;
Για ένα να είναι βέβαιοι: οι (οπωσδήποτε χρήσιμες) «λιμνοδεξαμενές», στην αποτελεσματικότητα των οποίων ορκίζονται, θα είναι απλά τα ....νεροπίστολα σε έναν σκληρό πόλεμο ύπαρξης από τις τόσο μεγάλες απειλές που αντιμετωπίζει η Θεσσαλία.
* Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.
* Μπαρμπούτης Τάσος, πολιτικός μηχανικός, μέλος Δ.Σ. ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ.