Έφυγα απ’ το χωριό μου το 1965 σε ηλικία δεκαπέντε ετών, διέμενα σε οικοτροφείο της Μητρόπολής μας, φοίτησα στο 1ο Λύκειο Αρρένων Λάρισας και ως μαθητής υπήρξα επιμελής και καλός, αλλά όχι άριστος.
Σ’ αυτό συνετέλεσε το αγροτικό περιβάλλον, στο οποίο και μεγάλωσα, το ότι οι συνθήκες δεν μου επέτρεψαν να γίνω φίλος του λογοτεχνικού βιβλίου και, επί πλέον, ότι δεν παρακολούθησα φροντιστηριακά μαθήματα, γιατί δεν επιτρέπονταν να απομακρυνόμαστε απ’ το Οικοτροφείο παρά μόνο για τη φοίτηση στο σχολείο.
Πήγα φροντιστήριο μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, μια που οι πανελλήνιες εξετάσεις διεξάγονταν, τότε, στις αρχές Σεπτεμβρίου με τους Λαρισαίους υποψηφίους να εξετάζονται στη Θεσσαλονίκη.
Πήρα, λοιπόν, μέρος στις εξετάσεις, αλλά εξαιτίας, κυρίως, της Έκθεσης έμεινα εκτός νυμφώνα. Δεν το κρύβω, μάλιστα, παρότι η προετοιμασία μου δεν υπήρξε πλήρης, ότι η αποτυχία μου αυτή με στεναχώρησε, αφάνταστα, έχασα το κουράγιο μου, την εμπιστοσύνη μου στον εαυτό μου και την αισιοδοξία μου για το μέλλον.
Άρχισα, γι’ αυτό, να σκέφτομαι στα σοβαρά, για να γίνω μοναχός στο Άγιον Όρος, μια που οι σχέσεις μου με την Εκκλησία ήταν καλές. Κάτω απ’ την πίεση, όμως, και τη στήριξη του οικογενειακού περιβάλλοντος πήρα την απόφαση, τελικά, να ξαναδοκιμάσω.
Για τον σκοπό αυτόν, νοίκιασα δωμάτιο στη Λάρισα και παρακολούθησα φροντιστηριακά μαθήματα επί τετράμηνο, αυτήν τη φορά και συγκεκριμένα, απ’ τον Μάιο ως τον Αύγουστο του 1969, πήρα μέρος ξανά στις εξετάσεις και κατάφερα να μπω στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.
Πέρασα, όμως, τελευταίος σ’ αυτήν και το γεγονός αυτό μετρίασε τη χαρά μου, μια που, εκτός των άλλων, βρέθηκε και κάποιος συντοπίτης, που έσπειρε τη φήμη, ότι η Χούντα ήταν εκείνη, που μ’ έσπρωξε, για να μπω.
Ομολογώ, ότι θύμωσα πολύ γι’ αυτήν την απρέπεια και βάλθηκα ν’ αποδείξω, ότι δεν είχαν, έτσι, τα πράγματα.
Στα Γιάννενα, έτσι κάναμε τότε για λόγους οικονομίας, νοικιάσαμε και μέναμε μαζί στο ίδιο δωμάτιο με έναν άλλο Λαρισαίο συμφοιτητή, που πέρασε απ’ τους πρώτους στη Σχολή.
Η φοίτησή μου ήταν τακτικότατη, αφού με δύο αδικαιολόγητες απουσίες έχανες, τότε, την εξεταστική περίοδο στο μάθημα, που απουσίασες, η μελέτη μου ήταν καθημερινή στο σπουδαστήριο της Σχολής, η στόχευσή μου ήταν να περάσω όλα τα μαθήματα με μεγάλο βαθμό κατά την περίοδο του Ιουνίου, ει δυνατόν, και το αποτέλεσμα ήταν το επιθυμητό, εκτός από ένα μάθημα, που το άφησα για τον Σεπτέμβριο. Και όχι μόνο αυτό.
Εγώ ο τελευταίος στις εισαγωγικές κατάφερα να αριστεύσω και να πάρω κρατική υποτροφία, που ανέρχονταν στο ποσό των 12.000 δραχμών, όταν με ένα χιλιάρικο, περίπου, βγάζαμε, τότε, έναν μήνα. Και όχι μόνο αυτό.
Ήταν τέτοια η εντύπωση, που δημιουργήθηκε απ’ την επιτυχία μου αυτήν, ώστε ο καθηγητής μου στα Λατινικά, Μανώλης Παπαθωμόπουλος, με κάλεσε στο γραφείο του, προκειμένου να με συγχαρεί και να με γνωρίσει καλύτερα, μια που ο φοιτητής, που πρώτευσε στις εισαγωγικές εξετάσεις, κόπηκε στο μάθημά του κατά την περίοδο του Ιουνίου, ενώ η αφεντιά μου πήρε 9 με άριστα το 10.
Τα δημοσιοποιώ όλα αυτά, όχι μόνο για να αποδείξω, ότι μπορούν οι έσχατοι να γίνουν πρώτοι, αλλά και ότι οι βαθμολογίες στις εισαγωγικές εξετάσεις δεν αποτυπώνουν, πάντα, το πραγματικό μέγεθος της αξιοσύνης όλων των υποψηφίων.
Οι επιδόσεις τους, άλλωστε, πέραν, οπωσδήποτε, απ’ την καλή προετοιμασία εξαρτώνται και από πολλούς άλλους παράγοντες, μεταξύ των οποίων η ψυχολογική και φυσική κατάσταση του υποψηφίου τη δεδομένη στιγμή της εξέτασης, αλλά και η απροσεξία και ο αστάθμητος παράγοντας, κάποιες φορές, που λέγεται τύχη.
Ως εκ τούτου, όσοι υποψήφιοι δεν καταφέρατε, σ’ αυτήν τη φάση, να κάνετε πράξη το όνειρό σας, δεν πρέπει να ξεχνάτε, ότι, πάντα, υπάρχει και η δεύτερη ευκαιρία, μια που από τον καθένα σας, ξεχωριστά, εξαρτάται, αν θα παραδώσετε τα όπλα ή αν, ως άλλοι Οδυσσείς, θα συνεχίσετε την προσπάθεια για κατάκτηση του στόχου, ακόμη και τροποποιημένου, αν χρειασθεί. Καλό κουράγιο, λοιπόν, και καλή δύναμη στον αγώνα σας.
Από τον Κώστα Γιαννούλα