Μεγαλόβρυσου-Αγιάς Την Κυριακή των Αγίων Πάντων η Εκκλησία μας εορτάζει τιμώντας το σύνολο των μελών της εκείνων (γνωστών και άγνωστων, ανδρών και γυναικών) που έφθασαν από το “κατ’ εικόνα” στο “καθ’ ομοίωσιν”. Αυτό σημαίνει ότι ακολούθησαν τον Χριστό με τη μέγιστη δυνατή αφοσίωση και αυταπάρνηση, ακλόνητη πίστη (δηλαδή εμπιστοσύνη) και αγάπη. Επίσης σημαίνει ότι η αγιότητα είναι η ομοίωση του ανθρώπου με τον Χριστό.
Στην κοινωνία, αλλά μερικές φορές και στο πλήρωμα της Εκκλησίας, υπάρχουν αρκετές παρανοήσεις γύρω από το νόημα της αγιότητας και το πώς ορισμένα μέλη της Εκκλησίας φθάνουν σ’ αυτήν. Υπάρχει μια διάχυτη αίσθηση ότι οι Άγιοι ήσαν κάτι σαν σούπερμαν, δηλαδή άτομα με σχεδόν υπερφυσικές ικανότητες σωματικής και ψυχικής άσκησης. Επίσης μια άλλη διαδεδομένη πεποίθηση είναι ότι στην περίπτωση των Αγίων υπάρχει μια δήθεν έμφυτη κλίση προς τη “θρησκεία” και ότι από παιδιά ήσαν γεννημένοι και προορισμένοι για τον Θεό και τα του Θεού. Οι απόψεις αυτές είναι εσφαλμένες και απλοϊκές. Η σχέση Θεού και ανθρώπου δεν είναι όπως κάποιες έμφυτες δεξιότητες που διαθέτει ο κάθε άνθρωπος. Ακριβώς επειδή είναι σχέση προσώπων (και ο χριστιανικός Θεός είναι Τριάς Προσώπων), απαιτεί πιστότητα, γνησιότητα, διαρκή καλλιέργεια. Ο Θεός προγνωρίζοντας την προαίρεση και την πορεία του κάθε ανθρώπου ανταποκρίνεται αναλόγως. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι στον βίο των υποδειγματικών μελών της Εκκλησίας η παρουσία του Τριαδικού Θεού είναι απείρως εντονότερη απ’ ό,τι στη ζωή των “χαλαρών” μελών της. Δεν πρόκειται για ...εύνοια ούτε για “φυσικό χάρισμα”, αλλά για θεϊκή ανταπόκριση στην πιστότητα και αυταπάρνηση των συγκεκριμένων ανθρώπων. Άλλωστε διαβάζοντας τους βίους των Αγίων διαπιστώνουμε αμέσως ότι στην πορεία της ζωής τους πέρασαν από όλα τα στάδια των πειρασμών και δοκιμασιών, ώστε να γίνουν εδραίοι και ακλόνητοι στην πίστη τους προς τον Χριστό και στην ανιδιοτελή αγάπη τους προς τον συνάνθρωπο, ακόμη και προς όσους τους εχθρεύονταν.
Αν εξετάσει κανείς την πορεία και την ποιότητα της εκκλησιαστικής ζωής στην πατρίδα μας, διαπιστώνει με θλίψη πως για ένα μεγάλο τμήμα του λαού μας η Ορθοδοξία έχει μετατραπεί σε πολιτισμικό μέγεθος, κάτι σαν τους δημοτικούς χορούς, τα ήθη και έθιμα των διάφορων περιοχών του Ελληνισμού. Έχει πάψει να αποτελεί θέμα υψηλής προτεραιότητας και ζωτικής σημασίας. Από την άλλη πλευρά όμως, εξακολουθεί να υπάρχει διαδεδομένη η πίστη στη μεσιτεία των Αγίων για την αντιμετώπιση κάθε είδους δοκιμασιών και βασάνων της ανθρώπινης ζωής, καθώς και η πίστη στις θαυματουργίες τους. Συνεπώς, για ένα όχι ευκαταφρόνητο ποσοστό του πληθυσμου υφίσταται μια αντιφατική κατάσταση: από τη μια πλευρά η αποφυγή της μίμησης των Αγίων και του πνευματικού αγώνα που διεξάγει ο συνειδητός χριστιανός και από την άλλη η συχνή καταφυγή σε αυτούς σε περιόδους κρίσεων.
Πρόκειται για σοβαρή δομική αντίφαση που υπονομεύει και απειλεί τη χριστιανική υπαρξιακή μας ταυτότητα. Η σχέση Θεού και ανθρώπου δεν αποτελεί μια “επουράνια Ιντεραμέρικαν”, όπου καταφεύγει κανείς όταν ζορίζεται, ενώ την ξεχνά γρήγορα όταν όλα πάνε καλά. Με άλλα λόγια, ο Θεός δεν συνεργάζεται με τις ιδιοτελείς επιδιώξεις του καθενός μας, ούτε παρασύρεται από τους αντιφατικούς στόχους και ελιγμούς μας. Η μνημειώδης περίπτωση του τσαγκάρη της αρχαίας Αλεξάνδρειας (4ος αιώνας μ.Χ.), όπου ο Θεός αποκάλυψε στον Μέγα Αντώνιο (ιδρυτή του ερημητικού μοναχισμού) ότι ο τσαγκάρης αυτός τον ξεπερνούσε στην αρετή, δείχνει ότι εκείνο που στην κυριολεξία σώζει τον άνθρωπο δεν είναι τα εξωτερικά σχήματα (ιερατικό, μοναστικό κ.λπ.), ούτε η τυπική τήρηση κάποιων θρησκευτικών υποχρεώσεων, αλλά η μέγιστη δυνατή γνησιότητα στην επιδίωξη της αγάπης του Θεού και η αντίστοιχη ταπεινοφροσύνη που τη συνοδεύει. Όλα αυτά βεβαίως άρρηκτα συνδεδεμένα με την ιδιότητα του μέλους της Εκκλησίας και όχι σαν ιδιωτική υπόθεση του καθενός.