«Η Λάρισα έχει υποφέρει σοβαρά από τους ανελέητους και συστηματικούς εκβιασμούς που ασκούσε τόσο καιρό ο Αλή Πασάς. Πολλές από τις ελληνικές οικογένειες έχουν μεταναστεύσει. Και οι βιομηχανικές επιχειρήσεις του τόπου, που παρήγαγαν τα ριγέ μεταξωτά και βαμβακερά είδη καθώς και τα χοντρά υφάσματα, έχουν κατά συνέπεια παρακμάσει πολύ, γιατί σε αυτό το μέρος της αυτοκρατορίας, όπως και σε όλη την Ελλάδα και τη Μακεδονία, οι Τούρκοι είναι μάλλον στρατιωτική παρά πολιτική φυλή.
Λίγες ημέρες πριν από την άφιξή μας στη Λάρισα, ο Βελή πασάς σταμάτησε εδώ για ένα μικρό διάστημα, προκειμένου να ξεκουραστεί ο στρατός του που αποτελούνταν από οκτώ χιλιάδες άνδρες, ίσως και περισσότερους. Δεν κατορθώσαμε να διαπιστώσουμε εάν πράγματι τα στρατεύματά του προέβησαν σε εγκληματικές ενέργειες κατά του πληθυσμού, όπως μας είχαν κάνει κάποιοι να πιστέψουμε. Αντίθετα, μας είπαν, ότι επιβλήθηκε η αυστηρότερη πειθαρχία στο στράτευμα και όσοι στρατιώτες παρέβησαν εντολές ή είχαν παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, εκτοπίζονταν άμεσα. Ο ίδιος ο Βελή πασάς φρόντισε να απέχει για ένα διάστημα από τις καθημερινές απολαύσεις της προσωπικής του ζωής προκειμένου να έχει τον πλήρη έλεγχο της κατάστασης. Μία μέρα καθώς έτυχε να ιππεύει στα περίχωρα της πόλης, είδε δύο στρατιώτες σε έναν αμπελώνα να λεηλατούν τα σταφύλια και αμέσως τους πλησίασε και τους πυροβόλησε και τους δύο επί τόπου.
Το ψωμί στη Λάρισα είναι το καλύτερο από οποιοδήποτε άλλος μέρος της Τουρκικής αυτοκρατορίας που έχω τύχει να επισκεφτεί [2]. Λόγω του ότι η πόλη ήταν πρόσφατα το αρχηγείο μίας μεγάλης στρατιωτικής δύναμης, διαπιστώσαμε ότι οι τιμές των προϊόντων ήταν πολύ αυξημένες. Σε κανονικές όμως περιόδους, στη Λάρισα υπάρχει μεγάλη επάρκεια αγαθών και η αγορά της γενικά είναι φθηνή (…).
Περιμέναμε αρκετές ώρες μέχρι να μας φέρουν τα άλογα που συνήθως χρησιμοποιούνται από την ταχυδρομική υπηρεσία. Ήταν τρεις το μεσημέρι όταν φύγαμε από τη Λάρισα (…). Διασχίσαμε τον κάμπο και κατά το ηλιοβασίλεμα, εισήλθαμε στην κοιλάδα των Τεμπών. Αφού πραγματοποιήσαμε μία ευχάριστη βόλτα υπό το φως του φεγγαριού στο χωριό Μπαμπά, διανυκτερεύσαμε. Νωρίς το πρωί ήμασταν και πάλι πάνω στα άλογα, έτοιμοι για αναχώρηση. Το τοπίο αυτής της όμορφης κοιλάδας ικανοποίησε πλήρως τις προσδοκίες μας. Σε μερικά σημεία ήταν ήρεμο και αρμονικό και ο ήχος των υδάτων του Πηνειού ήταν σε πλήρη συμφωνία με τον περιβάλλοντα χώρο. Όμως σε άλλους ταξιδιώτες το τοπίο φαίνεται άγριο, φοβερό και απότομο, καθώς το ορμητικό ποτάμι βρυχάται ανάμεσα από σκοτεινούς γκρεμούς, στις εσοχές των οποίων περιμένει να δει κανείς την λάμψη του ματιού κάποιου ληστή που παραμονεύει.
Σε μικρή απόσταση κάτω από τα χωριό Αμπελάκια, γνωστό για τα εργαστήρια των βαμβακερών υφασμάτων του, η κίνηση του ποταμού είναι σχεδόν ανεπαίσθητη (…). Κοντά σε αυτό το μαγευτικό σημείο οι πλευρές της κοιλάδας αρχίζουν να στενεύουν, τα βουνά αποκτούν μια τρομερή όψη και ο δρόμος περνά από την άκρη ενός φρικτού χάσματος (…).
Το μάτι μου πέφτει προς τον Όλυμπο καθώς οι κορυφές του καλύπτονται από σύννεφα, ενώ η ομίχλη που καλύπτει το Πήλιο φθάνει μέχρι τις πλαγιές της Όσσας. Περνώντας ανάμεσα από ερείπια κτιρίων που κατασκευάστηκαν κατά την αρχαιότητα για την άμυνα της περιοχής, ο δρόμος ανηφορίζει κατά μήκος των γκρεμών. Από το ψηλότερο σημείο του δρόμου, βλέπει κανείς την θαυμάσια εικόνα του Πηνειού που κυλά ανάμεσα από τα καλλιεργημένα χωράφια φθάνοντας μέχρι τη θάλασσα που φαίνεται σε αρκετή απόσταση.
Κατεβαίνοντας στον κάμπο κάναμε μία ευχάριστη βόλτα μέχρι τη γέφυρα του Λυκοστομίου που είναι κτισμένη πάνω από το ποτάμι με περίπου είκοσι μικρές και μεγάλες καμάρες [3]. Εδώ μας σταμάτησαν για να πληρώσουμε διόδια και είδαμε μία συγκέντρωση 40 με 50 ιππέων του τουρκικού ιππικού (…). Καθώς περάσαμε από μπροστά τους, ο διοικητής τους μας ευχήθηκε να έχουμε ένα ευχάριστο ταξίδι και εμείς ανταποδώσαμε, ευχόμενοι επιτυχίες στις επιχειρήσεις τους».
Από τον Αλέξανδρο Χ. Γρηγορίου
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]. John Galt, Voyages and Travels, in the years 1809, 1810, and 1811, containing
statistical, commercial, and miscellaneous observations on Gibraltar, Sardinia, Sicily, Malta, Serigo, and Turkey. London: printed for T. Cadell and W. Davies, 1812, σ. 219-224.
[2]. Μετά από την απελευθέρωση της Λάρισας (1881), αυξήθηκε κατακόρυφα η ίδρυση και λειτουργία δεκάδων φούρνων στην πόλη. Βλ. Αλέξανδρος Χ. Γρηγορίου, «Οι φούρνοι (κλίβανοι) της Λάρισας την περίοδο 1881-1900», Συνέδριο «Γιώργος και Λένα Γουργιώτη: Λαογραφικό Ιστορικό Μουσείο Λάρισας, ένα έργο ζωής» (Μνήμη Λένας Γουργιώτη), 3-5 Νοεμβρίου 2017 (πρακτικά υπό έκδοση).
[3]. Η λιθόκτιστη γέφυρα του Πηνειού κτίστηκε το 1726 από τον Οσμάν πασά της Λάρισας και καταστράφηκε από τα ορμητικά νερά του ποταμού το 1811, λίγο διάστημα μετά από τη διέλευση του Galt.