Το νερό είναι ένα πολύτιμο αγαθό, που δεν είναι ανεξάντλητο και χωρίς αυτό δεν μπορεί να υπάρχει ζωή. Πριν μερικές δεκαετίες κυλούσε άφθονο και γάργαρο στις πηγές, στα ρυάκια, στις ρεματιές και στα ποτάμια, ακόμη, ή μπορούσε να αντληθεί, πολύ εύκολα, απ’ τα σπλάχνα της γης, αφού ο υδροφόρος ορίζοντας άγγιζε την επιφάνειά της. Η αλόγιστη, όμως, σπατάλη εκ μέρους μας και η ρύπανση έχουν δημιουργήσει πληθώρα προβλημάτων, που δημιουργούν πονοκέφαλο σε νοικοκυριά και κυβερνήσεις. Και επειδή ορισμένοι επώνυμοι Λαρισαίοι ανησυχούν, ιδιαίτερα, για την επάρκειά του και “μπράβο” τους, ενώ η γενιά μου, η γενιά του ‘50, έζησε τα παιδικά της χρόνια χρησιμοποιώντας, κατ’ ανάγκη, ελάχιστο νερό, θα μεταφερθώ, νοερά, στο χθες και θα θυμίσω, εν συντομία, τον τρόπο χρήσης του στην επαρχία.
Θεωρώ, όμως, σκόπιμο και χρήσιμο να υπενθυμίσω, προηγουμένως, ότι το ηλεκτρικό ρεύμα, τότε, και ό,τι αυτό συνεπάγεται, ήταν, ακόμη, ζητούμενο, οπότε για θέρμανση και μαγείρεμα χρησιμοποιούνταν μόνο τα ξύλα στο τζάκι και για φωτισμό το πετρέλαιο, και αυτό ανεπαρκές, στις λάμπες με το γυαλί και τα φαναράκια. Γι’ αυτό και οι νύχτες, ειδικά του χειμώνα, φάνταζαν πολύ μεγάλες, ενώ τα μάλλινα ρούχα και τσουράπια, καθώς και τα στρωσίδια αφθονούσαν, προκειμένου ν’ αντιμετωπίζεται το τσουχτερό κρύο και ο παγετός. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, καλούνταν οι άνθρωποι ν’ αντιμετωπίσουν τις ανάγκες για πόσιμο νερό, αλλά και για πότισμα ζώων και φυτών.
Το πόσιμο, αφ’ ενός, αλλά και για άλλες χρήσεις νερό, επειδή έλειπαν τα μηχανικά μέσα, εξασφαλίζονταν, συνήθως, από παρακείμενες πηγές με πρόχειρους αγωγούς, οι οποίοι κατέληγαν σε βρύσες με τρεχούμενο νερό, φτιαγμένες σε σταυροδρόμια ή σε θέσεις, που βόλευαν τους κατοίκους για τη μεταφορά του με διάφορα δοχεία. Σημειωτέον, ότι για το πλύσιμο προσώπου, χεριών και πιατικών αρκούσε ένα μικρό πλυσταριό χωρίς αποχέτευση και ένας μικρός νιπτήρας για τις ανάγκες των μελών ολόκληρης της οικογένειας. Αυτός, άλλωστε, ήταν και ο βασικός λόγος, για τον οποίο τα αποχωρητήρια κατασκευάζονταν έξω και μακριά απ’ τα σπίτια. Για σωματική καθαριότητα, αν εξαιρέσουμε το μπανιάρισμα των παιδιών σε ξύλινη ή μεταλλική σκάφη, δεν υπήρχε καμιά μέριμνα παρά μόνο αυτοσχέδιος τρόπος πλυσίματος με ελάχιστο νερό, ενώ η μπουγάδα, όταν ο καιρός το επέτρεπε, γίνονταν σε κοντινές ρεματιές. Έτσι, με ελάχιστο νερό γίνονταν τόσα πολλά.
Το νερό για πότισμα, αφ’ ετέρου, οι αγρότες το έβρισκαν άφθονο σε ρεματιές και χαντάκια, εφόσον αυτά βρίσκονταν πολύ κοντά στα κτήματά τους, ποτίζοντας με φυσική ροή, αλλά δεν ήταν εξασφαλισμένο για ολόκληρο το καλοκαίρι. Γι’ αυτό και αποφεύγονταν οι ποτιστικές καλλιέργειες και προτιμούνταν οι ξερικές με αποτέλεσμα τη μειωμένη παραγωγή. Πέραν τούτου, πολλές εκτάσεις παρέμεναν ανεκμετάλλευτες, επειδή ήταν ρεβένια ή ελώδεις, αφού τα αποστραγγιστικά έργα και ο αναδασμός ήταν, ακόμη, στα σπάργανα ή ήταν ανεπιθύμητος για διάφορους λόγους, που δεν είναι του παρόντος. Κάποιοι γεωργοί, βέβαια, την ανάγκην επιθυμία ποιούμενοι, συνεργάζονταν και κατασκεύαζαν μόνοι τους μικρά κανάλια μεταφοράς νερού και πότιζαν μ’ αυτό ορισμένα κτήματά τους. Κάποιοι άλλοι, πάλι, χρησιμοποιούσαν πετρελαιοκίνητες μηχανές και σωλήνες αντλώντας και μεταφέροντας νερό από ρέματα, χαντάκια ή κοντινά ποτάμια. Αποτελούσαν, όμως, μειοψηφία.
Κάποια στιγμή και προς το τέλος της δεκαετίας του ‘60, έφθασε το ηλεκτρικό ρεύμα και στην επαρχία, ενώ τα μηχανικά μέσα πολλαπλασιάστηκαν, οπότε άρχισαν, σιγά σιγά, όλα ν’ αλλάζουν. Έτσι, το πόσιμο νερό πλημμύρισε τα σπίτια με πολυδάπανα έργα ύδρευσης, αλλά και άρδευσης, που βελτίωσαν τις συνθήκες ζωής των πολιτών και την παραγωγή των αγροτών. Και επειδή τα επιφανειακά νερά στους κάμπους άρχισαν, με την πάροδο του χρόνου, να λιγοστεύουν και να μην επαρκούν, ανακαλύφθηκαν τα υπόγεια και οι ηλεκτροκίνητες μηχανές άντλησης νερού απ’ τα σωθικά της γης με τα γνωστά αποτελέσματα, που οδήγησαν σε αδιέξοδα.
Συμβάλλουν σ’ αυτά και η υπερκατανάλωση νερού στα νοικοκυριά, αλλά και οι ξεπερασμένες πρακτικές ποτίσματος των καλλιεργειών, για τις οποίες καταναλώνεται πολύ περισσότερο νερό απ’ αυτό, που χρειάζονται τα φυτά, για να αναπτυχθούν και να αυξήσουν την παραγωγή τους, χωρίς να ξεχνάμε τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής στον πλανήτη μας. Ως εκ τούτου, για να αντιμετωπισθεί η λειψυδρία, καλό είναι όχι μόνο να βρούμε τρόπους μεταφοράς νερού από περιοχή σε περιοχή, αλλά να κάνουμε, συλλογικά, και ο καθένας μας, ξεχωριστά, ό,τι μπορούμε, προκειμένου να εξοικονομείται νερό αποφεύγοντας τη σπατάλη. Διαφορετικά, η κατάσταση θα χειροτερέψει και δεν ξέρουμε, πού θα καταλήξει.