απομακρυνθείς καλύτερα από την πληρότητα που εξέπεμπε και που σπανίως σου άφηνε ρωγμές για να περάσεις.
Δεν υποστηρίζω ότι ήταν εγωκεντρικός, μάλλον έγερνε προς τον μοναχικό, αλλά η ρίζα μέσα του δεν είχε βρει το χώμα της, αλλά κάτι από τον άνεμο που πάει και τη φέρνει. Αυτό το αερικό, μεταξύ γης και ουρανού, δεν χωρούσε πουθενά. Και δεν γνωρίζω, αν ήθελε κι αυτός να χωρέσει έστω σε κάτι, στο κάπου, στο ελάχιστο. Ανυπόδητος ήρθε, ανυπόδητος έφυγε. Κρεμόταν από τον εαυτό του και έπεφτε πάνω στους άλλους σαν τυφώνας που κατέστρεφε χτίζοντας. Ολόκληρος φωτισμένος από ύπαρξη, ήταν πέρα από τις μέριμνες της επιβίωσης, γι’ αυτό ξένος, απόμακρος, έκθετος. Το χιούμορ του γλυκόπικρο, όπως είναι η γεύση της ζωής, άλλοτε με τις χαρές της κι άλλοτε με τις λύπες της.
Ναι, με τον Γιώργο Κακουλίδη που έφυγε πριν λίγες μέρες σε ηλικία 65 ετών, μας συνέδεε μία σχέση τουλάχιστον τριάντα χρόνων και βάλε. Αυτός επέλεξε να αυτοπροσδιοριστεί ως ποιητής, κουβαλώντας ως αρνητικό βάρος το φάντασμα του πατέρα, του εικαστικού Δημήτρη Κακουλίδη, και το φάσμα της μητέρας που σκοτώθηκε σε νεαρή ηλικία σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα -το τελευταίο τον κατάτρυχε σ’ όλη του τη ζωή.
Ανήκε σε μία άλλη εποχή, των περιπατητών της πόλης των Αθηνών, των φλανέρ και των αποσυνάγωγων. Δεν εργάστηκε ποτέ στον ενήλικο βίο του, εκτός κι αν η ποίηση είναι ένας τρόπος του ζην στα όρια της ανιδιοτέλειας. Και μ’ αυτήν πορεύτηκε ο Γιώργος Κακουλίδης, αρχής γενομένης, το 1979, με την ποιητική συλλογή «Λίμπερτυ», στην οποία μετάγγισε την εμπειρία του ως ναυτόπαις-πρώτη και τελευταία του συντεταγμένη εργασία.
Δεν γνωρίζω πώς μπορείς να γράψεις για έναν πεθαμένο. Δεν καταλαβαίνω πώς ο λόγος μπορεί να αποτυπώσει τη ζωντανή παρουσία. Πάντως ο εκλιπών ποιητής αισθανόταν ότι ήταν νεκρός εν ζωή κι αυτήν την αίσθηση την απορρόφησε όλη η ποίησή του, άτακτη, ασύνταχτη, εξωφρενική, παραληρηματική. Μείγμα χριστιανίζουσας απολύτρωσης και ανεκπλήρωτης λύτρωσης, έσκαψε τον τάφο του με τα ίδια του τα ποιήματα. Και οι πίνακές του; Ήταν η συνέχεια των εσωτερικών εικόνων που δεν έγιναν λόγος, αλλά σχήματα, σχέδια, χρώματα των φαντασμάτων. Ναι, κάτι το φαντασμαγορικό αλώνει τις φυσιογνωμίες των πινάκων τους, λες κι είναι ανεβασμένες στη σκηνή του εφιάλτη μετά φόβου και τρόμου.
Βασίλης Κ. Καλαμαράς