Τι παράξενη μέρα κι αυτή… Να πριν λίγο, σας ορκίζομαι, πρέπει να είχε 40 βαθμούς, Ιούλιος στη Λάρισα γαρ. Και τώρα τι ξαφνικό κρύο, τι παγωνιά είναι αυτή; Από τα δύο αυτά, βέβαια, δεν ξέρω ποιο προτιμώ. Ντελιβεράς είμαι βλέπετε… Έχει καύσωνα; Ο καυτός αέρας μού καίει τα μούτρα. Κάνει κρύο; Χτυπάνε ανεξέλεγκτα τα δόντια μου πάνω στο μηχανάκι. Όχι, δεν ονειρευόμουν να γίνω ντελιβεράς, άλλα ήταν τα όνειρά μου, βασικά τα όνειρα των γονιών μου για μένα. Φυσικός ήταν ο πατέρας μου, φροντιστήριο είχε, ε από μικρό με προετοίμαζε να ακολουθήσω τα βήματά του και να αναλάβω την επιχείρηση. Τι σημασία είχε τι ήθελα να γίνω εγώ, σάμπως θυμάμαι; Από μικρό με θυμάμαι να λύνω ασκήσεις με ταλαντώσεις, ελάσματα, διανύσματα, στερεά και υγρά, είπαμε το τι θα γίνω ήταν ξεκάθαρο και καθόλου δική μου υπόθεση.
Ε έτσι κι έγινε και μπήκα στο Φυσικό στο Αριστοτέλειο. Χαρά οι δικοί μου όταν βγήκαν οι βάσεις. Χαρά κι εγώ που δεν θα απογοήτευα τον πατέρα μου. Μεταξύ μας, να σας πω, ούτε και την αγάπησα ποτέ τη φυσική.
***
Μα Ιούλης μήνας και τέτοιο κρύο; Ανεξήγητα πράγματα… Πού είχαμε μείνει; Α, ναι, στην εισαγωγή μου στο Φυσικό. Παρέα τον πρώτο καιρό έκανα με κάτι παιδιά από τη Λάρισα. Φοιτητής Αρχαιολογίας ο ένας, πήγαινα συχνά πυκνά να παρακολουθήσω μαθήματα της Σχολής του. Κι εκεί γνώρισα δύο από τις μεγαλύτερες αγάπες της ζωής μου: τη Μυρτώ και την αρχαιολογία. Η Μυρτώ, ήταν το ομορφότερο πρόσωπο που είχα αντικρίσει ποτέ μου, αφέλειες που κατέβαιναν μέχρι λίγο πάνω από τα ολοστρόγγυλα καστανά μάτια της, μύτη μικρή και ανασηκωμένη, και το πιο υπέροχο χαμόγελο. Πιο πολύ ήμουν στο αμφιθέατρο β’ της Φιλοσοφικής, παρά στη Σχολή μου. Λόγω της Μυρτώς ήρθα σ’ επαφή με τον κόσμο της αρχαιολογίας κι εκεί διαπίστωσα ότι αυτός ήταν ο προορισμός μου: να γίνω αρχαιολόγος. Πήγαινα και παρακολουθούσα τα μαθήματα στη Φιλοσοφική και με ονειρευόμουν με το πινελάκι και το φτυαράκι να ανακαλύπτω κόσμους φυλαγμένους και καλά κρυμμένους από τα χιλιάδες χρόνια που είχαν καθίσει πάνω τους. Το είχα αποφασίσει, θα τελείωνα το Φυσικό και μετά θα έδινα ξανά για να γίνω αρχαιολόγος, και όπως μου έλεγε η Μυρτώ μου χρησιμοποιώντας τα λόγια του ποιητή «Ξεκίνα από το αναγκαίο, προχώρα στο δυνατό και θα βρεθείς να κάνεις το αδύνατο». Φυσικά όταν το ανακοίνωσα στον πατέρα μου έγινε πόλεμος, με την κατάληξη να είναι η ατάκα του «κάνε ό,τι θες, αλλά από μένα δεν θα ξαναδείς ευρώ». Δεν το εννοούσε βέβαια, αλλά θίχτηκε ο εγωισμός μου, δεν μπορούσα να το αφήσω έτσι και αποφάσισα να δουλέψω. Έφερα το μηχανάκι από τη Λάρισα και έτσι έγινα ντελιβεράς. Τα λεφτά ήταν καλά, απολάμβανα τη σχετική ανεξαρτησία μου και μας βοηθούσαν να κάνουμε όνειρα για το μέλλον με αισιοδοξία.
***
Δεν μου έφτανε το κρύο, έχω κι αυτήν τη γεύση χαλκού στο στόμα τώρα… Αρχαιολόγος δεν έγινα ποτέ. Με τη Μυρτώ συνεχίσαμε για χρόνια πολλά να είμαστε μαζί. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Λίγο πριν πάρω το πτυχίο κι ενώ διάβαζα παράλληλα για να ξαναδώσω Πανελλήνιες, ο πατέρας μου έπαθε εγκεφαλικό. Καμιά επαφή με το περιβάλλον, η ηρωίδα η μάνα μου του παρέστεκε δίπλα του, τον τάιζε, τον έπλενε, τον γυρνούσε. Μπάλα βαρυποινίτη δεμένη στο πόδι της. Μοναχογιός καθώς ήμουν, το θεώρησα χρέος μου να γυρίσω με το που πήρα πτυχίο για να αναλάβω το φροντιστήριο, να είμαι και δίπλα στη μάνα μου και να τη βοηθάω -όσο μπορώ- να σηκώνει το άχθος της. Το φροντιστήριο κραταιό, εκατοντάδες παιδιά κινούνταν στους διαδρόμους του και προετοιμάζονταν για τη δική τους μάχη με το τέρας των εξετάσεων. Τελευταίο εμπόδιο το στρατιωτικό: σμηνίτης στην 110, δύο/δύο ήταν οι υπηρεσίες, δύο μέσα, δύο στο σπίτι. Περνούσα όσο μπορούσα και από το φροντιστήριο να δίνω το «παρών» και να μην ξεχνούν οι υπόλοιποι καθηγητές ποιος θα είναι το αφεντικό. Ε, και τι σαν περνούσα; Οι παλιότεροι και πιο έμπειροι έκαναν δικό τους φροντιστήριο και πήραν σχεδόν το σύνολο των μαθητών. Προσπάθησα να του ξαναδώσω ζωή, έτρεξα, μόχθησα, απείλησα, παρακάλεσα, αλλά ποιος θα εμπιστευόταν ένα μειράκιο ετών 26; Το φροντιστήριο έκλεισε και στράφηκα για δουλειά σε παλιούς συνεργάτες του πατέρα μου, άτομα ευεργετηθέντα απ’ αυτόν μου απαντούσαν ότι «να, είναι δύσκολη η περίοδος και δεν μπορώ να σε βοηθήσω και έλα για επιτηρήσεις τα σαββατοκύριακα».
Και ξανανέβηκα στο μηχανάκι. Μεροκάματο έκανα κάθε μέρα, άνθιζε η κατ’ οίκον παραγγελία στην πόλη, έβγαζα τα προς το ζην και όταν μπορούσα έβαζα και κάτι στην άκρη για να έχω για το σπίτι που θα ανοίγαμε με τη Μυρτώ. Δεν μέναμε μαζί ακόμη, βέβαια. Μου το ζητούσε συχνά-πυκνά αυτή και προς το τέλος όλο και πιο έντονα, αλλά εγώ όλο και της το μετέθετα στο μέλλον: όταν βρω μια σταθερή δουλειά, όταν σταματήσει να χρειάζεται βοήθεια η μάνα μου, όταν βγούμε από την κρίση, όταν, όταν, όταν… Και η Μυρτώ μου έφυγε. Παντρεύτηκε. Έχει και παιδί. Την πέτυχα στον δρόμο τις προάλλες, αυτή με το καροτσάκι κι εγώ με το μηχανάκι, αλλά και οι δυο μας με το χαμόγελο της θλίψης. Δεν την κατηγορώ. Πώς θα μπορούσα άλλωστε.
***
Ας σβήσει κάποιος αυτά τα φώτα πάνω από το κεφάλι μου κι ας ανάψει τη θέρμανση… Ο πατέρας μου έφυγε. Μένω με τη μάνα μου ακόμη, χρειάζεται τη βοήθειά μου. Και συνεχίζω να είμαι διανομέας. Για παραγγελία έφυγα και σήμερα το απόγευμα, μόνος δούλευα και είχα αργήσει, έπαιρναν οι πελάτες τηλέφωνο, «έχει φύγει το παιδί» τους απαντούσαν και εν συνεχεία έπαιρνε το αφεντικό εμένα για να με ρωτήσει πού βρίσκομαι. Μια κλήση του πήγα να απαντήσω και παραβίασα το stop. Θυμάμαι να αιωρούμαι στο κενό, θυμάμαι να προσγειώνομαι με πάταγο μισός στο πεζοδρόμιο και μισός στον δρόμο, θυμάμαι τους παγωμένους περαστικούς να με κοιτούν, θυμάμαι τις σειρήνες να πλησιάζουν προς εμένα. Και τώρα όλοι εσείς με τις μάσκες σας να με κοιτάτε, με τα μαχαίρια και τα ψαλίδια στα χέρια να επεμβαίνετε στο σώμα μου και να λέτε ότι με χάνετε. Χάνω, τι λέξη κι αυτή. Επιτέλους, κάποιος άνοιξε τη θέρμανση! Επιτέλους σβήνουν τα φώτα...
Θανάσης Αραμπατζής
tharampa@gmail.com