Η εφαρμογή των παραπάνω θεσμών πραγματοποιείται με τρόπο που σε καμία περίπτωση δεν συμβάλλει στην ουσιαστική στήριξη των εκπαιδευτικών (και συνακόλουθα των σχολείων), αφού, ανάμεσα στα άλλα, δεν περιλαμβάνει πολύ μεγάλο αριθμό νέων εκπαιδευτικών εξαιτίας του γεγονότος της εξαίρεσης από την εφαρμογή των μικρότερων από 6/θέσια σχολεία, δεν λαμβάνει υπόψη της ότι σε πληθώρα περιπτώσεων οι νέοι συνάδελφοι είναι εφοδιασμένοι με πλήθος τυπικών επιστημονικών προσόντων, κάτι που ενδέχεται να μη συμβαίνει με αυτούς που θα αναλάβουν τη «στήριξή τους» και αγνοεί το γεγονός ότι ακόμη και αυτή η κατοχή τυπικών προσόντων δεν αποτελεί εχέγγυο ικανότητας άσκησης του έργου του μέντορα και του συντονιστή, κάτι που μόνο με εξειδικευμένη επιμόρφωση μπορεί να επιτευχθεί.
Ο τρόπος με τον οποίο επιλέγονται-ορίζονται μέντορες και ενδοσχολικοί συντονιστές, αποκλειστικά από τη διεύθυνση της σχολικής μονάδας, δημιουργεί τις προϋποθέσεις σχηματισμού μιας ιδιότυπης «ηγετικής ομάδας» και θέτει σε δεύτερη μοίρα τον απαραίτητα κομβικό ρόλο του Συλλόγου Διδασκόντων ως κυρίαρχο όργανο διοίκησης της σχολικής.
Μέντορας υπάρχει και σήμερα για τους νέους συναδέλφους είναι ο διευθυντής της κάθε σχολικής μονάδας και ο συντονιστής Εκπαιδευτικού Έργου ή ο σύμβουλος Εκπαίδευσης αύριο μετά την ολοκλήρωση των επιλογών των στελεχών εκπαίδευσης.
Αλήθεια, ο ενδοσχολικός συντονιστής λείπει από τα σχολεία, όταν την τελευταία εικοσαετία τα επιμορφωτικά προγράμματα -με ευθύνη όλων των υπουργών Παιδείας- ήταν σχεδόν ανύπαρκτα για τους εκπαιδευτικούς;
Μάλιστα, από τότε που ιδρύθηκε η Δ.Ο.Ε., τη δεκαετία του ‘20, το αίτημα για επιμόρφωση των εκπαιδευτικών ήταν πρώτο στις διεκδικήσεις μας.
Το εγχείρημα της πολιτικής ηγεσίας του Υ.ΠΑΙ.Θ. εντάσσεται στη θεώρηση που μέχρι τώρα ακολουθείξεκάθαρα ως φιλοσοφία σε όλα τα νομοθετήματα που έχει ψηφίσει, τα οποία διαπνέονται από αποστροφή προς κάθε συλλογική δραστηριότητα και συνεργασία (όπως αυτή αποτυπώνεται στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του Συλλόγου Διδασκόντων) και ενίσχυση της ατομικότητας ως κυρίαρχου παράγοντα επαγγελματικής εξέλιξης στο σχολικό περιβάλλον.
Ταυτόχρονα, τίθεται στον πυρήνα του εκπαιδευτικού σχεδιασμού η θεσμοθέτηση ενός νέου διοικητικού μοντέλου που προτάσσει και ενισχύει τα μονοπρόσωπα όργανα και υιοθετεί το πάντρεμα «διοικητισμού» και λογοδοσίας.
Οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις αποτελούν μέρος ενός δυσλειτουργικού μοντέλου, που δεν υποστηρίζει το σύνολο των εκπαιδευτικών της χώρας (μιας και εισάγει περιορισμούς στην εφαρμογή) και οδηγεί σε εντατικοποίηση της εκτός διδακτικού ωραρίου εργασίας και ενίσχυση της γραφειοκρατίας (με τους επιπλέον προγραμματισμούς καιτελικές εκθέσεις που πρέπει να υποβάλλονται).
Αυτό που είναι πραγματικά επικίνδυνο και υποτιμητικό για τους εκπαιδευτικούς είναι το τάξιμο της πριμοδότησής τους στην ατομική τους αξιολόγηση.
Οφείλει η πολιτική ηγεσία του Υ.ΠΑΙ.Θ. να αποσύρει τις διατάξεις αυτές και να κάνει έναν ουσιαστικό διάλογο με τις εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες για το σύνολο των προβλημάτων που ταλανίζουν τη δημόσια εκπαίδευση και τους εκπαιδευτικούς.
*Δημήτρης Παπαποστόλου είναι δάσκαλος και πρόεδρος του Συλλόγου Εκπαιδευτικών Π.Ε. Λάρισας «ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΟΥΜΑΣ».