Όλα αυτά λοιπόν, αλλά και πολλά άλλα, συνετέλεσαν να «γίνουμε και να είμαστε μια μεγάλη παρέα» και μέσα από αυτήν «τη γη της παράδοσης που σταθερά πατούμε», μέσα από τον «πολιτισμό, τα τραγούδια, τα ήθη και τα έθιμα και το γάργαρο νερό τους, που πίνουμε», να μπορέσουμε να κρατήσουμε ζωντανή την παραδοσιακή μας μουσική και στο μέτρο που μπορούμε, γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι, να τη μεταβιβάσουμε στις επόμενες γενιές, γιατί όπως βλέπω μας περιμένει στη γωνία η παγκοσμιοποίηση και δεν πρέπει η παράδοσή μας και ο πολιτισμός μας να στεναχωρηθούν, να πονέσουν και να μοιρολογήσουν».
Ήπειρος, περιοχή πολύ φτωχή, ορεινή, με συνθήκες ζωής πολύ δύσκολες. Αυτό που λέμε η άγρια λιτότητα του ορεινού τοπίου. Βλέπεις βουνά που οι κορυφές τους κοντεύουν να φτάσουν κοντά στον «Θεό» και τα σπίτια και οι νοικοκυραίοι τους μια ανάσα από τον ίδιο. Αυτός είναι και ο λόγος που ερήμωσε η περιοχή και μακάρι να γυρίσουμε, αν όχι όλοι, τουλάχιστον οι περισσότεροι πίσω (λίγο δύσκολο βέβαια το βλέπω) αν και ξέρω ότι την ιδιαίτερη πατρίδα μας την κουβαλάμε μέσα μας σαν εικόνισμα όπου και να πάμε.
Ήπειρος, η Μάνα της παράδοσης της Ελλάδας. Εκεί, όπου η παράδοση και ο πολιτισμός ταξιδεύουν σχεδόν ατόφια μέσα στον χρόνο, λόγω της σιγουριάς που έχουμε οι Ηπειρώτες, ότι πράγματι εμείς οι ίδιοι τα δημιουργήσαμε και κατά συνέπεια ευθυνόμαστε για την τύχη τους. Για τον λόγο αυτόν και προσπαθούμε να τα μεταφέρουμε στις επόμενες γενιές, όπως ακριβώς τα παραλάβαμε από τις γιαγιές μας και τους παππούδες μας. Κλαρίνο, παράδοση και Ηπειρώτης είναι ένα τρίπολο, που δίνει νόημα στην Ηπειρώτικη ζωή και στην κάθε εκδήλωσή της.
Η λέξη «μοιρολόι» βγαίνει από τις λέξεις μοιρώ και λόγος που σημαίνει ότι ζωή και θάνατος, πένθος και χαρά, γηρατειά και νιάτα, είναι το ίδιο, το ένα περιέχεται μέσα στο άλλο και γίνονται ένα. Μοιρολόγια που όσο και να φαίνεται παράξενο στους μη Ηπειρώτες, την κάθε εκδήλωση την ξεκινούσαν πάντα με αυτά, γιατί ξέρουν και να πενθήσουν και να γλεντήσουν. Μοιρολόγια της ξενιτιάς (η οποία κατέχει κεντρική θέση στα τραγούδια της Ηπείρου) και τους ξενιτεμένους που τα παλιά χρόνια φεύγανε και δε μπορούσαν ή αργούσαν να γυρίσουν στην πατρίδα. Μοιρολόγια για το θάνατο και τον αποχωρισμό αγαπημένων προσώπων.
Το κλαρίνο βαρούσε και βαρεί το μοιρολόι... Το μοιρολόι... Και νομίζεις πως το κάθε πράγμα μεταμορφωνόταν και συνεχίζει να μεταμορφώνεται. Μεταμορφωνόταν και μεταμορφώνεται σε δάσος, σε χωριό, σε πετρόχτιστα σπίτια, σε άγονα χωράφια, σε αλέτρια, σε τσαπιά, σε αργαλειούς, σε γάστρες, σε γεφύρια αλλά και σε οτιδήποτε θύμιζε και θυμίζει στους ανθρώπους αυτής της γης φύση, δύσβατους ορεινούς όγκους και μονοπάτια, γάμους, βαπτίσεις, πανηγύρια, αλλά και νεκροταφείο, λυπητερά αυτοσχέδια τραγούδια, κλάματα, βάσανα, καημούς και όνειρα που δεν μπόρεσαν να βγουν αληθινά. Βαρεί το κλαρίνο, μια και είναι περήφανο όργανο που θύμιζε και θυμίζει την κάθε ευχάριστη εικόνα της ζωής, αλλά και πολλές φορές τις μη ευχάριστες στιγμές, καθόσον όλα ήταν και είναι ρευστά στη ζωή και δυστυχώς εφήμερα. Μαζί όμως με τον ήχο του κλαρίνου υπήρχε και ο ιδιαίτερα γλυκός ήχος του ηπειρώτικου βιολιού που μιμείται το κελάηδισμα των πουλιών (ειδικά το αηδόνι), ενώ το τρίψιμο του ντεφιού αναπαριστούσε το ... γαύγισμα των τσοπανόσκυλων.
Μοιρολογιών λοιπόν συνέχεια και στο σημείο αυτό θα μου επιτρέψετε, να αναφερθώ σε έναν παραδοσιακό οργανοπαίχτη της Ηπείρου, ονόματι Μιχάλη Πανουσάκο, ο οποίος τώρα ικανοποιεί σε ηπειρώτικη μουσική τον Μεγάλο μας Δημιουργό, διότι έχει όπως θα ξέρετε και ο Θεός τις μουσικές του ανάγκες (δεν μπορεί τέτοια ακούσματα να αρέσουν στους ανθρώπους και να μην αρέσουν στον Δημιουργό μας;). Θα μου πει κάποιος «Γιάννη καλά τα λες, αλλά τι σχέση έχει ο Θεός με τα ηπειρώτικα μοιρολόγια και την ηπειρώτικη μουσική ;». Μα τα μοιρολόγια τα έφτιαξαν οι άνθρωποι εκεί για αυτόν ακριβώς τον λόγο: «Να μου αφήσετε έξω το αριστερό μου χέρι έλεγε ο αδελφός του Μιχάλη του Πανουσάκου, όταν φύγω από αυτήν τη ζωή, για να μπορώ να παίζω το ντέφι και εκεί πάνω» (φανταστείτε πόσο είχε δεθεί ο άνθρωπος με το όργανο που τόσο αγάπησε). Βλέπετε πώς δένουν όλα μεταξύ τους;»
Είναι δύσκολο για τον Ηπειρώτη να τα αποχωριστεί όλα αυτά. Να λοιπόν γιατί το μοιρολόι είναι το γεφύρι που μας ενώνει μαζί του, όπως τα πέτρινα γεφύρια της περιοχής, τις δύο όχθες των ποταμών. Μαζί λοιπόν με αυτούς που φεύγουν και παίρνουν μαζί τους αυτά τα ακούσματα, θέλω να πιστεύω ότι τα ακούει και ο Θεός, για να μας και για να τους υπενθυμίζει ότι αυτά τα γήινα αριστουργήματα συνεχίζουν να υπάρχουν και μετά, γιατί όπως λέει και η παροιμία «ο άνθρωπος ζει, όσο τον θυμούνται», έτσι και το ηπειρώτικο τραγούδι ζει, όσο οι Ηπειρώτες, οι Θεσσαλοί, οι Γρεβενιώτες, αλλά και όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες και Ελληνίδες, το θυμούνται (γι’ αυτό να είστε σίγουροι) και το έχουν βάλει στην ψυχή τους και κάθε φορά που χρειάζεται το αφήνουν να πλημμυρίσει, να αγαλλιάσει και να ευχαριστήσει την καρδιά τους και το είναι τους!».
Από τον Γιάννη Γούδα