Πιο συγκεκριμένα:
Ερώτηση «ΕτΔ»:
Ποια είναι η θέση σας για το ΥΗΕ Μεσοχώρας - Γλύστρας της ΔΕΗ, που την περίοδο αυτή η (νέα) περιβαλλοντική αδειοδότηση βρίσκεται σε δημόσια διαβούλευση;
Απάντηση:
Το Υδροηλεκτρικό Έργο (ΥΗΕ) Μεσοχώρας βρίσκεται στον άνω ρου του ποταμού Αχελώου, κοντά στο χωριό Μεσοχώρα, είναι υδροενεργειακό και μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα και ανεξάρτητα από την εκτροπή ή όχι του Αχελώου προς τη Θεσσαλική πεδιάδα.
Αποτελείται από:
Ι. Το Φράγμα Μεσοχώρας (Ύψος 150 μ. - Μήκος 240 μ. - Χωρητικότητα: 228 εκατ. κ.μ. νερού).
ΙΙ. Τη Σήραγγα Προσαγωγής (Μήκος 7,4 χιλιόμετρα - Κυκλική διατομή 6,3 μ.) και
ΙΙΙ. Τον Υδροηλεκτρικό Σταθμό Γλύστρας (2 στρόβιλοι FRANCIS 90 MW - Ετήσια παραγωγή ενέργειας 384 GWh).
Η κατασκευή του άρχισε το 1986 και ουσιαστικά περατώθηκε τον Απρίλιο του 2001.
Το ΥΗΕ Μεσοχώρας βρίσκεται διαρκώς στην επικαιρότητα -πολλές φορές με αρνητικό τρόπο- εδώ και τέσσερις δεκαετίες.
Η διαβούλευση, που βρίσκεται σε εξέλιξη, σχετικά με την υπό έγκριση Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) του έργου, αυτήν τη φορά ελπίζουμε να είναι και η τελευταία.
Θα υπενθυμίσουμε ότι το νερό αποτελεί, μεταξύ άλλων, την πιο χρήσιμη Ανανεώσιμη Πηγή Ενέργειας (ΑΠΕ) και η ΥΗ Ενέργεια καθοριστικό παράγοντα στη σταθερότητα του ενεργειακού μας συστήματος.
Το ΥΗΕ Μεσοχώρας παραμένει σε εγκατάλειψη (ολοκληρωμένο σχεδόν από το 2001), προσπαθώντας έκτοτε να ξεπεράσει τα εμπόδια που επίμονα κάποιοι θέτουν στον δρόμο του. Η σημαντική καθυστέρηση στην ολοκλήρωση των εργασιών και την έναρξη λειτουργίας του ΥΗΕ Μεσοχώρας οφείλεται βασικά στην εμπλοκή της (έως τα μέσα δεκ. 1990) με τις διαμάχες για τα έργα εκτροπής Αχελώου, που την οδήγησαν σε μεγάλες καθυστερήσεις, δημιουργώντας παράλληλα συγχύσεις και απογοήτευση στην κοινή γνώμη.
Παράλληλα, όλες οι κυβερνήσεις από το 2000 και μετά, προσπάθησαν να περιορίσουν τη διείσδυση της ΥΗ ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα της χώρας. Ας σημειωθεί ότι από το 1999 κανένα νέο ΥΗ έργο δεν έχει ενταχθεί στο ενεργειακό μας σύστημα, ενώ την ίδια περίοδο συμφωνήθηκε η αθρόα εισαγωγή φυσικού αερίου, που συνεισφέρει πλέον το 25% της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα μας, μέσα από μεγάλες ιδιωτικές επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν.
Είναι προφανές ότι ακόμη και η καθυστέρηση λειτουργίας των εν εξελίξει ΥΗ έργων, όπως Μεσοχώρας και Συκιάς, κατά μείζονα λόγο η ακύρωσή τους, αντικειμενικά, θα εξυπηρετούσε κάποια από αυτά τα συμφέροντα.
Σε ό,τι αφορά στις αποφάσεις του ΣτΕ, αυτές για πολλά χρόνια αποτέλεσαν το βασικό εργαλείο παρεμπόδισης της έναρξης λειτουργίας του ΥΗΕ Μεσοχώρας. Και όπως αναφέρουν οι συντάκτες της τωρινής ΜΠΕ, «βασικές παραδοχές των δικαστών (του ΣτΕ) ...δεν συσχετίστηκαν με τα πραγματικά δεδομένα της υπόθεσης» και ότι «Διαφαίνεται.... ότι ουσιαστικά και τυπικά, το ΣτΕ κινήθηκε εκτός (σημ. η υπογράμμιση δική μας) των ορίων της Ελληνικής νομοθεσίας και του θεσμού των ΜΠΕ και επέβαλλε σκέψεις θεωρητικού περιεχομένου...».
Οι ακυρωτικές αποφάσεις του έργου Μεσοχώρας επέβαλαν και διακοπή εργασιών (!), επιτρέποντας να σκεφθούμε ότι πιθανώς επρόκειτο για πολιτικές (επί της ουσίας) αποφάσεις. Όλα αυτά επέφεραν πολλά χρόνια στασιμότητας και πολύ μεγάλες οικονομικές επιπτώσεις -μεταξύ άλλων- και στη ΔΕΗ, οι οποίες υπολογίζονται σε 30 εκατ. ευρώ ετησίως (!), συμβάλλοντας (αντικειμενικά) στην απαξίωση και αποδυνάμωση αυτού του ενεργειακού κολοσσού.
Τελικά, το 2014, το ΣτΕ με την υπ’ αριθμ. 26 απόφασή του, αναγνώρισε ότι η Μεσοχώρα είναι έργο ανεξάρτητο από τα λοιπά έργα εκτροπής Αχελώου, ανοίγοντας τον δρόμο για τη νέα αδειοδότηση του έργου, κάτι που κατέστη δυνατόν το ...2017!
Είναι προφανές ότι στον πόλεμο κατά της Μεσοχώρας, ώστε το ΥΗ συγκρότημα Μεσοχώρας - Γλύστρας ΝΑ ΜΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕΙ, ή έστω να καθυστερήσει όσο γίνεται περισσότερο, δεν συμμετέχουν μόνο διάφοροι (λίγοι έστω) τοπικοί παράγοντες, κάποιοι (λίγοι) σκοταδιστές της κατεδάφισης και κάποια ανεύθυνα ΜΜΕ που προνομιακά τους προβάλλουν.
Δυστυχώς στον πόλεμο αυτόν φαίνεται ότι ίσως παίζουν ρόλο και άλλοι, θεσμικοί και μη, παράγοντες.
Πιστεύουμε ότι το Περιφερειακό Συμβούλιο θα γνωμοδοτήσει -ομόφωνα ει δυνατόν- θετικά, δίνοντας ένα ισχυρό μήνυμα στην κοινωνία, στην Κυβέρνηση, αλλά και προς κάθε άλλη κατεύθυνση. Αρκετά πλέον με τις αντιπαλότητες, αρκετά με τη δυσπιστία, τις συγχύσεις, τις δικαστικές εμπλοκές, αλλά και το μίσος κατά των έργων που καλλιεργήθηκαν και συντηρήθηκαν τριάντα χρόνια τώρα.
Καιρός να αναπτυχθεί ένα πνεύμα συνεργασίας και συναίνεσης για το κοινό καλό.
Για την ΕΔΥΘΕ:
• Μπαρμπούτης Τάσος, μέλος Δ.Σ. ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/Κ-Δ Θεσσαλίας.
• Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕE/Κεντρικής Ελλάδας.
Οχι άλλη κοροϊδία για Αχελώο
Με βάση τις νέες συνθήκες κλιματικής κρίσης οι αναλύσεις της ΕΔΥΘΕ
Με πολύ ενδιαφέρον διαβάσαμε στην «Ελευθερία της Δευτέρας» (4/10/2021) τις απόψεις που κατέθεσε ο φίλος γεωπόνος Χρίστος Τσαντήλας (ΧΤ) για το υδατικό πρόβλημα της Θεσσαλίας. Παρατηρούμε με ικανοποίηση ότι οι απόψεις του συμβαδίζουν σε γενικές γραμμές με το σκεπτικό των διεκδικήσεων της Επιτροπής μας, ότι πολλές από τις διαπιστώσεις του είναι κοινές και ότι συμμερίζεται τις ίδιες ανησυχίες που και εμείς επανειλημμένα εκφράσαμε δημοσίως.
Ας μας επιτραπούν κάποιες διευκρινήσεις και λίγα ακόμα σχόλια στην τοποθέτηση του ΧΤ.
1. Στην Επιτροπή Διεκδίκησης επίλυσης του Υδατικού προβλήματος της Θεσσαλίας (Ε.Δ.Υ.ΘΕ.) συμμετέχουν, ως γνωστόν, άτομα που δραστηριοποιούνται σε φορείς (επιμελητήρια, επιστημονικά σωματεία, συνεταιρισμούς κ.ά), καθηγητές ΑΕΙ, επιστήμονες – επαγγελματίες, αυτοδιοικητικοί, αγρότες κ.λπ.
Η Ε.Δ.Υ.ΘΕ. είναι εξ ορισμού «ανοιχτή» και ο ρόλος της είναι να αναδεικνύει τα προβλήματα (όπως εξάλλου πολύ συχνά κάνει και ο ΧΤ) και να προβάλει τις λύσεις, είτε αυτές περιέχονται σε αποφάσεις που «δεσμεύουν» τη διοίκηση και τους πολιτικούς (π.χ. Σχέδιο Διαχείρισης Υδάτων – ΣΔΥ), είτε ακόμη βασίζονται σε προτάσεις που επανειλημμένα και τεκμηριωμένα έχουν προκύψει από τον πλούσιο διάλογο που αναπτύχθηκε στη Θεσσαλία (και όχι μόνο) τα τελευταία 40 χρόνια (συνέδρια, ημερίδες, μελέτες ΑΕΙ, υπεύθυνη αρθρογραφία, εκδόσεις κ.ο.κ.). Με βάση όλα αυτά και επειδή το υδατικό - περιβαλλοντικό πρόβλημα «όχι μόνο δεν λύνεται, αλλά συνεχώς επιδεινώνεται», όπως και ο ΧΤ διαπιστώνει, κρίναμε ότι επιβάλλεται ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝΤΩΣ η εφαρμογή των ενδεδειγμένων λύσεων στο ζήτημα αυτό. Επιλέξαμε συνεπώς ένα πλαίσιο ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΩΝ απέναντι στα κέντρα αποφάσεων (Κυβέρνηση, αυτοδιοίκηση, κόμματα κ.λπ.), προσαρμοσμένο στις σημερινές συνθήκες. Η δραστηριοποίησή μας στην κατεύθυνση αυτή θεωρήθηκε αναγκαία δεδομένου ότι (θα συμφωνήσει σε αυτό ο ΧΤ), όσο και εάν αναπτύσσεται ο «οργανωμένος δημόσιος διάλογος», δεν αρκεί από μόνος του, χρειάζεται και πολιτική πίεση με συμμετοχή φορέων και οργανώσεων. Ναι λοιπόν, δεν είμαστε κάποιος «θεσμοθετημένος» φορέας, ούτε διεκδικήσαμε κάτι τέτοιο. Μας κινητοποιεί η αγωνία για τη δραματική κατάσταση στη Θεσσαλία. Πιστεύουμε στον αγώνα που κάνουμε και πρόσωπα σαν το ΧΤ θα ήταν σημαντικό να συνδράμουν στην προσπάθειά μας.
2. Ο ΧΤ εκτιμά ότι «θα πρέπει να αναλύσουμε όλες τις παραμέτρους» που συνθέτουν το υδατικό – περιβαλλοντικό πρόβλημα της Θεσσαλίας.
Αυτή είναι και η δική μας αφετηρία. Γι’ αυτό ακριβώς οι αναλύσεις μας ξεκινάνε από τις νέες συνθήκες που έχουν δημιουργηθεί ή αναμένεται στο μέλλον να προκύψουν λόγω της εξελισσόμενης κλιματικής κρίσης. Με βάση αυτές τις αβεβαιότητες αναδείξαμε ως μείζον πρόβλημα για τη Θεσσαλία την ΑΣΦΑΛΕΙΑ από σοβαρότατους κινδύνους ξηρασίας (αλλά και πλημμυρών) και την τεράστια ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ καταστροφή στα υδάτινα οικοσυστήματα (υπόγεια και επιφανειακά, που πρέπει να αποκατασταθούν), στη διάβρωση των εδαφών, στην αποτροπή της υφαλμύρυνσης κ.ο.κ. Αποδείξαμε επίσης ότι «απάντηση» στα δύο βασικά αυτά θέματα αποτελεί η δημιουργία αποθεμάτων με την ταμίευση επιφανειακών υδάτων στη θεσσαλική περιφέρεια, εξαντλώντας «ΟΛΕΣ ΑΔΙΑΚΡΙΤΩΣ και χωρίς εξαιρέσεις τις δυνατότητες που μας προσφέρονται» στο σκέλος της «προσφοράς» του υδατικού ισοζυγίου ΛΑΠ Πηνειού. Παράλληλα, ως προς τη «ζήτηση», προβάλλουμε με επιμονή την ανάγκη εξοικονόμησης νερού, περιορισμού των καταναλώσεων κ.λπ., επισημαίνοντας όμως ότι αυτό απαιτεί σχέδιο, νέες υποδομές μεταφοράς/διανομής νερού, σύγχρονα συστήματα άρδευσης/νέες τεχνολογίες και φυσικά δεν αρκούν τα ευχολόγια. Εάν δημιουργηθούν οι ταμιευτήρες για τους δύο προαναφερθέντες κυρίαρχους στόχους (ασφάλεια, οικολογική αποκατάσταση), αυτά ως έργα «πολλαπλού σκοπού» θα εξυπηρετήσουν παράλληλα τη γεωργία μέσω των αρδεύσεων (που σήμερα αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα). Ας μη μας διαφεύγει ότι από το ΣΔΥ έχει επιλεγεί η εξυπηρέτηση των αρδευτικών αναγκών 2,5 εκατ. στρεμμάτων. Επίσης στο ΣΔΥ καθορίζονται και πρόσθετες οικολογικές απαιτήσεις για αντιμετώπιση της κατάστασης που έχει δημιουργηθεί (π.χ. επί πολλά χρόνια σημαντικές ποσότητες νερού θα δεσμεύονται για τεχνητό εμπλουτισμό προς αποκατάσταση ελλειμματικών υπόγειων υδροφορέων -συνολικό ύψος ελλείμματος 3 δισ. κ.μ. νερού!), καθιστώντας άκρως αναγκαία την ταμίευση όσο το δυνατόν περισσοτέρων ποσοτήτων νερού.
Τέλος, οι ταμιεύσεις αυτές θα συμβάλλουν σημαντικά και στην ενεργειακή αυτονόμηση της Θεσσαλίας με ΑΠΕ μέσω της λειτουργίας Υδροηλεκτρικών Σταθμών (Μεσοχώρα, Συκιά και άλλους μικρότερους), καθώς και στην πολύτιμη αποθήκευση ενέργειας (σύστημα άντλησης – ταμίευσης) με βάση τον ταμιευτήρα Συκιάς.
3. Ένα ακόμα βασικό ζήτημα που θίγει η σημαντική τοποθέτηση του ΧΤ είναι η «εκτροπή Αχελώου», που κατά την άποψή μας «τέμνεται με όλους τους προαναφερθέντες άξονες επίλυσης του υδατικού.
Αρχίζουμε με μια επισήμανση: Δικαιολογημένα χρησιμοποιείται ο όρος «εκτροπή Αχελώου» (από όσους τον επιλέγουν), δεδομένου ότι αυτός ο όρος επικράτησε κατά την περίοδο έναρξης των σχετικών έργων (μέσα δεκαετίας 1980) και αυτός είναι ο επίσημος τίτλος των έργων σε όλες τις διοικητικές αποφάσεις. Επειδή όμως «εκτροπή» ποταμού στην πράξη δεν υφίσταται, ορθώς κάποιοι επιλέγουν τη χρήση του όρου «μεταφορά» υδάτων που, κατά την άποψή μας, ανταποκρίνεται πλήρως στην τεχνική – επιστημονική ορολογία. Πρακτικά και οι δύο όροι στον διάλογο είναι αποδεκτοί. Όσον αφορά τώρα στον «απλοποιημένο» τρόπο που ο μέσος συμπολίτης μας προσλαμβάνει την υπόθεση των υδάτων της Θεσσαλίας (συμφωνούμε απόλυτα με τον ΧΤ), αυτό δημιουργεί προβλήματα και συχνά άσκοπες τριβές, στοιχεία που εκμεταλλεύονται κάποιοι ανεύθυνοι πολιτικοί για να κρύψουν τις ευθύνες τους για την απαράδεκτη καταστροφική στασιμότητα στο υδατικό πρόβλημα της Θεσσαλίας. Γι’ αυτόν τον λόγο η Ε.Δ.Υ.ΘΕ. ανέλαβε μια πρωτοβουλία να ζητήσει από το πολιτικό σύστημα (Βουλή, Κυβέρνηση, κόμματα, βουλευτές) την οριστική υπέρβαση της εκκρεμότητας των έργων Αχελώου. ΟΧΙ λοιπόν άλλη ανοχή στα υπέρ/κατά της «εκτροπής»! ΑΜΕΣΑ, χωρίς άλλη καθυστέρηση, συζήτηση του θέματος στη Βουλή, ώστε μέσα από δημοκρατικό «θεσμοθετημένο» διάλογο να καταλήξουν επιτέλους είτε στην επικαιροποίηση της αρχικής απόφασης (την οποία εφάρμοζαν όλες οι Κυβερνήσεις από το 1984 έως το 2010) για ΟΛΟΚΛΗΡΩΣΗ των έργων μεταφοράς (Ταμιευτήρας/ΥΗΕ Συκιάς και σήραγγα προς Μουζάκι), είτε να ανατρέψουν την απόφαση αυτήν και να δρομολογήσει η Κυβέρνηση την ΚΑΘΑΙΡΕΣΗ (κατεδάφιση) των έργων, «απελευθέρωση» του μπαζωμένου ποταμού Αχελώου και επαναφορά της φυσιολογικής/οικολογικής λειτουργίας του, με παράλληλη αποκατάσταση του τοπίου της περιοχής.
Άλλη λύση δεν προσφέρεται, ούτε με βάση την τεχνική επιστήμη, ούτε με βάση την οικολογική ευαισθησία, ούτε βεβαίως την πολιτική ηθική. ΟΧΙ άλλη κοροϊδία στους Θεσσαλούς στο ζήτημα αυτό.
Από τον Κώστα Γιαννακό,
πρόεδρο του Γεωπονικού Συλλόγου Λάρισας
Κλιματική αλλαγή και νιτρορύπανση υπόγειων νερών
Η ρύπανση των υπόγειων νερών αποτελεί μια μεγάλη μελλοντική απειλή για τον πλανήτη, καθώς τα αποθέματα νερού περιορίζονται σημαντικά, ενώ η κατανάλωση αυξάνεται διαρκώς. Η σπατάλη του νερού για άρδευση των καλλιεργειών είναι τεράστια και οφείλεται κυρίως στη μη ορθολογική διαχείριση των διαθέσιμων υδατικών πόρων. Αν δεν ληφθούν αποτελεσματικά μέτρα για τη διαχείριση, είναι βέβαιο ότι η επερχόμενη κλιματική αλλαγή θα έχει επιπλέον αρνητικές επιπτώσεις στους υπόγειους υδροφορείς. Στον Θεσσαλικό κάμπο, οι μετρήσεις έδειξαν ότι η πτώση του υδροφόρου ορίζοντα είναι δραματική και τα φαινόμενα ερημοποίησης φαίνεται ότι συνηγορούν στην ανάγκη αποτελεσματικότερης χρήσης του νερού για άρδευση ή στην εξεύρεση άλλων συμπληρωματικών λύσεων (π.χ. μερική εκτροπή του Αχελώου). Η υπουργική απόφαση έγκρισης του Σχεδίου ∆ιαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας, προβλέπει ότι ποσότητα 3 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων νερού που αντλήθηκε τα τελευταία 30 χρόνια πρέπει να “επιστραφεί” σταδιακά στους υπόγειους υδροφορείς!
Οι εκτιμήσεις δείχνουν ότι η κλιματική αλλαγή θα επηρεάσει την κατανομή και το συνολικό ύψος των βροχοπτώσεων, με αποτέλεσμα τη δημιουργία έντονων ξηροθερμικών συνθηκών. Από την προβλεπόμενη αύξηση της ξηρασίας είναι λογικό ότι θα αυξηθούν οι ανάγκες της κατανάλωσης νερού για άρδευση. Προβλέψεις ειδικών υποστηρίζουν ότι θα υπάρχει σημαντική πτώση της υπόγειας στάθμης του νερού και αύξηση της περιεκτικότητας νιτρικών στα νερά, με αποτέλεσμα την επίπτωση στην ανθρώπινη υγεία και στο περιβάλλον.
Τα νιτρικά στα υπόγεια ύδατα προέρχονται κυρίως από ανόργανα λιπάσματα τα οποία περιέχουν άζωτο, κυρίως σε νιτρική μορφή. Έρευνες έχουν δείξει ότι οι καλλιέργειες χρησιμοποιούν μόνο το 40 με 60% του αζώτου των λιπασμάτων που εφαρμόζονται, ενώ 25 με 30% μετακινείται στον υπόγειο υδροφορέα.
Η περιεκτικότητα νιτρικών στα υπόγεια ύδατα είναι ήδη σοβαρό πρόβλημα, ειδικά στις αγροτικές περιοχές στις οποίες γίνεται υπερεκμετάλλευση του υπόγειου υδροφορέα. Πάντως, στο μέλλον η κατάσταση θα χειροτερεύσει, αφού όλα τα σενάρια σε συνθήκες κλιματικής αλλαγής προβλέπουν αυξητικές τάσεις στις συγκεντρώσεις νιτρικών. Στην Ελλάδα έχουν πραγματοποιηθεί λίγες ερευνητικές εργασίες σχετικές με τον υπολογισμό της ποσότητας των νιτρικών που ξεπλύνεται από τα καλλιεργούμενα εδάφη μέσω της άρδευσης ή των βροχοπτώσεων. Σχετικά πρόσφατα πειράματα σε αρδευόμενα εδάφη της Ανατολικής Θεσσαλίας έδειξαν ότι η ποσότητα αζώτου που μετακινήθηκε προς τα υπόγεια νερά ήταν περίπου 2-3 κιλά ανά στρέμμα/έτος. Επιπλέον, υπολογίσθηκε ότι με την αύξηση της ποσότητας νερού άρδευσης κατά 30% η μετακίνηση νιτρικών αυξήθηκε επιπλέον 10%. Για τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα σενάρια κλιματικής αλλαγής προβλέπουν ότι η αύξηση των νιτρικών στα υπόγεια νερά θα διπλασιασθεί μέχρι το 2100, εάν δεν αλλάξουν οι γεωργικές πρακτικές. Για την περιοχή της Μεσογείου, αναμένεται λόγω της κλιματικής αλλαγής, να αυξηθεί στο μέλλον η συχνότητα και η ένταση των ακραίων βροχοπτώσεων, κυρίως τη χειμερινή περίοδο, με αποτέλεσμα οι μεγαλύτερες ποσότητες νερού στράγγισης να αυξήσουν τον κίνδυνο ρύπανσης των υπόγειων υδάτων. Επίσης, οι εκτιμήσεις για τα επίπεδα νιτρορύπανσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την περίοδο 2070–2100 θα κυμανθούν 6,5- 10,5 kg ανά στρέμμα/έτος.
Για να αντιμετωπιστεί η αύξηση των νιτρικών στα υπόγεια νερά λόγω της κλιματικής αλλαγής, πρέπει να ληφθούν μέτρα προκειμένου:
* να εφαρμοστούν γεωργικές πρακτικές ειδικά στις ευαίσθητες στη νιτρορύπανση ζώνες, για τη μείωση του κινδύνου νιτρορύπανσης των υπόγειων νερών,
* να γίνουν αλλαγές στο σύστημα ενίσχυσης των καλλιεργητών (με σύσταση μηχανισμών ελέγχου) οι οποίοι θα εφαρμόζουν αποτελεσματικές πρακτικές για τη μείωση της νιτρορύπανσης.
H χρήση βελτιωμένων ποικιλιών, η αύξηση της αποδοτικότητας νερού με υπόγεια άρδευση καθώς και χρήση λιπασμάτων νέας τεχνολογίας, μπορούν να συμβάλουν στην αυξημένη αποδοτικότητα του αζώτου. Η εφαρμογή νερού άρδευσης σύμφωνα με τις ανάγκες των καλλιεργειών μπορεί επίσης να οδηγήσει σε μείωση της νιτρορύπανσης.
Τελευταία, έχει σημειωθεί μεγάλη πρόοδος στις νέες τεχνολογίες που άρχισαν να εφαρμόζονται στη γεωργία και ειδικά στις αρδεύσεις και τις λιπάνσεις. Ήδη έχει αρχίσει η χρήση αισθητήρων οι οποίοι ανιχνεύουν την περιεκτικότητα θρεπτικών στοιχείων στις καλλιέργειες και επιτρέπουν την εφαρμογή διαφορικής λιπαντικής αγωγής με αποτέλεσμα την εξοικονόμηση λιπασμάτων.
Η εμπειρία και τ’ αποτελέσματα των εργαστηριακών ελέγχων των παραγωγών στο Πρόγραμμα μείωσης της νιτρορύπανσης στη Θεσσαλία έδειξαν ότι η βασική αζωτούχος λίπανση στις καλλιέργειες, μπορεί να μειωθεί μέχρι 50% χωρίς σημαντική μείωση της στρεμματικής απόδοσης στις ετήσιες καλλιέργειες.
Η προστασία των υπόγειων νερών από τη νιτρορύπανση θα καθοριστεί μελλοντικά από τις αλλαγές στις γεωργικές πρακτικές που θα στοχεύουν στη μείωση των νιτρικών. Τέτοιες πρακτικές μπορεί να περιλαμβάνουν την εφαρμογή κωδίκων ορθής γεωργικής πρακτικής με έμφαση κυρίως στην άρδευση, λίπανση, αμειψισπορά, φυτοκάλυψη των γεωργικών εδαφών την περίοδο του χειμώνα για τη μείωση της επιφανειακής απορροής, εγκατάσταση ποικιλιών με αυξημένη αντοχή στην ξηρασία, κ.λπ.
Το πρόβλημα της αντιμετώπισης της νιτρορύπανσης στο πλαίσιο της κλιματικής αλλαγής είναι πολύπλοκο και απαιτείται πολυεπιστημονική προσέγγιση. Χρειάζεται ευρύτερη συνεργασία μεταξύ επιστημονικών κλάδων, απαιτούνται κοινωνικοοικονομικές μελέτες και μελέτες περιβαλλοντικών επιπτώσεων, καθώς και στελέχωση των αρμόδιων υπηρεσιών με εξειδικευμένο επιστημονικό δυναμικό.
Από τον δρα Θεόδωρο Καρυώτη,
γεωπόνο-εδαφολόγο, συντ. τακτικό ερευνητή ΕΛΓΟ “ΔΗΜΗΤΡΑ”, μέλος του Task Force on Reactive Nitrogen - United Nations (ECE)