Θα πάμε αρκετά χρόνια πίσω, όταν ο γιος έφτανε στην ηλικία που έπρεπε να παντρευτεί, είχε ταχτοποιηθεί δηλ. από δουλειά και ήταν η ώρα του να ανοίξει σπίτι. Ήθελε η κοπέλα, αν είναι δυνατόν, να κατάγεται από το χωριό ή από εκεί κοντά ‘’παπούτσι από τον τόπο σου κι ας είναι μπαλωμένο’’. Δεν ήθελε ξένη. Οι ξένες ήταν άλλη ράτσα και η μάνα έπρεπε να φροντίσει ποιο κορίτσι θα βρει και θα πάρει ο αγαπημένος της γιος. Δεν την ένοιαζε αν έχει προίκα, ούτε και ομορφιά. Το μόνο που κοιτούσε ήταν να είναι άξια στη δουλειά και καλή νοικοκυρά.
Ξεκινούσε λοιπόν και πέρναγε ‘’κόσκινο’’ (ποιες θα προτιμήσει και ποιες θα αποκλείσει) όλες τις κοπέλες του χωριού της από τον πάνω μαχαλά μέχρι και το τελευταίο σπίτι στον κάτω μαχαλά. Αφού κατέληγε στην κοπέλα που ταιριάζει στον γιο της, συνεννοούνταν με τον άντρα της, γιατί οι πατεράδες ήταν αυτοί που έπαιρναν τις τελικές αποφάσεις (καθότι πατριαρχική η κοινωνία τότε), επιβάλλοντας συχνά κάποιο πρόσωπο που ίσως και να μην ήθελε και αν και εκείνος τη δεχόταν (πολλές φορές τους μελλόνυμφους δεν τους ρώταγαν καν), ακολούθως μιλούσαν στο παιδί για να το πείσουν ότι τέτοια κοπέλα σαν και αυτή, σπάνια να βρεθεί και γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να αποφασίσει και αυτός και να πει το πολυπόθητο ‘’ΝΑΙ’’. Μάνα, την ξέρω την κοπέλα, τη θέλω, την αγάπησα μόλις την είδα και θέλω να την παντρευτώ.
Σε οικογένειες που δεν υπήρχε πατέρας, η μάνα συμβουλευόταν τους άλλους άντρες από το σόι. Τους θείους, τα πεθερικά και τους κοντινούς συγγενείς. Εκείνοι την ορμήνευαν τι να κάνει.
Η μάνα λοιπόν, έβλεπε στη ματιά του, την αγάπη που ένιωθε ο γιος της, τον αγκάλιαζε και τον φιλούσε, γιατί συμφώνησε μαζί της και του έλεγε: Γιε μου με την ευχή μου, ‘’να προκόψεις στη ζωή σου’’ και στη συνέχεια έπρεπε να πάνε και να ζητήσουν το κορίτσι από τους γονείς της. Οι συζητήσεις και το ραντεβού γίνονταν συνήθως βράδυ για να μη μαθαίνει το χωριό. Μόλις σουρούπωνε. Σε περίπτωση που χάλαγε η συμπεθεριά παρέμενε κρυφό. Ήτανε ντροπή να ακουστεί ότι τη ‘’ζήτησε’’ και δεν τον πήρε, διότι εθεωρείτο ταπεινωτικό αυτό για τη μικρή κοινωνία του χωριού. Για να μη δώσουν ‘’στόχο’’, έβαζε η μάνα στην ποδιά πράγματα, δήθεν ότι τα πάει στο σπίτι που ήθελε και ακόμη και αν δεν πετύχαινε το προξενιό να μην εκτεθούν. Μόλις έφταναν στο σπίτι, έπρεπε να περάσουν στο ‘’νοντά’’ ή ‘’οντά’’, δηλαδή, στο μεγάλο και καλό δωμάτιο.
Ξεκινούσε η συζήτηση, πρώτα για άλλα θέματα γενικά και μόλις έβρισκαν ευκαιρία, έφτανε το θέμα στη μητέρα του κοριτσιού και ο λόγος της επίσκεψής τους. Πες ο ένας: ‘’Είναι γερός. Νοικοκυρεμένος και δουλευταράς. Περπατάει κι αναστενάζει η στράτα. Πιάνει τη πέτρα και τη στύβει. Θα σου κουβαλάει όλα τα καλούδια. Λεβεντονιός, γλεντζές και χορευταράς’’, πες ο άλλος: ‘’Είναι σεμνή και μαζωμένη. Πίσω απ’ τη φούστα της μάνας της... Ένας λόγος παραπάνω. Δεν θα σε ατιμώσει ποτέ. Είναι και κληρονόμα... Αυτά τα οποία έχει, δεν τα ‘χει άλλη κι έχει όλο το βιος δικό της (δηλ. εννοούσαν αυτά τα λίγα, γιατί λίγα είχαν και λίγα την έδιναν). Άξια και νοικοκυρεμένη... Είναι ταπεινή, σέβεται και δεν γυρίζει ποτέ κουβέντα. Θα γηροκομήσει και θα κοιτάξει και την πεθερά της και τον πεθερό της». Ήταν ένα από τα ζητούμενα αυτό (ίσως και το σημαντικότερο). «Και που να ιδείς και τα κεντήματα... Δεν υπάρχουν στο χωριό άλλα τέτοια ωραία. Δεν σηκώνει τα μάτια απ’ το κέντημα κι απ’ το πλέξιμο. Δεν βγαίνει από τον αργαλειό ούτε να κατουρήσει». Με αυτά τα ...λόγια κι από δω κι από κει και έτοιμη η συμπεθεριά!
Έπαιρνε τότε την απόφαση η μάνα (χωρίς το κορίτσι να ξέρει και να ρωτηθεί), έλεγε το ‘’ΝΑΙ’’: ‘’Εμείς έχουμε την καλή θέληση. Αν είναι και γραμμένο από τον Θεό, να γένει’’, αγκαλιάζονταν όλοι/-ες και φιλιούνταν, έλεγαν τις προβλεπόμενες ευχές: ‘’Να μας ζήσουν’’ και σε ‘’εγγόνια να χαρούμε’’ και έπαιρναν οι συμπέθεροι ευχαριστημένοι τον δρόμο της επιστροφής. Στο τέλος λοιπόν, και αφού όλα είχαν συμφωνηθεί, έριχναν και δυο τρεις τουφεκιές, για να πληροφορηθεί το χωριό το χαρμόσυνο γεγονός. Αν πάλι για οποιοδήποτε λόγο (πολύ σπάνια βέβαια) δεν θέλαν να τη δώσουν, και για να μη προσβάλουν τον γαμπρό και το σπίτι του, έβρισκαν και έλεγαν κάποια πρόφαση, όπως είναι μικρή ακόμα ή έχουμε αλλού λόγο δοσμένο (χωρίς βέβαια να έχουν).
Ακολουθούσε ο αρραβώνας ή όπως λεγόταν στα χωριά μας ‘’Απόψε θα πάμε να δώσουμε τα σ(η)μάδια’’ {δηλ. μια παντρεμένη συγγενής της νύφης έφερνε μπροστά στη μέλλουσα πεθερά, χαμηλοβλεπούσα και ντυμένη με τα καλά της τη νύφη. Προσκυνούσε εκείνη τρεις φορές και της φιλούσε το χέρι. Έδινε τότε η πεθερά τα σημάδια, τα οποία ήταν ένα δαχτυλίδι, ένα μαντήλι του κεφαλιού και τρείς ασημένιες δραχμές με τρύπα (πάντα μονά δηλ., αφού ο ζυγός θεωρούνταν γρουσούζικος), δεμένα όλα μαζί με κόκκινη μεταξωτή κλωστή, για να είναι πάντοτε χαρούμενη και στα κόκκινα ντυμένη, ενώ αργότερα και αφού τα οικονομικά στην κάθε οικογένεια αβγαταίναν, έδινε μια βέρα, ένα βραχιόλι ή σκουλαρίκια και ένα νόμισμα χρυσό (λίρα)}, και της ευχόταν: Να ζήσετε παιδιά μου, του Θεού τα καλά ν’ αποκτήσετε, πάντα αγάπη κι ομόνοια να ‘χετε. Ταυτόχρονα, όλοι σηκώνονταν όρθιοι κι εύχονταν κι αυτοί: Χαιρλίτ(ι)κα και καλά στέφανα. Στρώναν μετά πλούσιο τραπέζι κι ακολουθούσε γλέντι είτε με το γραμμόφωνο ή με τα όργανα, αν υπήρχε η δυνατότητα.
Ο γαμπρός μετέπειτα, μπορούσε να πηγαίνει ή να παίρνει την αρραβωνιαστικιά του στο πανηγύρι ή σε κάποια άλλη κοινωνική εκδήλωση του χωριού, αλλά όχι ποτέ οι δυο τους μόνοι (υπήρχε πάντα κάποιος/-α γνωστός ή συγγενής της κοπέλας), γιατί τότε και το απλό φιλί και τόσο φανερά στους αρραβωνιασμένους, ήταν ‘’απαγορευμένος καρπός’’.
Ωραίες, αληθινές και ανθρώπινες εποχές. Εποχές που ο/η ένας/μία έβλεπε τον/την άλλον/-η με αγάπη και με σεβασμό στο πρόσωπό του/της. Άνθρωποι απλοί, αγαθοί (με την καλή έννοια) και με μια κοινωνική συμπεριφορά, που για τα χωριά ήταν έθιμο και τοπικός πολιτισμός. Ένας θαυμαστός λαϊκός πολιτισμός και μια λαμπρή λαϊκή παράδοση.