στο συλλογικό υποσυνείδητο των Ελλήνων. Ήταν τότε που γράφηκε ο τραγικός επίλογος της συνώνυμης εκστρατείας, η οποία ενταφίασε τη Μεγάλη Ιδέα στα γαλανά νερά της προκυμαίας της Σμύρνης. Εκεί, όπου τον Μάιο του 1919 έγινε με επίνευση των συμμάχων η απόβαση του Ελληνικού Στρατού, τον οποίο το πλήθος των Ελλήνων της πόλης υποδέχθηκε ως ελευθερωτή.
Δεν απαιτείται κάποιου είδους υπερανάλυση για το μέγεθος του ακρωτηριασμού του Ελληνισμού. Το δίνει με αξιοθαύμαστη ενάργεια η Ελένη Γλύκατζη – Αρβελέρ, αναφερόμενη στο νέο της βιβλίο της με τίτλο «Μικρασία, καρδιά του ελληνισμού», όπου η αειθαλής και διακεκριμένη Ελληνίδα επισημαίνει ιδιαίτερα ότι «η αφύπνιση της Μικράς Ασίας είναι η αφύπνιση της Ελλάδος και η Ελλάδα η αφύπνιση του παγκόσμιου πνεύματος... από τον Θαλή, τον Ηρόδοτο, οι οποίοι έκαναν και τον πρώτο στοχασμό για την κοσμογονία...».
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι ευχερώς αντιληπτό, πως αν υπήρχαν σήμερα οι ακμάζουσες πατρογονικές εστίες των Ελλήνων στα Μικρασιατικά παράλια, δεν θα ήταν δυνατή η εκδήλωση των προκλητικών Τουρκικών διεκδικήσεων, που βαθμιαία πολλαπλασιάζονται τα τελευταία πενήντα χρόνια. Ιστορικά έχει καταγραφεί ότι αυτή καθεαυτή η αποκληθείσα Μικρασιατική εκστρατεία, με όρους καθαρά στρατιωτικούς ήταν εξαρχής επισφαλής και παρακινδυνευμένη ενέργεια, ενώ η εν συνεχεία, με πρόφαση το αρνητικό για τον Ελευθέριο Βενιζέλο αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου 1920, μεταστροφή των συμμάχων σε βάρος της χώρας μας, σε σχέση με όσα συμφωνήθηκαν, μόλις τον Ιούλιο του ιδίου έτους, με τη Συνθήκη των Σεβρών, κατέστησε αναπότρεπτη την πανωλεθρία.
Πενήντα δύο χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 1974, όταν έλαβε χώρα η Τουρκική εισβολή στην Κύπρο, πάλι ο συμμαχικός παράγων δεν στάθηκε δυνατό να αποτρέψει τη δεύτερη, μέσα στον 20ό αιώνα, εθνική τραγωδία, η οποία προκάλεσε τη μέχρι τον Οκτώβριο του 1980 αποχώρηση της Ελλάδος από το στρατιωτικό σκέλος της Συμμαχίας του ΝΑΤΟ, «διότι δεν μπορούσε να αποτρέψει τον πόλεμο μεταξύ δύο μελών - συμμάχων». Από τότε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι επί πέντε δεκαετίες σχεδόν, η Κυπριακή Δημοκρατία βιώνει την παράνομη κατοχή του 36,5% του εδάφους της από τον εισβολέα τουρκικό στρατό. Μια χώρα, της οποίας ακόμη και η ένταξη στην Ε.Ε., δεν είναι ικανή προϋπόθεση για τον τερματισμό της κατοχής και την εφαρμογή στο σύνολο της επικράτειάς της των αρχών του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Παρά τα προαναφερόμενα, ουδείς μπορεί να αρνηθεί την αναγκαιότητα σύναψης συμμαχιών για την Εθνική Ασφάλεια. Μια τέτοια άποψη θα ήταν ασφαλώς ανιστόρητη. Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στο πλέον κρίσιμο σταυροδρόμι της ανθρωπότητας, η Ελλάδα συμμάχησε με τις δυνάμεις της Ελευθερίας, αφού προηγουμένως με την κατάλληλη στρατιωτική προπαρασκευή πολέμησε γενναία μόνη της με αποτέλεσμα το έπος του «Όχι» του 1940, ένα ιστορικό ορόσημο εθνικής αξιοπρέπειας στο διηνεκές.
Επομένως και σε σχέση με την αποτροπή της Τουρκικής απειλής ήταν εξαιρετικά αναγκαία και χρήσιμη η Συμφωνία μεταξύ Ελλάδας - Γαλλίας, η οποία ψηφίστηκε με ευρεία πλειοψηφία από την παρούσα Βουλή. Συμφωνία, η οποία μάλιστα περιλαμβάνει στρατιωτική συνεργασία με ρήτρα αμυντικής συνδρομής, σε περίπτωση που τρίτος επιτεθεί σε ένα από τα δύο κράτη, ενώ ο πρόσφατος εξοπλισμός της Ελληνικής Αεροπορίας με τα Rafale και του Ναυτικού μας με τις φρεγάτες Belharra ήταν εθνική προτεραιότητα για τη θωράκιση της άμυνας της χώρας. Ας ελπίσουμε ότι η συμφωνία αυτή σηματοδοτεί και το τέλος των ψευδαισθήσεων στο πολιτικό προσωπικό της χώρας ότι κάποιοι άλλοι εγγυώνται τα σύνορά μας, οι οποίοι ενδεχομένως να πολεμήσουν και για την ασφάλειά μας! Απόψεις αυτού του είδους όχι μόνον προσκρούουν στις παραπάνω εθνικές τραγωδίες, αλλά ακυρώνονται και από τη σημερινή διεθνή εμπειρία.
Στη χώρα μας, ως φαίνεται, δεν είναι και τόσο γνωστό το πρότυπο άμυνας της Ελβετίας, το οποίο στηρίζεται σε ένα σύστημα επιστράτευσης που κινητοποιεί το σύνολο του ικανού για πόλεμο πληθυσμού. Ενδεικτικό της άγνοιας αυτής είναι ότι, ενίοτε, χρησιμοποιείται από πολιτικούς σε δημόσιες συζητήσεις, ως επιχείρημα δικαιολόγησης των εξοπλισμών, ότι «η Ελλάδα δεν είναι Ελβετία», το οποίο στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση. Ο πρέσβης επί τιμή, Αλέξανδρος Μαλλιάς, με πρόσφατο άρθρο του στην «Καθημερινή», ανέδειξε την υποδειγματική οργάνωση των πολιτών της Ελβετίας, εφέδρων και επί μακρόν οιονεί κληρωτών, το δόγμα της «ολοκληρωτικής άμυνας» της χώρας αυτής, καθώς και το πρόσφατο υπερεξοπλιστικό της πρόγραμμα, υπό τον φόβο γενίκευσης του αναθεωρητισμού των συνόρων στην Ευρώπη.
Επίσης, ο Γιόσι Αμράνι, πρέσβης του Ισραήλ μέχρι πρότινος στην Ελλάδα, σε δύο συνεντεύξεις επίσης στην «Καθημερινή», τόσο κατά την ανάληψη των καθηκόντων του πριν τρία χρόνια όσο και κατά την πρόσφατη αποχώρησή του από τη χώρα μας, τόνισε με ιδιαίτερη έμφαση και το αξιοσημείωτο είναι και τις δύο φορές ότι: «Η εθνική άμυνα και η διαφύλαξη των εθνικών συμφερόντων είναι κάτι το οποίο καμία χώρα δεν πρέπει να αναθέτει σε τρίτους. Η ισραηλινή εμπειρία υπαγορεύει ότι πρέπει να εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου»... Εννοείται, βέβαια, ότι περί της εμπειρίας του Ισραήλ δεν χρειάζεται καμία άλλη διευκρίνιση...