«ΑΧΙΛΛΙΟΥ ΠΟΛΙΣ», τη γνωστή πλέον αυτή έκδοση Μητροπόλεως Λαρίσης και Τυρνάβου. Έτσι, χάρη στις άοκνες προσπάθειες του σεβασμιότατου Μητροπολίτου Λαρίσης και Τυρνάβου κ.κ. Ιερωνύμου, ο Τύρναβος απέκτησε ένα πολύτιμο δώρο, έναν ακόμα πνευματικό θησαυρό και άλλη μια αιτία για να καυχάται. Η έρευνα έφερε στο φως άλλον έναν μάρτυρα της πίστεως, ο οποίος παραδόθηκε και ομολόγησε την Ορθοδοξία στα αγιασμένα Τυρναβίτικα χώματα, όπως άλλωστε και οι δύο ήδη γνωστοί Άγιοι Νεομάρτυρες Γεδεών (ο πολιούχος της πόλης) και Γεώργιος (ο διδάσκαλος της Ραψάνης).
Τις πληροφορίες για τον βίο και το μαρτυρικό τέλος του νεοφανούς αυτού Αγίου λαμβάνουμε από μονόφυλλο έγγραφο-επιστολή εντός φακέλου νεομαρτυρολογικών κειμένων της Ιεράς και Σεβασμίας Αγιορείτικης Μονής Παντελεήμωνος (Ρωσικού). Η εν λόγω επιστολή απευθύνεται στον τότε Ηγούμενο της Μονής, π. Γεράσιμο, με σκοπό την πληροφόρησή του περί του μάρτυρος. Για να γίνει δε κατανοητό και το χρονολογικό πλαίσιο συγγραφής του εγγράφου, θα πρέπει να αναφέρουμε πως αυτό σαφώς ενεγράφη κατά την περίοδο Ηγουμενίας του π. Γερασίμου, δηλαδή μεταξύ των ετών 1830 και 1875.
Σύμφωνα με την προαναφερθείσα επιστολή, ο Γεώργιος φέρεται να γεννήθηκε περίπου το 1794 σε κάποιο από τα επτά ή εννέα χωριά, τα οποία βρίσκονταν γύρω από τον Τύρναβο, τα επονομαζόμενα «Κισιρλιά», και κατοικούνταν κυρίως από βάρβαρους Τούρκους. Σε μικρή ηλικία (περίπου δεκαπέντε ετών) αιχμαλωτίστηκε από Οθωμανούς της περιοχής και εξισλαμίσθηκε παρά τη θέλησή του. Από την αιχμαλωσία του, ο Γεώργιος απομακρύνθηκε με τη βοήθεια των γονιών του, οι οποίοι αφού ερεύνησαν και έμαθαν την τύχη του υιού τους, παρακολούθησαν τους Οθωμανούς διώκτες, τον φυγάδευσαν και τον μετέφεραν και πάλι στο χωριό τους.
Ο φόβος, όμως, και πάλι ήταν μεγάλος, καθώς ήταν επικίνδυνο για την τύχη όλου του χωριού να μαθευτεί πως ο Γεώργιος φυγαδεύτηκε στην περιοχή. Στην περίπτωση αυτήν, η καύση ολόκληρου του χωριού ως αντίποινα ήταν κάτι το ιδιαιτέρως πιθανό. Για τον λόγο αυτόν, οι Χριστιανοί γονείς του τον οδήγησαν στον Τύρναβο ελπίζοντας σε ευνοϊκή μεταχείριση από τον Βελή Πασά, γιο του γνωστού Αλή Πασά των Ιωαννίνων, λόγω της αρβανίτικης καταγωγής του. Πράγματι, ο Πασάς δέχθηκε να βοηθήσει τον μικρό Ρωμιό, τον κράτησε κοντά του ως «βασιλικόν ῥαγιᾶν» και έδωσε ρητή εντολή να μην τον πειράξει κανείς από τους πρώην διώκτες του. Άμα τη αφίξει αυτών στην πόλη προς αναζήτηση του παιδιού, ο Πασάς «ἀτίμως τούς ἀπεδίωξεν», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται και στην επιστολή.
Εκείνοι, κινούμενοι πάντοτε από μένος και θυμό για το χριστιανόπουλο, αφού συγκέντρωσαν το μεγάλο πλήθος των Οθωμανών από τα χωριά της περιοχής, απείλησαν τον Βελή πως αν δεν τους απέδιδε τον Γεώργιο, θα τον κατηγορούσαν ως προδότη στον Σουλτάνο, κατηγορία βαρύτατη για έναν υψηλόβαθμο αξιωματικό του Οθωμανικού Κράτους. Ο Πασάς, προσπαθώντας διπλωματικά να κατευνάσει τον θυμό τους, αποφάσισε να οδηγήσει το νεαρό ελληνόπουλο σε δίκη («βασιλικόν κριτήριον»). Εκεί ο Μάρτυρας ομολόγησε την πίστη του στον Ιησού Χριστό και καταφρόνησε γενναιόψυχα τη μωαμεθανική λατρεία προκαλώντας μεγαλύτερο μένος στους αλλόθρησκους που ζητούσαν τη θανατική διά της πυράς καταδίκη του. Ο Βελή Πασάς, μην μπορώντας να αντιταχθεί στο δίκαιο της εποχής που επέβαλε την καύση όποιου καταφρονούσε ή καθύβριζε την πίστη τους ενώπιον του δικαστηρίου, είπε χαρακτηριστικά στον Γεώργιο: «Ἄντε, μωρὲ Γεώργη! Ἔτζι σοῦ ἦτον γραμμένον, νὰ γένῃς Μάρτυρας, νὰ ‘πάγῃς, μωρέ, μὲ τὸν ἅγιόν σας Γεώργη».
Ο δεκαπενταετής μάρτυρας οδηγείται εν μέσω εμψυχώσεων από τους Αρβανίτες Οθωμανούς προς τον παρακείμενο ποταμό της πόλης, τον λεγόμενο Τιταρήσιο ή Ξηριά (λόγω των μεγάλων χρονικών περιόδων ξηρασίας) ή Σαλαμπριά. Εκεί στήνεται ο στύλος του μαρτυρίου και ο νέος ερωτάται για τελευταία φορά εάν επιλέγει την πίστη στον Αλλάχ ή το μαρτύριο, με τον Γεώργιο να κραυγάζει με τη στεντόρεια φωνή του «Χριστιανός εἶμαι». Αμέσως, ο μάρτυρας ασπάζεται τον στύλο και οι Οθωμανοί ανάβουν τα προευπρεπισμένα ξερά θαμνώδη φυτά που υπήρχαν κάτω από αυτόν υπό το βλέμμα τριών «φυλών»: των Οθωμανών εχθρών του Γεωργίου, των Αρβανιτών Τούρκων της περιοχής και των Χριστιανών. Η φωτιά ανάβει για τα καλά και ο γενναίος έφηβος στέκεται εν μέσω των φλογών, αλλ’ ω του θαύματος! Η φωτιά των αλλοθρήσκων δεν τόλμησε να αγγίξει τα μακριά μαλλιά του μάρτυρα, τα οποία υψώθηκαν προς τον ουρανό και όλοι θαύμασαν το μέγα και θαυμαστό γεγονός, κάτι το οποίο επιβεβαιώνεται πλήρως στην επιστολή με την αναφορά πως «οἱ πιστοὶ σκιρτῶντες ἐδόξαζον τὸν Θεόν· ᾯ πρέπει δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀμήν».
Σήμερα, διακόσια δεκατρία χρόνια μετά την ημέρα εκείνην που ο ουρανός δέχθηκε έναν ακόμα στεφανηφόρο μάρτυρα, τιμούμε για πρώτη φορά τον Άγιο Γεώργιο τον Νέο στην πόλη που έμελλε να αγιάσει με το αίμα του. Ο Τύρναβος αποκτά έτσι ένα ακόμα καύχημα και οι πιστοί έναν νέο πρεσβευτή προς τον Θεό!`