Ανάμεσά τους και ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Μένουν για λίγο σκεπτικοί. Ακούνε φωνές, ήχους έντονους τραγουδιών. Βλέπουν το πατείς με πατώσε, και τρομάζουν, από το νταβατούρι και φεύγουν. Όχι δεν είναι για μας, σκέπτονται. Πιο κάτω βρίσκουν μια ερημική ακρογιαλιά. «Εδώ θα μείνουμε» λέει ο σύζυγος. Στη θάλασσα άλλα 2-3 ζευγάρια κολυμπούν. Κι αυτοί συνομήλικοί τους. Στήνουν την ομπρέλα τους και απλώνουν όλη την πραμάτεια τους. Ο άντρας ξεντύνεται, αποκαλύπτοντας μια έγχρωμη βερμούδα - μαγιό. Η γυναίκα φοράει ένα ντε-πιες ολίγον παρδαλό. Ανοίκειον της ηλικίας της. Αφού αλείψει κάθε επιφάνεια του σώματός της, με μυρωμένα αντηλιακά, κάνει την τελευταία επιθεώρηση της παρουσίας της. Α, ξέχασε το καπέλο της. Φορά ένα σκουφάκι, για να μην βραχούν τα άσπρα της μαλλιά. Μια ατίθαση όμως τούφα, ξεχάστηκε έξω από το σκουφάκι. Ο σύζυγος με τρυφερότητα την τακτοποιεί βάζοντάς τη στη θέση της. Συνοδεύει μάλιστα τη χειρονομία του μ’ ένα τραγούδι. «Άστα τα μαλλάκια σου ανακατωμένα...». Συγχρόνως έσκυψε και τη φίλησε. Επιμελείται για την παρουσία της και της λέει.
«Άντε πάμε». Την πιάνει τρυφερά από το χέρι της και βήμα-βήμα προχωρούν προς το κύμα. Καθώς μπαίνουν - πάντα ναζιάρα η γυναίκα - κάνει μια κίνηση, πως τάχα το νερό είναι κρύο. «Έλα της λέει αυτός. Σε λίγο θα το συνηθίσεις». Της κρατά πιο σφιχτά το χέρι, και βήμα, βήμα μπαίνουν στη θάλασσα. «Πρόσεχε να μη γλιστρήσεις. Κρατήσου από μένα. Όχι προς τα κεί, βλέπεις έναν αχινό. Άλλο ναζιάρικο επιφώνημα η Κυρία: Αχ, φοβάμαι. Τέλος αφήνουν τα σώματά τους να τα τυλίξει το γαλανό κύμα. Κολύμπησαν για αρκετή ώρα. Συναντήθηκαν με τους άλλους. Συστάσεις, ευγένειες, κουβέντες για τα παιδιά τους και τα εγγόνια τους.
Ανταλλαγές συνταγών μαγειρικής. Κουβέντες αέρας. Τα γνωστά πηγαδάκια μέσα στο νερό. Κουβέντες για την πολιτική, για την οικονομία. Και τι άλλο, για τον κορονοϊό. Μετά το απολαυστικό μπάνιο στη θάλασσα, το ζευγαράκι πιασμένο πάλι χέρι - χέρι βγήκε από τη θάλασσα. Η κυρία θα βγάλει το παρδαλό μαγιό, θα σκουπιστεί με προσοχή για να στεγνώσει. Και αρχίζει πάλι την ιεροτελεστία με τα πασαλείμματα, με ένα εύοσμο αντηλιακό. Από κορυφής μέχρις ονύχων. Ο κύριος θα διαβάσει την εφημερίδα του. Τσίμπησε κάτι από το τάπερ. Έτσι γλάρωσε και πήρε έναν υπνάκο. Το ζευγάρι δεν κουβεντιάζει. Μια σιωπή. Και τι να πουν; Παντρεμένοι πενήντα χρόνια, τα είπαν όλα. .. Τις χαρές και τις λύπες. Τις λαχτάρες και τις τραυματικές τους εμπειρίες. Τον έρωτά τους και τα σκιρτήματά τους. Πως έκαναν καλά παιδιά. Όσο το μονοπάτι της ζωής στενεύει και μια ευχάριστη σιωπή τους κατέχει. Η σιωπή αυτή είναι δώρο του Θεού. Δώρο των γηρατειών. Και τα γηρατειά έχουν μόνον αναμνήσεις. Αυτός είναι ο κόσμος τους.
Αν ακούσετε τους γέροντες, όταν μιλάνε, χρησιμοποιούν συχνά τη λέξη: «Θυμάσαι τότε που... Αλλά η γυναίκα είναι φύσει φλύαρη. Σπάει τη σιωπή και λέει στον σύζυγό της: «Είχες καμιά είδηση από τον Γιώργο; Θα έλθει το Σάββατο να μας φέρει τη Μπουμπού; Την πεθύμησα.
Πώς θέλεις να κάνω τον κιμά; Μπιφτέκια ή γιουβαρελάκια; Θυμήθηκες να βάλεις τον αυτόματο για τα λουλούδια; Αύριο αρχίζει ο μεγάλος καύσωνας...» Αυτό είναι ένα ζευγάρι, που έζησαν δεκαετίες ολόκληρες μονιασμένοι. Έχουν να θυμηθούν γέλια και χαρές. Τραυματικές εμπειρίες και λαχτάρες. Επιτυχίες και στιγμές αξέχαστες. Χίλια δυο πράγματα.
Ευλογημένα γηρατειά όταν η βούληση του Θεού, τα φέρνει στο τέρμα του μονοπατιού. Με τόση γαλήνη και τόση αγάπη.
Από τον Κων/νο Ι. Παπακωνσταντίνου