Ο Γιάννης ήταν το ψυχοπαίδι της κυρίας Βάσως. Τον είχε πάρει από μικρό, με τις φασκιές τον έφερε ένα βράδυ ο άντρας της.
Η κυρία Βάσω, διψασμένη καθώς ήταν που δεν στέριωνε παιδιά δόθηκε ολόψυχα σ’ εκείνο το πλασματάκι. Το κανάκευε, το ντάντευε, το χόρευε, το έπαιζε, απέκτησε η ζωή της έναν σκοπό. Ιδιόρρυθμη και νευρωτική της έφταιγαν όλα και όλοι ώσπου να πιάσει στα χέρια της αυτό το παιδί. «Καλημέρα» της έλεγαν οι γείτονες και τον μπελά τους έβρισκαν. Συζήτηση παραπέρα δεν άνοιγαν, γιατί κάτι ίσως θα έλεγαν που θα την πείραζε. Συνήθως οι άνθρωποι όταν δεν κάνουν κουτσομπολιό, μιλάνε για τα παιδιά τους.
Η κουβέντα όμως για τα παιδιά πείραζε την κυρία Βάσω, γιατί νόμιζε πως το έκαναν επίτηδες για να τη σκάσουν. Φυσικά καμία τέτοια πρόθεση δεν υπήρχε. Πρόσεχαν λοιπόν την κάθε κουβέντα γνωστοί και φίλοι, ώσπου να απομακρυνθούν.
Παράξενη κι όχι λίγες φορές κακιά, κλεινόταν στον εαυτό της, έκλεινε ερμητικά τα παράθυρα και κλειδαμπάρωνε την πόρτα, για να μην μπει κανένας μέσα, ούτε κι ο... ήλιος. Κι αυτός τη θάμπωνε και την ενοχλούσε. Ο καημένος ο άντρας της την παρακαλούσε, να πάνε σε κανέναν γιατρό, γιατί καταλάβαινε πως δεν ήταν φυσιολογικά αυτά τα πράγματα, κι άλλα ακόμα πιο τρελά. Μα εκείνη του το ξέκοψε. «Βγάλ’ το απ’ το μυαλό σου, εγώ σε τρελογιατρό δεν πάω, ξέρεις καλά τι μου λείπει...» Και κάποιο βράδυ της έφερε αυτό που της έλειπε. Ένα παιδί. Ένα πλασματάκι ανυπεράσπιστο για να... γιατρέψει την κυρία Βάσω. Βέβαια εκείνος είχε τις αντιρρήσεις του, συμβουλεύτηκε κι έναν φίλο του κι εκείνος μ’ όλο το θάρρος του είπε: «Μήπως πρώτα πρέπει να γιατρευτεί η γυναίκα σου και μετά να υιοθετήσετε παιδί; Πρόσεξέ το καλά. Είναι κρίμα, δεν σας χρωστάει τίποτα αυτό το πλάσμα..».
Δεν ξέρουμε αν ο φίλος ήταν γιατρός, ψυχολόγος ή μάντης. Εκείνο που ξέρουμε, είναι πως δεν έπεσε έξω στο παραμικρό.
Τον πρώτο καιρό η κυρία Βάσω, μέρωσε, μαλάκωσε, άνοιξε τα παράθυρα κι άφησε τον ήλιο να περάσει. Την πόρτα βέβαια όχι... Όταν χτυπούσε το κουδούνι κοίταζε πρώτα απ’ το παράθυρο, κι αν ήταν κάποιος που ήθελε να περάσει το κατώφλι της άνοιγε, διπλοξεκλείδωνε, αλλιώς ας χτυπούσε ως το πρωί, δεν ήταν μέσα...
Εκείνο το μικρό παιδάκι που το έφεραν τη νύχτα, με τα σπάργανα και το... εγκατέλειψαν ανυπεράσπιστο στα χέρια της κυρίας Βάσως, άρχισε σιγά - σιγά να μεγαλώνει και να γίνεται ένα όμορφο αγόρι. Καλοταϊσμένο, όμορφα χτενισμένο, καθαρό, καλοντυμένο με τα διάφορα κουστουμάκια σιδερωμένα, δεν κυκλοφορούσε άλλο παιδί σαν το «ψυχοπαίδι».
Κανένας δεν το αποκαλούσε με τ’ όνομά του. Το «ψυχοπαίδι» έλεγαν όλοι και καταλάβαινε ο ένας τον άλλον.
Ο Γιάννης όσο μεγάλωνε ένιωθε άσχημα. Ένιωθε σαν λεπρός, σαν σημαδεμένος, γιατί φυσικά δεν ήταν κουφός.
Κάποια φορά ζήτησε μια εξήγηση απ’ τη μάνα του, κι εκείνη που περίμενε την ερώτηση κι είχε έτοιμη την απάντηση όπως την είχαν συμβουλέψει οι πολύξερες... όχι κάποιος ειδικός... «Έτσι και κάποια άλλη και του είπε ετούτα και εκείνα», ακολούθησε τα παραδείγματα της κάποιας.
Είπε στο παιδί την αλήθεια μέσα σε μια όμορφη ιστορία, αλλά δεν έγινε καθόλου έτσι όπως είχε γίνει με το παιδί της κάποιας ... Δεν την αγκάλιασε ούτε τη φίλησε όπως περίμενε, όπως έλεγε το σενάριο, εκείνο κλείστηκε στο δωμάτιό του και δεν έβγαινε από κει για δυο μέρες. Βλέπετε και τα «ψυχοπαίδια» έχουν το καθένα τον δικό του χαρακτήρα, είναι άνθρωποι κι εκείνα, με τη δική τους ψυχοσύνθεση το καθένα.
Κάποια στιγμή βέβαια ο Γιάννης βγήκε απ’ το δωμάτιό του και η ζωή συνεχίστηκε. Φαινομενικά όλα ήταν μια χαρά. Τελείωσε το Δημοτικό, το Γυμνάσιο, το Λύκειο. Πάντα κάτω απ’ την άγρυπνη επίβλεψη της μάνας του, τις συμβουλές, τις νουθεσίες και την παρακολούθηση καμιά φορά.
Δεν έκανε ποτέ ούτε ένα «σκαστό», ήταν το υπόδειγμα του σχολείου, το καμάρι της γειτονιάς. Σχολείο, μελέτη, Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά ... Κινέζικα, πιάνο, βιολί, αρμόνιο... φλογέρα, έτρεχε και δεν έφτανε ο Γιάννης ο καημένος.
Καμάρωνε η μάνα του το δημιούργημά της, τον ξεπροβοδούσε ως την εξώπορτα, του έπαιρνε την κλωστή που κόλλησε στο μπουφάν του, του γυάλιζε κάθε μέρα τα παπούτσια, με αποτέλεσμα να ντρέπεται ο Γιάννης και να πάει από κει που είχε περισσότερη σκόνη για να θαμπώσει λίγο η βιτρίνα.
Έβλεπε τ’ άλλα παιδιά χωρίς τσάκιση στο παντελόνι, σκονισμένα, ανέμελα και υγιή, να βαδίζουν ξέγνοιαστα, να χειρονομούν, να παίρνουν αγκαλιά το κορίτσι τους και ζήλευε.
Ήθελε κι εκείνος να έχει κορίτσι, οι συμμαθητές του τον κορόιδευαν που τ’ απέφευγε. Και δεν είχε κανένα κουσούρι, ήταν μια χαρά, μα η κυρία Βάσω του είχε πει και του επαναλάμβανε συνέχεια: «Μακριά απ’ αυτές τις «σουρλουλούδες» κοίτα να μπεις στο πανεπιστήμιο, κι όταν τελειώσεις τις σπουδές σου, θα βρούμε... μαζί ένα κορίτσι που να σου ταιριάζει και θα το παντρευτείς.» Μα ο Γιάννης δεν ήθελε να παντρευτεί απ’ τα δεκαεφτά του, ποιος είπε τέτοιο πράγμα! Απλά ήθελε κι εκείνος ένα κορίτσι να κουβεντιάζει μαζί του το κάθε τι, να του εμπιστεύεται τους φόβους του, τις ανησυχίες του, να μοιράζεται τον ενθουσιασμό του και το σάντουιτς στο διάλειμμα, να ολοκληρωθεί σαν άνθρωπος.
Κάποια μέρα που γύριζε στο σπίτι παρέα με μια γειτονοπούλα τους συνάντησε η μάνα του. Άστραψε και βρόντηξε. «Πάνε να σε τυλίξουν», του είπε, «από τώρα». Ο Γιάννης δεν κατάλαβε. Πώς να τον τυλίξουν δηλαδή! Ποιοι; Με το κορίτσι κουβέντιαζαν για τα μαθήματα και για τον στριμμένο καθηγητή των τεχνικών...
Καθισμένος πάνω στο κρεβάτι, στα πεντακάθαρα άσπρα σεντόνια ο Γιάννης, έχει το βλέμμα στραμμένο προς την πόρτα.
Μια στοίβα βιβλία σχολικά, ξένων γλωσσών, λύσεις, μεταφράσεις, βοηθήματα ... στολίζουν το κομοδίνο. Σε λίγο μια φασαρία ακούγεται στον διάδρομο εκείνου του ιδιωτικού ψυχιατρείου. Αναγνώρισε τη φωνή της μάνας του. «Δεν θα μου πείτε σεις τι θα κάνω με τον γιο μου. Όσες μέρες θα μείνει εδώ, πρέπει να ρίχνει μια ματιά και στα βιβλία, να μη χάσει την επαφή, σε λίγο δίνει εξετάσεις... Η φωνή του γιατρού ακούστηκε κοφτή. «Μαζέψτε τα βιβλία και φύγετε από δω, αν θέλετε να σας κάνω καλά το παιδί σας και μην έρθετε αν δεν σας τηλεφωνήσω». «Μα αυτό είναι ανήκουστο, θα μου απαγορεύσετε να δω το παιδί μου; Ξέρετε τι μου ζητάτε γιατρέ; Ξέρεις τι τράβηξα εγώ να μεγαλώσω αυτό το παιδί, και τώρα...». «Εγώ δε ζητάω τίποτα κυρία μου. Λίγη ηρεμία για το παιδί. Εσύ φαίνεται πως ζήτησες πάρα πολλά απ’ αυτό...».