Το 1924 ξεκίνησε να εργάζεται στον «Ριζοσπάστη». Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Πανελλήνιας Ένωσης Συντακτών, δυναμικός συνδικαλιστής. Το καλοκαίρι του 1936 βρίσκεται απεσταλμένος του «Ρ» στην Ισπανία για να παρακολουθήσει τη Σπαρτακιάδα της Βαρκελώνης. Εκεί τον βρίσκει το φασιστικό πραξικόπημα του Φράνκο, ενώ γυρίζοντας στην Ελλάδα βρίσκει τη μεταξική δικτατορία.
Το 1941 γίνεται μέλος του ΚΚΕ. Με την έναρξη της Εθνικής Αντίστασης γίνεται γραμματέας της Επιτροπής Κεντρικής Διαφώτισης του ΕΑΜ. Καθοριστική ήταν η συμβολή του στην κυκλοφορία του παράνομου Τύπου στην Κατοχή. Στην έκδοση της «Ελεύθερης Ελλάδας», που αποτελούσε το κεντρικό όργανο του ΕΑΜ, του «Απελευθερωτή», της «Επιμελητείας του Αντάρτη».
Στις 14 Αυγούστου 1946 αφήνει την τελευταία του πνοή στον θεσσαλικό κάμπο, δολοφονημένος από τη συμμορία του Σούρλα, ο δημοσιογράφος του «Ριζοσπάστη» Κώστας Βιδάλης. Η δράση των παρακρατικών συμμοριών, που συμπλήρωνε την εποχή εκείνη την κρατική τρομοκρατία ενάντια στους κομμουνιστές και τους λαϊκούς αγωνιστές, ήταν ο λόγος που τον είχε οδηγήσει στη Θεσσαλία.
Παρά τις επιφυλάξεις και τις αντιρρήσεις της Διεύθυνσης της εφημερίδας, λόγω της επικινδυνότητας της αποστολής, ο Βιδάλης βρέθηκε τον Αύγουστο του ‘46 στα θεσσαλικά χωριά, με στόχο να μάθει από πρώτο χέρι για τη δράση των βασανιστών που έκαιγαν χωριά, βασάνιζαν και σκότωναν αγωνιστές, να καταγράψει τις θηριωδίες τους, να καταγγείλει τα εγκλήματά τους. Αναχώρησε για την περιοχή στις 11 Αυγούστου. «Πρέπει να κάμω τη δουλειά μου, να καταγγείλω όλο αυτό το όργιο της τρομοκρατίας... Ν’ αποκαλύψω τους δράστες...». Έτσι περιέγραφε το καθήκον του. Θύμα της δολοφονικής τους δράσης έπεσε τελικά και ο ίδιος.
«Λογαριάζω να ‘μαι αυτού Παρασκευή βράδυ, 16 του μηνός. Μάζεψα φοβερό υλικό. Θα τα πούμε»: Το τελευταίο του μήνυμα έφτασε στον «Ριζοσπάστη» στις 13 Αυγούστου. Την ίδια μέρα ταξίδευε με το τρένο από τη Λάρισα για τον Βόλο. Στον Πλατύκαμπο, 13 χιλιόμετρα από τη Λάρισα, είκοσι συμμορίτες του Σούρλα σταμάτησαν το τρένο και τον αιχμαλώτισαν, μπροστά στα μάτια αξιωματικών του στρατού και της χωροφυλακής που έμειναν άπραγοι.
Λίγες ώρες μετά, ο Βιδάλης οδηγήθηκε στο χωριό Μελία, στο νεκροταφείο,κι εκεί, οι συμμορίτες του Σούρλα, με πρωτεργάτη τον Τζορτζ (τον διαβόητο Αγγλοκύπριο αξιωματικό) τον βασάνισαν. Χτυπούσαν με ρόπαλα το γυμνό κορμί του Βιδάλη, με μαχαίρια. Κι όταν ένας από τους βασανιστές του τον ρωτά ειρωνικά τι θα του δώσει για όσα έκανε, ο Βιδάλης έβγαλε από την τσέπη του ένα τελευταίο πενηνταράκι... Με πέντε σφαίρες τον αποτέλειωσαν και πέταξαν το σώμα του σ’ ένα χωράφι.
«...Αν λεγότανε Βιδάλης δεν ξέρω. Εκείνο που ξέρω είναι ότι: Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΑΥΤΟΣ MAPTYΡΗΣΕ ΩΣΠΟΥ ΝΑ ΞΕΨΥΧΗΣΕΙ», ανέφερε αυτόπτης μάρτυρας, ιδιοκτήτης φορτηγού το οποίο η συμμορία του Σούρλα είχε επιτάξει για τη μεταφορά των «λάφυρων» από τις επιδρομές στα χωριά.
«Να γράφεις, κύριε συνάδελφε, για τους απλούς ανθρώπους. Καθαρά, όχι συννεφώδη, σύντομα και περιεκτικά. Άφηνε στην άκρη τις φλυαρίες και δίνε το λόγο στα γεγονότα».
Αυτές ήταν οι συμβουλές του στους νεότερους και φρόντιζε να τις ακολουθεί και ο ίδιος, θυσιάζοντας στο καθήκον του να καταγράψει τα γεγονότα και τα βάσανα του λαού την ίδια του τη ζωή.
Σε εκδήλωση που έγινε το 2002 στη Μελία, ο Νίκος Καραντηνός, ένας άνθρωπος που έζησε κοντά στον Βιδάλη και έμαθε πολλά από αυτόν, μίλησε για τον δάσκαλο και τον άνθρωπο Κώστα Βιδάλη. «Είμαστε ευτυχισμένοι.
Γιατί σ’ αυτό το χωριό του θεσσαλικού κάμπου είναι παρούσα, ζωντανή μια μεγάλη μορφή της ελληνικής δημοσιογραφίας. Δεν ήθελαν να τον στείλουν εδώ, στη Λάρισα. Ήρθε. Και ήρθε για να δει, να γράψει για να μάθει ο λαός την πραγματική αλήθεια. Το πήρε πάνω του. Και κράτησε αυτήν τη λεβεντιά ως την τελευταία στιγμή. Έχουμε ανάγκη να σκύψουμε στον Βιδάλη. Δεν είναι μουσειακή μνήμη ο Βιδάλης.
Είναι πρόσταγμα, είναι κάλεσμα δράσης στο σήμερα, ένα σήμερα φοβερό, που πρέπει κάθε δημοσιογράφο τίμιο και καθαρό να τον συναρπάζει και να τον στέκει όρθιο. Ναι, έχει κόστος αυτή η στάση. Πρέπει οι δημοσιογράφοι να την αποτολμήσουν».
Από τον Θανάση Σερδένη,
μέλος της Κεντρικής Διοίκησης της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ