Θυμάμαι πέρυσι τα φουντουκί μάτια του Αχιλλέα, όταν φωτίζονταν από τη λάμψη του τζακιού. Ο Αχιλλέας έβαζε ξύλα στο τζάκι και καμάρωνε που άναβαν αμέσως. Οι κόκκινες φλόγες φώτιζαν το όμορφο πρόσωπό του μ’ εκείνο το χαμόγελό του, που μ’ έκανε ευτυχισμένη κι εκείνος όλο με πείραζε, που δεν μπορούσα να σηκώσω τα μεγάλα κούτσουρα να τα ρίξω στο τζάκι κι όλο με βοηθούσε.
Τα όμορφα δάχτυλά του χάιδευαν το αγαπημένο του σκυλί τον Έκτορα, που όλο χοροπηδούσε. Έξω έκανε κρύο πολύ κι εγώ μέσα στο σπίτι είχα ζέστη στην ψυχή μου. Είχα πάρει τούρτα Χριστουγιεννιάτικη και με πείραζε ο Αχιλλέας, που όλο πήγαινα και τη δοκίμαζα και όλο έβλεπε ο Αχιλλέας πως όλο και κάτι ακόμη έλειπε από την τούρτα και γέλαγε.
Ήταν Χριστούγεννα ευτυχισμένα πέρυσι. Φέτος έχω να πω στους γονείς να χαίρονται τα παιδιά τους. Αν έχετε γιους πέστε τους ότι είναι λεβέντες. Ίσως να φύγουν ξαφνικά και να μην προλάβετε. Γεμίστε τους όσο γίνεται, την ψυχή τους με ευτυχία. Ακούστε μαζί τους τον ήχο της βροχής, του αέρα και της καρδιάς τους. Προπάντων, δώστε τους φιλιά, πολλά φιλιά, κάθε μέρα περισσότερα από τα στολίδια του δέντρου.
Λάμπουν πάλι οι δρόμοι, οι βιτρίνες, οι βεράντες με λαμπιόνια και οι άνθρωποι γιορτάζουν πάλι. Ακούω τα χαχανητά και τα χριστουγεννιάτικα τραγούδια. Όταν κρατάει η ψυχή, να τραγουδάμε μην το αφήνουμε. Την άλλη στιγμή δεν ξέρουμε τι θα γίνει.
Φέτος πάλι ένας Χριστός γεννιέται για μας. Γονατίζω. Θεέ μου. Προσεύχομαι. Έξω φυσάει. Πάγωσε ο καιρός. Τρέμει η καρδιά. Κοιτάζω τον Ουρανό. Προσπαθούν τα χείλη μου να σχηματίσουν τα κάλαντα, με την ευχή να τραγουδήσω με τον Αχιλλέα πάλι, γιατί ζει…
Είναι γιορτές λαμπερές. Μην ξεχάσετε να δώσετε στους αγαπημένους σας αγάπη, είναι ό,τι χρειάζεται η ψυχή, που μπορεί να φτάσει μέχρι το Άστρο της Βηθλεέμ και το άρμα του Άι Βασίλη.