Παρά τα μέτρα όμως που πάρθηκαν σε λίγους μήνες, τέσσερα εκατομμύρια περίπου εργάτες έμειναν άνεργοι.
Το κραχ της Νέας Υόρκης επηρέασε στην Ελλάδα ορισμένες ιδιωτικές τράπεζες που έκλεισαν, ενώ η δημιουργία της Αγροτικής Τράπεζας της Ελλάδας με τη βοήθεια και τη συμμετοχή της Εθνικής Τράπεζας από την Κυβέρνηση του Ελ. Βενιζέλου στις 27.06.1929, καθώς και η εξάρτηση των χρηματοοικονομικών συναλλαγών όχι με την αγγλική λίρα (που ήταν μέχρι τότε), αλλά με το δολάριο των Η.Π.Α. συνετέλεσε σε μικρή πτώση των μετοχών του χρηματιστηρίου. Το τεράστιο έργο της Κυβέρνησης του Βενιζέλου στην τετραετία αυτή άλλαξε τη δομή της χώρας. Έγιναν πολλά και σημαντικά έργα, όπως 2.000 χιλιόμετρα νέων δρόμων, 3.500 νέα σχολεία με υπουργό Παιδείας τα δύο τελευταία χρόνια τον Γεώργιο Παπανδρέου (εισήγαγε τότε τη δημοτική γλώσσα στη μέση εκπαίδευση). Έγινε αναδόμηση σε όλα τα λιμάνια της χώρας και στον Πειραιά έγινε ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς. Κι ενώ η συνέχιση των έργων έφθαναν στο τέλος τους, ο υπουργός Οικονομικών της Κυβέρνησης Βενιζέλου, Γεώργιος Μαρής, πρότεινε την παύση πληρωμής του δημόσιου χρέους, ώστε να τελειώσουν τα έργα.
Η λήψη νέου δανείου από το εξωτερικό ήταν αδύνατη, αλλά και ασύμφορη λόγω των υψηλών επιτοκίων. Για την κακή χρηματιστηριακή κατάσταση της χώρας ο Βενιζέλος θεώρησε υπεύθυνο τον διοικητή της ΤτΕ, Διομήδη Αλέξανδρο, τον οποίο και απέπεμψε. Η λήψη όμως αυτή του νέου μεγάλου δανείου από ευρωπαϊκές τράπεζες για ενίσχυση της Ελληνικής οικονομίας, για τον Βενιζέλο ήταν πρωταρχικό πρόβλημα και για αυτό τον Ιανουάριο του 1932 επισκέφτηκε τη Ρώμη, το Παρίσι και το Λονδίνο για να εξασφαλίσει τη σύναψη αυτού του δανείου. Οι τρεις κυβερνήσεις Ιταλίας, Γαλλίας και Αγγλίας ανέθεσαν σε επιτροπή της Κ.Τ.Ε.-«Κοινωνία των Εθνών» (τον σημερινό Δ.Ο.Ε.-«Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο») τη διερεύνηση της οικονομικής κατάστασης της Ελληνικής οικονομίας για τη χορήγηση δανείου 50 εκατ. δολαρίων. Ο υπ. Οικονομικών Μαρής ήλπιζε ότι με τη μείωση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων από την αρχή του 1932 και την αύξηση της φορολογίας θα βελτιωνόταν η Ελληνική οικονομία.
Με όλες αυτές τις αρνητικές εξελίξεις της οικονομίας στην Ελλάδα, η Κ.Τ.Ε. απέρριψε στις 12.03.1932 τη χορήγηση του δανείου. Έτσι η εξόφληση του δημοσίου χρέους της χώρας θα έπρεπε από 01η.05.1932 να μπει σε αναστολή, γεγονός που σήμαινε την αρχή της χρεοκοπίας. Ο Βενιζέλος για να μη φέρει προσωπικά τις ευθύνες της επερχόμενης χρεοκοπίας, στις 25.03.1932 κάλεσε τους εκπροσώπους της αντιπολίτευσης σε σύσκεψη για τον σχηματισμό οικουμενικής κυβέρνησης. Τα τέσσερα βενιζελικής προέλευσης κόμματα, των Παπαναστασίου, Καφαντάρη, Κονδύλη, Ζαβιτσάνου, συμφώνησαν, ενώ ο αρχηγός του Λαϊκού κόμματος Παναγής Τσαλδάρης διαφώνησε. Ο Βενιζέλος βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση μετά και την παραίτηση του υπ. Οικονομικών Μαρή στις 21.04.1932. Στη θέση του διόρισε τον εξαίρετο καθηγητή Οικονομικών του Πανεπιστημίου Αθηνών Κυριάκο Βαρβαρέσο, που ήταν του Λαϊκού κόμματος. Υπήρχαν απεργίες, συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, διαφωνίες με πρώην φίλους του και αντιπάλους, όπως τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου στη Βουλή στις 24 Απριλίου 1932, όπου σαν να έγραφε τον επικήδειό του, του λέει: «Είμαι βέβαιος ότι κατά τον θάνατόν μου ο κ. Παπαναστασίου ιδιαιτέρως όλως θα εξάρει ότι υπήρξα αληθινός άνδρας με πεποίθησιν και θάρρος, ουδέποτε όμως μοιρολάτρης». Για όλη αυτήν την οδυνηρή κατάσταση για τη χώρα ο Βενιζέλος υποβάλει στις 21 Μαΐου 1932 την παραίτηση της Κυβέρνησης και στις 26 Μαΐου 1932 τη νέα κυβέρνηση αναλαμβάνει ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, που όμως μετά από διαφωνία με τον Βενιζέλο παραιτείται και την κυβέρνηση αναλαμβάνει και πάλι ο Βενιζέλος στις 5 Ιουνίου 1932. Οι νέες εκλογές έγιναν στις 25.09.1932 με το αναλογικό σύστημα και όχι με το πλειοψηφικό που ίσχυε μέχρι τότε.
«...Οι Φιλελεύθεροι ήρθαν και πάλι πρώτο κόμμα με 101 έδρες (403.000 ψήφων επί 1.171.000). Οι Λαϊκοί πήραν 395.000 ψήφους/95 έδρες, Καφαντάρης 97.000/15 έδρες, Αγροτικοί 6% / 11 έδρες, Παπαναστασίου 6% / 8 έδρες, Κομμουνισταί 5% / 10 έδρες, Κονδύλης 4% / 7 έδρες, Μεταξάς 1,5% / 3 έδρες» (βιβλ. σελ. 237).
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: «Γεώργιος Παπανδρέου-ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ», Κων/νος Κομνηνός, Αθήνα, 1963.
Από τον Στέφανο Παπαγεωργίου