Πρωί Κυριακής και το χωριό είναι τοπίο στην ομίχλη. Μοιάζει σαν να μην έχει ξυπνήσει ακόμη, να εξακολουθεί να κοιμάται μέσα στο χθεσινοβραδινό του όνειρο. Θαρρώ πως αν ανοίξω την πόρτα δεν θα υπάρχει βαρύτητα και θα αρχίσω να περπατάω πάνω στα σύννεφα όπως ο πρώτος αστροναύτης στο διάστημα, χωρίς στολή, χωρίς σκάφανδρο, με τη ρόμπα και τις παντόφλες, περιπατητής σε έναν πεσμένο ουρανό...
Τα κίτρινα και τα καφετιά χρώματα των φύλλων του Νοέμβρη θαμπώνουν, σαν να τα έχεις στολίσει με την «αράχνη» που βάζαμε παιδιά στο χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Αν είχε μυρωδιά ο Νοέμβρης στα μέρη μας θα ήταν αυτή του φρέσκου λαδιού...
Είναι η εποχή που οι εγκυμονούσες ελιές γενούν σαν παιδιά τους καρπούς τους πάνω στα απλωμένα σαν σεντόνια πανιά, κάτω από τις ρίζες τους και ξαλαφρωμένες κουνάνε χαρούμενες και λεύτερες τα κλαδιά τους στην πρώτη πνοή του αγέρα. Αυτήν την εποχή δεν έχει καθημερινή κι αργία. Η δουλειά αρχίζει και πάει σερί μέχρι να τελειώσει. Μονάχα η βροχή τη σταματά. Το πρωί βλέπεις στη σειρά αγροτικά αλλά κι επιβατικά αυτοκίνητα φορτωμένα με σκάλες, πανιά και τελάρα, έξω από τον φούρνο. Άνθρωποι με παλιά ρούχα σε χρώματα με τρελούς συνδυασμούς και παντελόνια χωμένα μέσα στις γαλότσες παίρνουν ψωμί και πίτες για το χωράφι. Ανταλλάσσουν στα πεταχτά μια καλημέρα και φεύγουν.
Το πρωί όλα έχουν μια φρεσκάδα, ακόμη και στην ομίχλη και στη συννεφιά. Με το που πατάς στο χώμα αν δεν φοράς μπότες σε ένα τέταρτο τα παπούτσια κι οι κάλτσες σου θα έχουν γίνει μούσκεμα από την πρωινή δροσιά που κάθεται στα χορτάρια. Η υγρασία σου τρυπάει τα κόκκαλα. Αρχίζει το στρώσιμο των πανιών κάτω από το δέντρο, αφού κόψεις τα «λαίμαργα» και τα παράρριζα που εμποδίζουν το στρώσιμο του πανιού.
Αν δεν προνοήσεις να βάλεις «κλαρούδια» κάτω από το πανί στις άκρες για να μη σου πάρουν οι ελιές τον κατήφορο θα τις ψάχνεις. Αυτές ήταν οι βασικές γνώσεις που αποκόμισα τον πρώτο χρόνο που εντάχθηκα κι εγώ στο εργατικό δυναμικό της οικογένειας κι άρχισα την καριέρα μου στο λιομάζωμα... Μετά μου μίλησαν για το «άρμεγμα», δηλαδή την κίνηση που κάνεις πιάνοντας το κλαδί στην παλάμη σου και κατεβάζεις από πάνω προς τα κάτω τον καρπό που πέφτει πάνω στο πανί σαν βροχή. Κάτι χοντρές ελιές τις μαζεύαμε χωριστά με το τενεκεδάκι το τσίγκινο που είχε το λουρί με το οποίο το κρέμαγες στον λαιμό, γιατί ήταν για «αλάτισμα», δηλαδή θα γίνονταν επιτραπέζιες, σκιστές, τσακιστές ή πλακωτές κάτω από την πέτρα. Αυτές είναι που θα συνοδεύσουν στο τραπέζι τα όσπρια του χειμώνα και όλες τις σαλάτες.
Το πρωί τα φύλλα είναι σκληρά, το σώμα δύσκαμπτο. Όσο προχωρά η μέρα όμως θαρρείς πως ζωντανεύουν τα χωράφια κι ακούς φωνές και γέλια από παντού. Ένα αλυσοπρίονο μπορεί να κάνει μια παραφωνία και να κάνει τα πουλιά να σωπάσουν για λίγο. Οι πιο ικανοί ανεβαίνουν στις σκάλες και οι ακόμα τολμηρότεροι από κλαδί σε κλαδί φτάνουν μέχρι την κορυφή του δέντρου. Μικρές εκπλήξεις παντού... Στη ρίζα κελύφη από γλεντζέδες τζίτζικες που άφησαν την τελευταία πνοή τους πάνω σε ένα καινούργιο τραγούδι, πάνω σε ένα κλαδί μια περίτεχνη φωλιά, πιο πέρα ένα άδειο καβούκι χελώνας...
Όταν ο ήλιος ανεβαίνει ψηλά, η ατμόσφαιρα καθαρίζει και σ’ αφήνει να θαυμάσεις τη φύση από άκρη σ’ άκρη με τις ελιές αραδιασμένες να φτιάχνουν ένα ασημοπράσινο πέλαγο. Ο ουρανός καταγάλανος πανηγυρίζει τη δόξα του και τα ρούχα αρχίζουν να αφαιρούνται από τα ιδρωμένα σώματα. Η δουλειά συνεχίζεται με τον ίδιο ρυθμό, αν και πάντα υπάρχει σε κάθε οικογένεια κάποιος που ψιλολουφάρει, μέχρι να έρθει η ώρα του φαγητού, που είναι μια μικρή γιορτή... αν εξαιρέσεις ότι πρέπει γρήγορα να σηκωθείς και να συνεχίσεις τη δουλειά μέχρι αργά το απόγευμα.
Όταν τελειώσει όλη η διαδικασία και συγκεντρωθεί όλος ο καρπός γίνεται η παράδοση των τελάρων στο ελαιοτριβείο. Απ’ έξω χαμός από αυτοκίνητα και μόλις μπαίνεις μέσα σε παίρνει από τα μούτρα μια βαριά μυρωδιά λαδιού, τα μάτια θέλουν τον χρόνο τους να προσαρμοστούν στον μεγάλο σκοτεινό χώρο για να αρχίσουν να διακρίνουν τις ατέλειωτες ντάνες με τα τελάρα και τα δοχεία συλλογής του λαδιού που έχουν τις ετικέτες των ιδιοκτητών τους, να βάλεις και συ τα δικά σου εκεί που θα σου υποδείξουν για να έρθει εκείνη η ωραία ώρα που θα σε ειδοποιήσουν να παραλάβεις το λάδι. Πολλές φορές είναι ζεστό ακόμη κι έχει ένα πηχτό σκούρο χρώμα μέχρι να κάτσει, να καθαρίσει και να πάρει το χρυσοκίτρινό του.
Για μας η γιορτή της παραλαβής του φρέσκου λαδιού συνεπάγονταν μάζωξη της οικογένειας για καφέ το απόγευμα και κατανάλωση βουνών λουκουμάδων με μέλι και κανέλα, που είχαν τηγανιστεί σ’ αυτό. Αυτή η ώρα της χαράς καθώς κι η ευχαρίστηση πως κάθε μέρα στο φαγητό σου έχεις ένα αγνό δώρο της φύσης σε κάνει να ξεχνάς τον κόπο και τις δυσκολίες και κάθε χρόνο είσαι ξανά στο χωράφι για να ζήσεις αυτό το μικρό θαύμα.