Η βιαιότητα των πρόσφατων πλημμύρων στη Γερμανία και το Βέλγιο πρέπει να αποδοθεί πρώτα απ’ όλα στις σφοδρές βροχοπτώσεις. Υπάρχουν όμως άλλοι δύο παράγοντες που μπορεί να εξηγήσουν αυτό το φαινόμενο. Ο ένας, για τον οποίο υπάρχει ευρεία επιστημονική συναίνεση, συνδέεται με την κλιματική αλλαγή. Όταν ο αέρας είναι πιο ζεστός, μπορεί να κατακρατά περισσότερους υδρατμούς. Γνωρίζουμε όμως ότι το κλίμα θερμαίνεται εδώ και τουλάχιστον εκατό χρόνια, και ακόμη πιο έντονα από τα μέσα του 20ού αιώνα. Αυτό σημαίνει πως όταν εκπληρώνονται οι συνθήκες για να βρέξει, οι ποσότητες νερού σε ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα μπορεί να είναι μεγαλύτερες. Όπως προειδοποιούσε ήδη από το 1990 η Διακυβερνητική Ομάδα ειδικών για την εξέλιξη του κλίματος (Giec), «το φαινόμενο του θερμοκηπίου θα οξύνει τα δύο άκρα του υδρολογικού κύκλου, πράγμα που σημαίνει ότι θα υπάρξουν περισσότερα επεισόδια έντονων βροχοπτώσεων και παρατεταμένων ξηρασιών».
Εδώ και μερικά χρόνια, νέες έρευνες, για τις οποίες δεν υπάρχει ακόμη επιστημονική συναίνεση, αναδεικνύουν έναν νέο παράγοντα: την επίδραση της υπερθέρμανσης της γης στον αεροχείμαρρο (jet-stream). Η δύναμη αυτού του ρεύματος συνδέεται με τη θερμική διαφορά ανάμεσα στις περιοχές του Ισημερινού και της Αρκτικής. Γνωρίζουμε ότι οι τελευταίες θερμαίνονται πιο γρήγορα από τις πρώτες λόγω της ταχείας τήξης των πάγων. Κι έτσι η θερμική διαφορά ανάμεσα στις δύο περιοχές μειώνεται, κάτι που σημαίνει ότι ο αεροχείμαρρος εξασθενεί και γίνεται πιο ελικοειδής. Αυτή η εξέλιξη ενδεχομένως να εξηγεί εν μέρει την ασυνήθιστη διάρκεια που έχουν οι καύσωνες στη Βόρεια Αμερική και οι βροχοπτώσεις στην Κεντρική Ευρώπη.
Μολονότι λοιπόν θα πρέπει πάντα να κρατάμε μια επιφύλαξη, πιστεύω ότι οι καταρρακτώδεις αυτές βροχές συνδέονται ευθέως με την κλιματική αλλαγή. Δεν μπορούμε να φανταστούμε πλέον ένα μετεωρολογικό γεγονός που να μην επηρεάζεται από την κλιματική αλλαγή. Κι αν ο δεύτερος μηχανισμός, στον οποίο εμπλέκεται ο αεροχείμαρρος, επιβεβαιωθεί, οι ευθύνες της υπερθέρμανσης του πλανήτη θα είναι ακόμη μεγαλύτερες από αυτές που προέβλεπε το Giec πριν από τριάντα χρόνια.
Γιατί όμως πλήττονται περισσότερο οι αστικές ζώνες; Επειδή οι υπερχειλίσεις συνδέονται με στεγανοποιημένες ζώνες (δρόμοι, χώροι στάθμευσης) και με συστήματα στραγγίσματος που είχαν μελετηθεί για ροές υδάτων οι οποίες συνέβαιναν πριν από εκατό χρόνια. Οι πλημμύρες ευνοούνται όμως και από τις επεμβάσεις στα ποτάμια, κάτι που συμβαίνει συχνότερα στις αστικές ζώνες παρά στις αγροτικές περιοχές.
Υπάρχουν δύο τρόποι να αντιδράσει κανείς ώστε να μην επαναληφθούν τέτοια φαινόμενα. Πρώτα απ’ όλα πρέπει να ληφθούν μέτρα προσαρμογής ώστε οι δομές μας, οι κοινωνίες μας και οι οικονομίες μας να καταστούν πιο ανθεκτικές στα κλιματικά σοκ. Αυτό σημαίνει, για παράδειγμα, την υιοθέτηση κανόνων κατασκευής που περιορίζουν τη στεγανοποίηση των εδαφών και ευνοούν την αποθήκευση των νερών της βροχής σε δεξαμενές. Ανάλογα μέτρα πρέπει να ληφθούν και για τους καύσωνες.
Παράλληλα, όμως, πρέπει να μειωθεί το ταχύτερο δυνατό η παρουσία του άνθρακα στην παγκόσμια οικονομία ώστε να μη φτάσουμε στο σημείο η προσαρμογή να γίνει αδύνατη. Το να αρνούμαστε σήμερα τις αλλαγές του κλίματος απειλεί να καταστήσει ακατοίκητο τον μοναδικό κατοικημένο πλανήτη του ηλιακού συστήματος.
(*) Ο Ζαν-Πασκάλ βαν Ιπερσέλ είναι καθηγητής Κλιματολογίας στο καθολικό Πανεπιστήμιο της Λουβέν
(Πηγή: συνέντευξη στη Libération)