Η αλλαγή της ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ που έγινε στο τέλος του περασμένου Δεκέμβρη μετά από μία καθ’ όλα υποδειγματική διαδικασία, τάραξε τα ύδατα του πολιτικού σκηνικού της χώρας. Οι όμοροι με αυτό πολιτικοί χώροι της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ διαφάνηκε στην αρχή πως για τους δικούς τους ο κάθε ένας λόγους δέχτηκαν με ικανοποίηση το αποτέλεσμα. Μετά τα πρώτα τυπικά συγχαρητήρια στη νέα ηγεσία άρχισαν οι πρώτες διερευνητικές πλαγιoκοπήσεις για τις προθέσεις του Νίκου Ανδρουλάκη σε μελλοντικές συνεργασίες.
Η ΝΔ που γνωρίζει πολύ καλά πως στις πρώτες εκλογές που θα γίνουν με την απλή αναλογική δεν υπάρχει περίπτωση να έχει αυτοδυναμία, έδειξε εξ αρχής την επιθυμία επανάληψης του εγχειρήματος Σαμαρά - Βενιζέλου για μία κυβέρνηση συνεργασίας, ίσως και μετά τις επαναληπτικές εκλογές που θα γίνουν με ενισχυμένη αναλογική. Αυτή η προοπτική θα ικανοποιούσε τη ΝΔ καθότι θα αποδυνάμωνε περαιτέρω τον ΣΥΡΙΖΑ αφήνοντάς τον για μεγάλο χρονικό διάστημα εκτός εξουσίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ που γνωρίζει επίσης πολύ καλά πως μία κοινοβουλευτική αυτοδυναμία του είναι αδύνατη, προσδοκούσε πως η νέα ηγεσία θα προσανατόλιζε την πολιτική της πορεία σε κατεύθυνση συνεργασίας μαζί του καθότι θεωρεί πως η ιδεολογική συγγένεια είναι ισχυρότερη από αυτή με τη ΝΔ.
Θεμιτές ασφαλώς και οι δύο επιδιώξεις μέχρι του σημείου πως το ΠΑΣΟΚ θα παρέμεινε ένα μικρό κόμμα και ασφαλώς σε ρόλο συνεταίρου περιορισμένης κοινοβουλευτικής δύναμης. Όμως από τα ευρήματα απανωτών σφυγμομετρήσεων έγινε σαφές ότι δημιουργείται μία δυναμική σημαντικής ενίσχυσης των δυνάμεων του ΠΑΣΟΚ με αντίστοιχη επανάκαμψη πρώην ψηφοφόρων του. Εκείνο ασφαλώς που ανησύχησε πολύ τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ είναι πως σε έναν μόλις μήνα είδαν αμφότεροι τις πολιτικές δυνάμεις τους να μειώνονται σε σημαντικό ποσοστό και να κατευθύνονται στο ΠΑΣΟΚ. Με δεδομένο τις συνεχείς κυβερνητικές αστοχίες στα ζητήματα της πρόσφατης κακοκαιρίας με το φιάσκο της Αττικής οδού, την αδυναμία αντιμετώπισης του κύματος της μεγάλης ακρίβειας που ανέκυψε και τη φτωχοποίηση μεγάλου τμήματος του λαού, το ζήτημα της πανδημίας που δεν λέει να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά, το θέμα των αγροτικών κινητοποιήσεων που δείχνει να γιγαντώνεται αν και προβάλλεται ελάχιστα από τα ΜΜΕ, αλλά και της αναποτελεσματικής αντιπολίτευσης από τον ΣΥΡΙΖΑ, προέκυψε άμεσα η ανάγκη αλλαγής στρατηγικής αντιμετώπισης του ΠΑΣΟΚ τόσο από το επιτελικό κράτος του Μαξίμου όσο και από την Κουμουνδούρου. Η ανακοπή της ανοδικής πορείας του ΠΑΣΟΚ και η συγκράτηση των ψηφοφόρων τους έγινε επιδίωξη πρώτης προτεραιότητας. Έτσι επινοήθηκε το αφήγημα των ίσων αποστάσεων που εξυπηρετεί και τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. καθότι επιτυγχάνονται τρεις επωφελείς για αυτούς πολιτικοί στόχοι.Πρώτον, αυθαίρετα περιορίζει το ΠΑΣΟΚ στην τρίτη θέση σε κοινοβουλευτική δύναμη και το κατατάσσει στον ρόλο του μικρού συνεταίρου και όχι σε εν δυνάμει διεκδικητή της εξουσίας, θέτοντας το ψεύτικο δίλημμα και ερώτημα, με ποιον θα συνεργαστεί.
Δεύτερον, περιχαρακώνει τις πολιτικές δυνάμεις της ΝΔ ενεργοποιώντας το αντί ΣΥΡΙΖΑ μέτωπο που τον τελευταίο καιρό δείχνει να αποδυναμώνεται, επισείοντας τον κίνδυνο συνεργασίας του ΣΥΡΙΖΑ με το ΠΑΣΟΚ.
Τρίτον, συγκρατεί τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ, υπενθυμίζοντας έμμεσα τη συνεργασία Σαμαρά - Βενιζέλου με τα τόσα αντιλαϊκά μέτρα, ενεργοποιώντας τα αντί δεξιά συναισθήματα πολλών κεντροαριστερών ψηφοφόρων.
Μπροστά σε αυτές τις τακτικές η νέα ηγεσία του ΠΑΣΟΚ οφείλει να ενεργήσει άμεσα, δυναμικά, αλλά και αποτελεσματικά. Άμεσα επειδή ο υπολειπόμενος μέχρι τις επόμενες βουλευτικές εκλογές χρόνος είναι πολύ περιορισμένος και δεν επιτρέπει καθυστερήσεις και πισωγυρίσματα. Δυναμικά με δράσεις εντός και εκτός Κοινοβουλίου, σε συμπαράταξη με το λαϊκό κίνημα και τις δίκαιες διεκδικήσεις του. Τέλος, πρέπει να ενεργήσει αποτελεσματικά, με άρθρωση σοβαρού πολιτικού λόγου που θα δημιουργεί προσδοκίες και όραμα στον Ελληνικό λαό για ένα καλύτερο αύριο. Μία νέα διακήρυξη θα μπορούσε ίσως να αποτελέσει τον θεμέλιο λίθο της δημιουργίας του νέου και μεγάλου ΠΑΣΟΚ. Ένα ΠΑΣΟΚ που δεν το ενδιαφέρουν οι αποστάσεις από τα άλλα κόμματα, αλλά το ενδιαφέρει μόνο το ύψος του δικού του οικοδομήματος.