Τον πυρήνα του αποτελούσαν οι παράγκες των εμπόρων, που ήταν στημένες δεξιά και αριστερά του κεντρικού δρόμου και κάτω από τα μεγάλα πλατάνια, σε δημοτικό δηλαδή χώρο, νοικιασμένο από το Δημαρχείο.
Εκεί θα εύρισκες σε άλλες λογιών λογιών υφάσματα, όλα τα σκεύη του σπιτιού φτιαγμένα με καλοδουλεμένο χαλκό και μπρούντζο, γυαλικά και ό,τι άλλο έβαζε ο νους σου. Δίπλα τους γεωργικά και κτηνοτροφικά εργαλεία και προϊόντα. Σε άλλες πάλι, απλωμένες προκλητικά τσέργες και βελέντζες, κιλίμια και στρωσίδια, κάπες σαλιβάρια και κάλτσες, υφασμένα όλα τους στον αργαλειό με μεράκι από κάποια χωριάτισσα τεχνίτρα. Χάριζαν, δηλαδή, όλα αυτά στο παζάρι τη μοναδική του γραφικότητα και ήταν αυτά που τραβούσαν τον πολύ κόσμο.
Κάτω από τις παράγκες και σ’ όλα τα εκεί μεγάλα μπαίρια, ζώα, πολλά ζώα, άλογα, μουλάρια, γαϊδουράκια, βόδια, γελάδια, γίδια και πρόβατα, απ’ όλα τα χωριά της επαρχίας, να αργοσαλεύουν μασουλώντας την τροφή τους ή κοιτάζοντας αδιάφορα τα γύρω. Τα γελαδικά και τα γιδοπρόβατα, όλα τους για πούλημα κι από τα φορτωσιάρικα, άλλα για πρόσκαιρη παραμονή κι άλλα για δόσιμο.
Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε τα τραπεζάκια, που πάνω τους οι τεχνίτες της περιοχής αράδιαζαν τα λογιών λογιών μαχαίρια και τους σουγιάδες με τις ομορφοστολισμένες κεράτινες ή κοκάλινες λαβές και τις ατσάλινες κοφτερές λάμες ή τα ξύλινα του τραπεζιού σκεύη και τα μπιμπελό, όλα έργα των χεριών τους, όπως και τ’ άλλα τραπεζάκια με τις λογής λογής λοταρίες, που με μια δραχμή στις πιο φτωχές ή ένα δίφραγκο σ’ αυτές με τα πολλά και πλούσια δώρα, μπορούσες να δοκιμάσεις την τύχη σου. Τέλος, να μην ξεχάσουμε να αναφέρουμε και τους ανθρώπους, που με μια τάβλα κρεμασμένη στο στήθος τους γεμάτη βελόνια, ράμματα, καρούλια, τσατσάρες και τόσα άλλα μικροψιλικά πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα σε όλο το παζάρι, διαλαλώντας το εμπόρευμά τους, καθώς και τις γυναίκες που σε περίμεναν στην κάθε γωνιά, για να σου πουλήσουν τις ποικιλόχρωμες όμορφες ποδιές τους, τις μάλλινες κάλτσες και τα γάντια τους.
Ας θυμηθούμε, τέλος, τον κόσμο, τον πολύ κόσμο, που πήγαινε κι ερχόταν να δει πρώτα όλο το παζάρι κι ύστερα ν’ αρχίσει τα παζαρέματα, όπου το μάτι του έμελλε να καλοσταθεί, για να σχηματίσουμε ολόκληρη την εικόνα του παζαριού.
Όλοι μας, λοιπόν, το επισκεπτόμασταν, ειδικά εμείς τα παιδιά για τα παιχνίδια, για τον καραγκιόζη, για τις σφυρίχτρες κ.ά καθώς και για τις λιχουδιές (μεράκι είχαμε τα κόκκινα ζαχαρένια γλειφιτζούρια με σχήμα πετειναριού).
Το παζάρι, όπως και πολλά άλλα πράγματα, πέρασε κι αυτό μπόρες πολλές, σκόνταψε κάποια δύσκολα χρόνια, αλλά δεν γονάτισε, δεν έσβησε. Μπορεί το σημερινό να κατάντησε η σκιά του παλιού εκείνου παζαριού, αυτού που πιο πάνω περιγράψαμε, να έχασε την αποκλειστικότητά του, αφού άνοιξαν και άλλα, να είναι χωρίς καμιά αμφιβολία μετρημένοι οι επισκέπτες του, μιας και τα χωριά της επαρχίας μας άδειασαν από τον κόσμο, οι έμποροι και οι αγοραστές να έχουν χρόνια να το πλησιάσουν, πολλά άλλα να άλλαξαν, ποτέ όμως δεν θ’ αφανιστεί, δεν θα πεθάνει, αλλά πάντα θα στήνονται οι παράγκες του, έστω και λίγες, έστω και φτωχές, ίσως για να μας θυμίζουν όλα τους τα περασμένα.
Από τον Ιωάννη Γούδα