Τα απογεύματα κάθονταν οι δυο τους σ’ ένα παγκάκι, στους Νέους Πόρους και ρέμβαζαν κοιτάζοντας τη θάλασσα. Πήγαιναν σχετικά νωρίς, διότι αργότερα, το βραδάκι θα πλάκωνε κόσμος και δεν ήταν για τέτοια ηλικιωμένοι άνθρωποι. Θα πλημμύριζε την παραλία αυτό το θορυβώδες, και παρδαλό βαλκανικό πλήθος που κάθε καλοκαίρι παραθερίζει στα παράλια της Πιερίας. Έτσι έχουν τα πράματα. Είτε έρχεσαι απ’ τα Τρίκαλα και την Καρδίτσα, είτε απ’ τα Σκόπια και τα προάστια του Βελιγραδίου, στην τελική όλοι δικαιούνται ένα μπανάκι το καλοκαίρι. Και όλοι λαχταρούν να ζήσουν μια ατμόσφαιρα ενός – σχετικού έστω- κοσμοπολιτισμού.
Πετάχτηκε στο απέναντι «στριτ καφέ», περίμενε στην ουρά, πήρε καφέ. Στο πλαστικό. Φρέντο καπουτσίνο για κείνη, φρέντο εσπρέσσο γι’ αυτόν, με λίγη ζάχαρη πάντα, δηλαδή … ελάχιστη, ας όψεται η γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη που πήρε και πάλι την ανιούσα - «αφού είσαι γλυκατζής μωρέ τι μού κρύβεσαι;» τον μάλωσε εκείνη δήθεν αυστηρά. Ρουφούσαν με ευχαρίστηση τον καφέ, ανακατεύοντάς τον κάθε τόσο με το καλαμάκι. Έχει γίνει αγαπημένη συνήθεια. Δεν κάθονται στην καφετέρια όπως παλιά. Στην καφετέρια πας για να βρεις πέντε φίλους να φλυαρήσεις, να πεις καμιά κουβέντα, μα οι φίλοι χαθήκανε πια. Αν και εμβολιασμένοι φοβούνται πάντα τον κορονοϊό και τις μεταλλάξεις του, «τόσα ακούμε κάθε μέρα» και παραμένουν σπίτι. Και με την Ελένη τι να πεις πια; Τριάντα χρόνια μαζί όλα έχουν βιωθεί, όλα έχουν ειπωθεί. Χώρια η οικονομία στα λεφτά. Με δύο ευρουλάκια πίνεις καφέ με δώρο ένα εμφιαλωμένο νερό, και κάνεις και οικονομία. Βέβαια, συνταξιούχοι εκπαιδευτικοί αμφότεροι, έχουν ένα αξιοπρεπές εισόδημα, αλλά οι ανάγκες εξακολουθούν να είναι πολλές… Τα παιδιά άρχισαν και δουλεύουν, αλλά η ζωή στην Αθήνα είναι ακριβή, δεν βγαίνουν … Και όλο και τσοντάρουν.
- Άντε, πάρε τηλέφωνο …
- Ηρέμησε μωρέ Αντώνη… Ούτε στη Λαμία δεν έφτασαν ακόμη, μωρά είναι;
Μα τον Αντώνη δεν τον έχει ο τόπος κάθε φορά που νογάει τα παιδιά στον δρόμο με το αυτοκίνητο… Είναι και νέοι οδηγοί … Κι όταν τού μιλάς τότε, σχεδόν δεν σ’ ακούει κι ούτε σού απαντάει, το μυαλό είναι αλλού, τρέχει στη νέα Εθνική Οδό. Να, ορίστε, στα διόδια της Μαλακάσας έχει πάλι μποτιλιάρισμα λένε τα σάιτ, ενώ στην περιοχή υπάρχει και περιορισμένη ορατότητα από πυρκαγιά που ξέσπασε και η οποία, παρά την προσπάθεια εναερίων μέσων και επίγειων δυνάμεων, δεν έχει τεθεί υπό έλεγχο.
Προς στιγμήν ηρέμησε. Το τηλεφώνημα έγινε από τα παιδιά, «έλα ρε μπαμπά, μην ανησυχείς, Καμένα Βούρλα κοντά, όχι δεν έχει ιδιαίτερη κίνηση …».
Όλα οκ λοιπόν. Η συζήτηση επέστρεψε έτσι στα συνήθη θέματα. «Λέω να φτιάξω τα φασολάκια αύριο». «Και γιατί δεν κάνεις τα γεμιστά;». «Λες;» «Εμ, λέω μωρέ Ελένη, οι πιπεριές είναι έτοιμες να χαλάσουν και οι ντομάτες παραωρίμασαν». «Έλεγα να τις φτιάξω για τα παιδιά, αλλά …»
Αλλά τα παιδιά δεν μένουν ποτέ σπίτι να φάνε, δίνουν απλά παραγγελίες, αυτές εκτελούνται με ιερή ευλάβεια από την Ελένη, όλες αυτές τις Ελένες που υπηρετούν με συνέπεια τον σύγχρονο εθνικό μύθο της Ελληνίδας μάνας. Και μετά … «μάνα, δεν θα φάω σπίτι, έχω κανονίσει με τα παιδιά, θα φάμε έξω…». Ας είναι … Παιδιά είναι… Για τα παιδιά οι Ελένες θα έχουν πάντα μια δικαιολογία.
-Πήρες το χάπι για τη χοληστερίνη; Η συζήτηση μπήκε τώρα σε ακόμη πιο … κανονικά θέματα. «Το πήρα, το πήρα…». Κάθε απόγευμα η ίδια ερώτηση, η ίδια απάντηση, το ίδιο ενδιαφέρον… Και μετά της θύμισε να μαζέψουν τα μαγιό όταν γυρίσουν σπίτι, και τις πετσέτες, να ’χουν αύριο έτοιμο το σακίδιο για τη θάλασσα. Νιώθουν τυχεροί που έχουν το σπίτι στους Πόρους. Το ’χαν χτίσει στα καλά χρόνια του ΠΑΣΟΚ, τότε που οι μισθοί των εκπαιδευτικών αυξήθηκαν σημαντικά. «Σφίχτηκαν» με την Ελένη, όταν οι άλλοι απολάμβαναν την πρόσκαιρη κατανάλωση αυτοί έχτιζαν, κάτι βγήκε κι από το Χρηματιστήριο, το σπίτι έγινε, μπήκαν πρόχειρα στην αρχή, το ολοκλήρωσαν στη συνέχεια. Κι από τότε τα καλοκαίρια περνούν εκεί, οικογενειακά, μαζί με τις χιλιάδες των παραθεριστών και το πρόβλημα των κουνουπιών. Εκεί μεγαλώσαν τα παιδιά τους, εκεί κάνανε όνειρα και ανέπτυξαν τις προσδοκίες τους, εκεί βιώνουν και την τωρινή μοναξιά.
« - Δεν πήγαμε και κανένα ταξίδι μωρέ Αντώνη… Θυμάσαι πρόπερσι στην Αίγινα τι ωραία που ήτανε;». Ωραία ήτανε… Ήπιανε ένα πολύ ωραίο καφέ στην προκυμαία του νησιού, επισκέφτηκαν και τον Άγιο Νεκτάριο, τον αρχαίο Ναό της Αφαίας, χόρτασαν φως και ομορφιά… Δικαιολογήθηκε. «Πού να πας, δεν βλέπεις τι γίνεται με τον κορονοϊό;». Μα το ξέρει καλά, και οι δυο τους το ξέρουν πως κάθονται σπίτι γιατί τα λεφτά δεν φτάνουν, τα παιδιά έχουν ανάγκες, από τα παιδιά δεν πρέπει να λείψει τίποτε, τα παιδιά θα χρειαστούν λεφτά για να ξεκινήσουν τη δουλειά τους…
Το τηλεφώνημα έγινε. Ο Αντώνης άρπαξε το κινητό να απαντήσει. Μετά σηκώθηκε, πήγε λίγο πιο πέρα να μιλήσει επειδή είχε θόρυβο. Η Ελένη τον κοιτάζει… Η πλάτη του σαν να έχει γίνει πιο κυρτή κι ο βηματισμός του δεν είναι πια και τόσο σταθερός …Αχ περνούν τα χρόνια. «Τα πάντα ρει και ουδέν μένει» που δίδασκε κάποτε στους μαθητές της…
Τα παιδιά έφτασαν, ειδοποίησαν. Το κατάλαβε από το ήσυχο βλέμμα του άντρα. Το χαμόγελο υπήρχε ακόμη στα χείλη, κι ας είχαν περάσει μερικά λεπτά αφότου το τηλέφωνο είχε κλείσει. Πίσω στο σπίτι. Μια σαλάτα για φαγητό. Τα βράδια τρώμε ελαφρά. Κι απόψε που έχουμε κέφια, θα πιούμε και μια μπιρίτσα. Τι λες Ελένη;
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr