Στη Σερβία οι ξένοι επενδυτές περιμένουν στην ουρά! Η Αλβανία μετατρέπεται σε τουριστικό παράδεισο προσελκύοντας διεθνή κεφάλαια. Οι οικονομίες χωρών της πρώην Ανατολικής Ευρώπης τρέχουν, ενώ εμείς βλέπουμε την πλάτη και από απόσταση μάλιστα της Πορτογαλίας και Ισπανίας.
Ακόμη, από την Τεχεράνη, την Μπανκ Κονγκ ως τη Δαμασκό, το Τελ Αβίβ, τη Σεούλ και την Κωνσταντινούπολη όπως κι άλλου οι πόλεις αλλάζουν. Μοντέρνα σύγχρονα υψηλά κτίρια αντικαταστούν τις παλιές δομές των πόλεων, ενώ θεαματικές αλλαγές στον χώρο της παραγωγής γεμίζουν τον πλανήτη. Αντίθετα, εμείς συνεχίζουμε να αναπαράγουμε το μικρό και το μέτριο σε πόλεις και στην οικονομία αφού μας τρομάζει το μεγάλο, το σύγχρονο και το επιβλητικό.
Στις ΗΠΑ γίνεται μάχη κινήτρων ανάμεσα στους κυβερνήτες των πολιτειών για την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Στην Τουρκία τον υποψήφιο μεγάλο επενδυτή τον περιμένουν στο αεροδρόμιο ο δήμαρχος της πόλης με τον αντίστοιχο περιφερειάρχη και κάποιο ανώτατο κυβερνητικό στέλεχος, παρέχοντας πλήθος διευκολύνσεων ο καθένας από την πλευρά του.
Η προσφορά, λόγου χάριν, δωρεάν ή φθηνής γης είναι ένα από τα πολλά τους κίνητρα. Επίσης, αλλάζουν χαράξεις δρόμων ή καταργούν δρόμους δίχως χρήση για να ολοκληρωθεί μια επένδυση χωρίς κωλύματα. Εδώ συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Χαράσσονται δρόμοι με ελάχιστη χρησιμότητα, απλά και μόνο γιατί αυτό προβλέπεται, προκαλώντας προβλήματα είτε σε παραγωγικές μονάδες είτε σε τουριστικές εγκαταστάσεις πεντάστερων ξενοδοχείων.
Κι εμείς περιμένουμε επενδύσεις βιώνοντας την αυταπάτη σύμφωνα με την οποία η μείωση των φορολογικών συντελεστών και μόνο θα φέρει τσουνάμι ξένων επιχειρηματιών. Ακόμη και αν οι φορολογικοί συντελεστές μειωθούν στο 5% δεν πρόκειται να γίνουν σοβαρές επενδύσεις στη χώρα, αν δεν διορθωθούν κάποιοι άλλοι σημαντικότεροι ανασταλτικοί παράγοντες που προκαλούν εύλογο φόβο και αποτροπή στους επενδυτές.
To αναποτελεσματικό νομικό πλαίσιο της διαδικασίας αδειοδότησης μιας επένδυσης, τα προβλήματα της χρήσης της γης και η χρονοβόρα δικαστική εμπλοκή σε περιπτώσεις διενέξεων με οικονομικό περιεχόμενο είναι τρεις κύριοι παράγοντες αποτροπής των επενδύσεων. Ουδείς έχει τον χρόνο και την υπομονή να περιμένει πέντε ως δεκαπέντε χρόνια (βλ. Costa Navarino) μια απόφαση δικαστηρίου.
Στα τρία προαναφερθέντα, που συμπληρώνονται και από άλλους 26 βασικούς ανασταλτικούς παράγοντες, η βαθμολογία της χώρας μας είναι από τις χειρότερες σε σύνολο 140 χωρών, σύμφωνα με τους διεθνείς αναλυτές. Η κατάσταση παραμένει διαχρονικά αδιόρθωτη, αφού οι επενδυτικοί νόμοι δεν επιλύουν στην πράξη τα καυτά προβλήματα με σκοπό την προσέλκυση των ξένων και εγχωρίων επενδυτών.
Από την άλλη, η γραφειοκρατία με την ξαδέλφη της, τη διαφθορά, ενισχύονται από την αντιαναπτυξιακή κουλτούρα των μελών της κυβέρνησης, υπαλλήλων των υπουργείων όπως και της τοπικής διοίκησης. Σύμφωνα με το Global Competitiveness Report του 2020 είμαστε σε σύνολο 37 χωρών η 6η πιο διεφθαρμένη χώρα με τον χαμηλότερο δείκτη εμπιστοσύνης των πολιτών προς την κυβέρνησή του.
Υπερπροτάσσονται ως ανασταλτικοί παράγοντες των επενδύσεων τα φορολογικά βάρη. Δεν είμαστε όμως οι φορολογικά «ακριβότεροι» στην Ευρώπη ή τον κόσμο, ενώ κάποιοι «φθηνότεροι» δεν παρουσιάζουν εκπληκτικές επιδόσεις, γιατί απλούστατα δεν πληρούν πολλά άλλα κριτήρια (βλ. Βουλγαρία). Σαφώς οι υψηλοί φόροι και οι οποιεσδήποτε επιβαρύνσεις επιβάλλονται από το κράτος είναι αιτίες μη προσέλκυσης των επενδυτών αλλά η θεραπεία τους από μόνη της, δεν πρόκειται επιφέρει αλλαγές στο επιχειρηματικό κλίμα. Με μελανά χρώματα, πιο μελανά δεν γίνονται, το Global Competiveness Report σκιαγραφεί όλα όσα αναφέρθηκαν.
Τέλος, αναδύεται και ένας νέος ανασταλτικός παράγοντας αναφερόμενος στις περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Πράγματι, οι εν λόγω επιπτώσεις με τις υπερβολικές εκφάνσεις που συχνά τις διακρίνουν θεωρούνται ως αιτίες εκδίωξης βιομηχανικών επενδύσεων σε μη δασικές περιοχές ή σε περιοχές Natura. Η θέση της χώρας στην κλίμακα της διαφθοράς δεν αποκλείει επίσης την υπόθεση της χρήσης του περιβάλλοντος ως μέσου εκβιασμού, με απώτερο στόχο τον χρηματισμό των φορέων εκείνων που εμπλέκονται στην έγκριση μιας επένδυσης.
Κι ενώ σε άλλες χώρες πασχίζει η τοπική και η κεντρική διοίκηση να περιορίσει τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις κάθε ανασταλτικού παράγοντα παίζοντας με σωρεία ελκυστικών κινήτρων και με πολιτικούς που νοιάζονται για τον τόπο τους, στη χώρα μας συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Η χαμηλή βαθμολογία μας διεθνώς ως προς τη δημιουργία φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος αποδεικνύει τα προαναφερθέντα.
Όταν ο υπουργός Ανάπτυξης δεν έχει επαρκή γνώση του αντικειμένου, όσους ξένους υπουργούς και αν προσκαλέσει σε διάφορα συνέδρια για να μεταφέρουν τις εκεί εμπειρίες δεν πρόκειται να εισηγηθεί επαρκείς λύσεις. Και οι όποιες λύσεις δεν έχουν σχέση με τη βελτίωση των υφιστάμενων πρακτικών και ρυθμίσεων. Οι λύσεις εντοπίζονται στην κατεδάφιση του υπάρχοντος συστήματος ρύθμισης των επενδύσεων και στο κτίσιμο ενός νέου εξαρχής. Και εφόσον υπάρχει κενό γνώσεων, οι λύσεις δίνονται από τις σχετικές μελέτες διεθνών οργανισμών, πανεπιστημίων ή από τις βέλτιστες πρακτικές άλλων χωρών αναρτημένες πλέον στο διαδίκτυο.
Μια τελευταία διέξοδος στο κενό γνώσεων δίνεται από τις πληροφορίες και την εμπειρία που μπορούν να μεταφέρουν στα Υπουργεία μας οι Έλληνες μεγάλοι επενδυτές στη βιομηχανία που δραστηριοποιούνται σε πληθώρα χωρών στο εξωτερικό (Βλ. Alumil). Ούτε αυτήν τη γνώση όμως είναι ικανό το Υπουργείο Ανάπτυξης να αξιοποιήσει. Και η χώρα σέρνεται βιώνοντας τις αυταπάτες που θεωρεί βολικές ως αποτρεπτικό παράγοντα στον χώρο των επενδύσεων, ενώ οι άλλες χώρες απαλλαγμένες από τα διάφορα σύνδρομα κάνουν το δικό τους ράλι!
* Ο Δημήτρης Μάρδας είναι καθηγητής Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ, π. αν. υπουργός Οικονομικών και υφυπουργός Εξωτερικών