Ζήσαμε για να το δούμε κι αυτό. Στην εποχή της ευτέλειας και του εξευτελισμού των πάντων, το είδαμε κι αυτό. Στην εποχή του “θριάμβου” της σύγχρονης τεχνολογίας και των ποικίλων επιτευγμάτων της, τα οποία έκαναν απλούστερη κι ευκολότερη τη ζωή μας, αυτό είναι αλήθεια, το είδαμε κι αυτό. Αφού υιοθετήσαμε κι αφομοιώσαμε άκριτα και αδιαμαρτύρητα αυτά τα “προϊόντα”, επαναπαυτήκαμε στις δάφνες μας και καθίσαμε στον “θρόνο” μας, μη βλέποντας τι ακριβώς συμβαίνει γύρω μας. Μπορεί να είμαστε άδικοι, λίγο υπερβολικοί, ακόμη και δυσπροσάρμοστοι ή αθεράπευτα ρομαντικοί, ένα όμως, κατά την ταπεινή μας γνώμη, είναι βέβαιο: από τη στιγμή που αποκτήσαμε αυτού του είδους τα “υλικά” αγαθά, δεν γίναμε και καλύτεροι άνθρωποι.
Δυστυχώς, τα τελευταία αυτά χρόνια, μάλλον δεκαετίες, όλο και λιγοστεύουν αυτοί που κρατούν ακόμη μέσα τους εκείνα που πήραν από τους προγόνους τους, όπως είναι ο καλώς εννοούμενος ρομαντισμός, ο έμπρακτος σεβασμός του ενός προς τον άλλον, η συστολή, οι ηθικές αναστολές, η αλληλοεκτίμηση, η αλληλεγγύη, το πολυδιαφημισμένο ελληνικό φιλότιμο και τόσα άλλα.
“Έκλεψαν καμπάνα του 1906 από ναό της Νέας Λεύκης. Την είχαν τοποθετήσει πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία”, διαβάσαμε στην εφημερίδα «Ελευθερία» της Τρίτης, 1 Φεβρουαρίου 2022. Ένα μικρό σχετικώς χωριό, το χωριό μου, η Νέα Λεύκη, 13,5 μόλις χιλιόμετρα από τη Λάρισα, που το ίδρυσαν Έλληνες πρόσφυγες μιας μεγάλης περιοχής της Βόρειας Θράκης, της Ανατολικής Ρωμυλίας, έπεσε “θύμα” ύστερα από 115 χρόνια, δυστυχώς, από Ελληνες αυτήν τη φορά ασυνείδητους πλιατσικολόγους...
Η καμπάνα αυτή του χωριού δεν θα ξαναηχήσει πια, θα καταλήξει σε κάποιο χυτήριο για να γίνει ένα κομμάτι μέταλλο χωρίς φωνή, χωρίς προσωπικότητα. Μια καμπάνα που χτυπούσε στις ψυχές των ανθρώπων για να τους θυμίζει διαρκώς ο ήχος της πως πρέπει να ριζώσουν μονιασμένοι όλοι τους, εδώ, στην καινούργια ευλογημένη γη τους. Αυτή η καμπάνα ήταν το ρολόι τους, ήταν ο σφυγμός τους. Μ’ αυτήν ξυπνούσαν το πρωί για το χωράφι, μ’ αυτήν επέστρεφαν το απόγευμα με το σούρουπο ύστερα από την κούραση της μέρας, μ’ αυτή μιλούσαν στη γλώσσα τους, όταν ηχούσε χαρμόσυνα ή λυπητερά...
Η εκτεταμένη αυτή περιοχή της Βόρειας Θράκης με τον ελληνικό κυρίως πληθυσμό της, αποτελούσε επαρχία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την οποία κατέλαβαν οι Οθωμανοί λίγο πριν την άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ως οντότητα πλέον το 1878, με τη Συμφωνία του Αγίου Στεφάνου, έγινε αυτόνομη περιοχή και της έδωσαν το όνομα Ανατολική Ρωμυλία, από το τουρκικό Ρουμ-λί (χώρα των Ρωμιών). Το 1885 όμως, οι Βούλγαροι εθνικιστές με πραξικοπηματικό τρόπο κατάργησαν την αυτονομία της και την προσάρτησαν στο βουλγαρικό κράτος. Ήταν η αρχή των διωγμών. Για τα επόμενα 21 χρόνια οι Έλληνες υπέφεραν τα πάνδεινα. Εκβουλγαρισμοί, βιαιοπραγίες, λεηλασίες, κλείσιμο σχολείων κι εκκλησιών, κατασχέσεις περιουσιών, επίσημη καθιέρωση της βουλγαρικής γλώσσας, εκδίωξη Ελλήνων μητροπολιτών. Ο Ανατολικορωμυλιώτης από τον Πύργο, ποιητής Κ. Βάρναλης γράφει για τους διωγμούς των Ελλήνων στα “Φιλολογικά Απομνημονεύματά’’ του: “Ταραχές ξέσπασαν στη Φιλιππούπολη. Οι εκκλησίες, τα σχολεία, τα φημισμένα Ζαρίφεια, άλλαξαν σε μια μέρα χέρια. Ύστερα ήρθε η σειρά του Πύργου (Μπουργκάς). Θυμούμαι πως ανακατεύτηκα μέσα στο πλήθος και είδα με φριχτό σπαραγμό να μπαίνει το μανιασμένο πλήθος μέσα στα σχολεία και να πετάνε έξω στον δρόμο θρανία, χάρτες, βιβλία. Είδα να μπαίνουν στην εκκλησία και να βάφουνε με κόκκινη μπογιά όλες τις ελληνικές επιγραφές. Ύστερα η Αγχίαλος...”.
Με το πρώτο κύμα του 1906 εκδιώχθηκαν 37.000 Έλληνες...