Εις το βουνό ψηλά εκεί, είναι εκκλησιά
ερημική, το σήμαντρό της δε χτυπά,
δεν έχει ψάλτη ούτε παπά. Ένα καντήλι
θαμπερό και έναν πέτρινο σταυρό
έχει στολίδι μοναχό, το εκκλησάκι το φτωχό. Αλλά ο διαβάτης σαν περνά, στέκεται
και το προσκυνά και με ευλάβεια πολλή τον άσπρο του σταυρό φιλεί.
Αυτά διδαχτήκαμε και αυτά μάθαμε στο σχολείο, τις παλιές καλές εποχές, δηλ. τα ωραία χρόνια πριν την παγκοσμιοποίηση, γιατί το σχολείο προσφέρει πλήθος γνώσεων, από τις οποίες οι πιο πολλές όμως, όχι όλες, είναι απαραίτητες για τη διαδρομή στην πρόσκαιρη ζωή μας. Κι άλλα πολλά και όχι μόνο αυτό, μας λένε οι ειδήμονες και οι σοφοί. Προφανώς κι έχουν δίκιο, έτσι χτίζεται η επιτυχία στη ζωή, διότι αν δούμε τη μετά-παγκοσμιοποιημένη μας κοινωνία, τις απαξίες που σε μεγάλο βαθμό έχουν αντικαταστήσει τις αξίες, την παράδοση που σαν άλλος Δαβίδ δίνει μεγάλο αγώνα απέναντι στον Γολιάθ του χρήματος, του εφήμερου, του ευτελούς, του «στυλ», της εικόνας, της μόδας, των «έξυπνων κινητών τηλεφώνων», της ξενόφερτης κουλτούρας, της παραποίησης των ηθών και των εθίμων, καθώς και της υποβάθμισης του πολιτισμού μας, κάθε άλλο παρά χτίσιμο της επιτυχίας κάνουμε.
Ξέφυγα λιγάκι (να με συγχωρέσετε, διότι έχω αγανακτήσει με όλα αυτά που βλέπω και ακούω), αλλά επανέρχομαι στο θέμα μου. Ελλάδα και «ξωκλήσι», Ελληνικός λαϊκός πολιτισμός και Ορθόδοξη Χριστιανική Παράδοση, είναι λέξεις άρρηκτα συνδεδεμένες και αυτό φαίνεται είτε αποφασίσεις να κάνεις την εξόρμησή σου στα πεδινά χωριά του κάμπου ή σε κάποιο βουνό ή σε οποιοδήποτε ορεινό χωριό. Η Ορθοδοξία και η ελληνική φύση δένονται αρμονικά σε αυτούς τους ταπεινούς και απομακρυσμένους τόπους, η πίστη γιγαντώνεται, ο ίδιος ο Θεός με τους Αγίους και τις Αγίες του, αποκαλύπτεται. Οι Έλληνες είναι ένας βαθιά θρησκευόμενος λαός, γι’ αυτό και έχτισαν αυτούς τους μικρούς τόπους λατρείας σε όλα τα απίθανα μέρη. Τα εκκλησάκια που θα συναντήσεις είναι αμέτρητα. Δεν γνωρίζω αν άλλη χριστιανική χώρα, όπως η Ελλάδα μας, έχει τόσα ξωκλήσια. Ξωκλήσια είναι τα εκκλησάκια που βρίσκονται έξω από τις πόλεις και τα χωριά.
ΦΥΣΗ ΚΑΙ ΞΩΚΛΗΣΙΑ
Τα συναντούσαμε και τα συναντάμε σκαρφαλωμένα πάνω σε γκρεμούς, σε δύσβατα βουνά, όπου οι άνεμοι είναι καθημερινά γύρω τους ή σε κρυφά μονοπάτια και βράχους ή κρυμμένα πίσω από τα πυκνά φυλλώματα (λες και παίζουνε κρυφτό) των δέντρων και περικυκλωμένα από αγριολούλουδα και αγριόχορτα και νομίζεις ότι πιάνουν φιλίες με τα πουλιά και τ’ άγρια ζώα. Άλλοτε πάλι στέκονται μόνα τους στα πιο ψηλά σημεία, για να μας χαιρετίσουν ή έχουν κατοικοεδρεύσει μέσα στον κάμπο, είναι γειτονιά με τους γεωργούς και βλογάνε τη σοδειά τους. Πάντα με τον μικρό σταυρό στην κορυφή τους, με τη σκουρόχρωμη πέτρα ή όχι στη σκεπή τους, θαρρείς και περιμένουν κάποιον να τ’ ανακαλύψει για πρώτη φορά ή να θέλουν και να προσπαθούν, να ενώσουν τον ουρανό με τη γη. Άλλοτε φρεσκοβαμμένα και περιποιημένα και άλλοτε με τις φθορές τους από το πέρασμα των χρόνων, περιμένουν τον κάθε πιστό να προσευχηθεί, ν’ ανάψει το κεράκι του και να ξεκουραστεί.
Τα πιο πολλά είναι χτισμένα από απλούς ανθρώπους και δένουν όμορφα με το τοπίο, αφού τα κύρια υλικά κατασκευής τους, προέρχονται από τον γύρω χώρο. Μοναδικά «εργαλεία» κατασκευής τους, το μεράκι κι ο κόπος των ανθρώπων που τα έφτιαξαν. Η κάθε γωνιά και η κάθε πέτρα έχει τοποθετηθεί με μεράκι. Χωρίς σχέδια και άδειες. Αρχιτέκτονες ήταν η βαθιά τους ευλάβεια, γι’ αυτό και είναι όμορφα, γουστόζικα. Χτίζονταν έπειτα από κάποιο όνειρο, κάποια οπτασία ή κάποιο τάμα. Η λιτότητα και η απλότητα είναι τα κύρια χαρακτηριστικά τους. Λιτό το εσωτερικό τους (εικόνες πολυκαιρισμένες, φθαρμένες από τον χρόνο, φτιαγμένες πολλές φορές από το χέρι απλών ανθρώπων ή τάμα κάποιου πιστού, απεικονίζουν Αγίους στους οποίους πιστεύουν και ελπίζουν. Αν υπάρχει τέμπλο είναι ξύλινο σκέτο, χωρίς ιδιαίτερα σκαλίσματα. Τα καντηλάκια αναμμένα, που πολλές φορές είναι κι ο μοναδικός φωτισμός. Ο ξύλινος σταυρός, συμπληρώνει το σύνολο). Εξωτερικά είναι έντονα επηρεασμένα από τον τόπο που βρίσκονται. Το καθένα έχει ξεχωριστή σημασία και ομορφιά στην περιοχή που βρίσκεται. Κάθε ξωκλήσι είναι και μια ξεχωριστή ιστορία και κάθε ξωκλήσι είναι και μια ξεχωριστή πινελιά στον υπέροχο πίνακα της πατρίδας μας, της Ελλάδας.
Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ
Τα ξωκλήσια είναι προσευχή, είναι τάμα που δόθηκε σε δύσκολες στιγμές. Είναι επικοινωνία με τον Θεό. Είναι τα εκκλησάκια αυτά, που αποτελούν σημεία ευλαβικής αναφοράς και παρηγοριάς για τον άνθρωπο του βουνού και της υπαίθρου. Είναι αυτά με τις εικόνες των Αγίων, που δάκρυζαν, που μιλούσαν και που θαύματα ενεργούσαν. Ήταν τα αποκούμπια του πονεμένου και κουρασμένου ανθρώπου. Αυτά ήταν γι’ αυτούς τα νοσοκομεία, τα καταφύγια στον πόνο και τις στενοχώριες της πικρής ζωής. Ήταν οι φάροι και όπως αυτοί δίνουν φως και δείχνουν τον δρόμο της θάλασσας, έτσι και τα μικρά αυτά εκκλησάκια, μες στην ερημιά, έδιναν παρηγοριά και μας έδειχναν τον δρόμο, για να συνεχίσουμε το ταξίδι της δύσκολης χωριάτικης ζωής μας. Έφερναν τον Θεό, την Αγία και τον κάθε Άγιο κοντά μας και μας έκαναν πιο δυνατούς, δίνοντάς μας γαλήνη, ηρεμία και ψυχική σωτηρία, που τόσο πολύ είχαμε ανάγκη. Έμπαινε ο κόσμος μέσα και βλέποντας τους Αγίους, ήταν σαν να ένιωθε στο σπίτι του. Πολλές φορές ο ταλαιπωρημένος άνθρωπος βγαίνοντας απ’ αυτό, ένιωθε πιο ελαφρύ το βάρος που κουβαλούσε. Τις παλιότερες εποχές ήταν ένα καταφύγιο και μια καταφυγή, γιατί πώς αλλιώς να χαρακτηρίσεις αυτό το συναίσθημα που σε γέμιζε και σε γεμίζει, όταν μισανοίγεις τη βαριά ξύλινη πόρτα, με τους γύφτικους μεντεσέδες και τυφλωμένος από τον δυνατό ήλιο μπαίνεις στο σκοτεινό ξωκλήσι; Όταν σε έπιανε από τη μύτη η μυρωδιά από τα κεριά και το λιβάνι που είχε ποτίσει τους τοίχους; Όταν έβλεπες τις εικόνες αχνοφωτισμένες από το φως των καντηλιών; Όταν προσκυνώντας, σκόνταφτε το πόδι σου στο κουτί της «Φυτίνης» (έπεφταν μέσα τα υπερβολικά λάδια από τα φτωχοκάντηλα) ή πατούσες τα πεσμένα πλαστικά λουλούδια που όμως ήξερες, πως κάποιο χέρι ευλαβικό τα ακούμπησε εκεί; Ήταν προσευχή, ξαπόσταμα για τους πεζοπόρους, ακόμη και υπνάκος στα δροσερά πεζούλια. Σε αυτά προστατεύονταν από την ξαφνική μπόρα, τον κεραυνό ή χωνόντουσαν μέσα να πάρουν μια ανάσα από το καυτό λιοπύρι και φυσικά για να προσευχηθούν, να κάνουν τον σταυρό τους, να ασπασθούν ευλαβικά την εικόνα ή απλά να μιλήσουν στους Αγίους τους, που περίμεναν με αιώνια υπομονή να τους επισκεφτούν και να τους ανάψουν το καντήλι. Το δροσερό νεράκι της βρυσούλας του κι ο ίσκιος των δέντρων, τους έδιναν μια ανάσα ξεκούρασης. Τα ξωκλήσια ήταν και είναι μνημεία της θρησκευτικής μας παράδοσης και του πολιτισμού μας.
Ο ΑΪ-ΛΙΑΣ
Διαβάσαμε και η παράδοση αναφέρει θρύλους και ιστορίες, που συνοδεύουν τα ξωκλήσια. Θα μου επιτρέψετε όμως, να σας αναφέρω την πιο χαρακτηριστική απ’ όλες, την ιστορία του Άι-Λια:
Ο Άι-Λιας ήταν ναύτης, και επειδή έπαθε πολλά στη θάλασσα και πολλές φορές κόντεψε να πνιγεί, βαρέθηκε τα ταξίδια και αποφάσισε να πάει σε μέρος που να μην ξέρουν τι είναι θάλασσα και τι είναι καράβια. Παίρνει λοιπόν στον ώμο το κουπί του και βγαίνει στη στεριά. Όποιον συναντούσε τον ρωτούσε τι είναι αυτό που βαστάει;
Όσο του έλεγαν «κουπί» τραβούσε ψηλότερα, ώσπου έφτασε στην κορυφή του βουνού. Ρωτάει τους ανθρώπους που βρήκε εκεί τι είναι και του λένε «ξύλο». Κατάλαβε λοιπόν πως αυτοί δεν είχαν δει ποτέ τους κουπί και έμεινε μαζί τους εκεί στα ψηλά. Γι' αυτό τα ξωκλήσια του Προφήτη Ηλία είναι ψηλά στις κορφές των βουνών!!
ΗΘΗ, ΕΘΙΜΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΣΕΙΣ
Πολλοί πιστοί και σε πολλά χωριά, τιμούσαν και τιμούν τα ξωκλήσια της περιοχής τους, διατηρώντας τις παλιές παραδόσεις με τον ελληνικό ορθόδοξο τρόπο. Έτσι κάθε χρόνο την περίοδο της γιορτής του Αγίου ή της Αγίας που είναι αφιερωμένο το ξωκλήσι, αναβίωναν και αναβιώνουν πολλά ήθη και έθιμα. Από μέρες πριν οι γυναίκες καθάριζαν και καθαρίζουν σχολαστικά τον προαύλειο χώρο, αλλά και το εσωτερικό του. Η καθαριότητα ήταν και είναι απαραίτητη για να υποδεχτούν τους επισκέπτες. Γινόταν και γίνεται ο απαραίτητος εσπερινός την προηγούμενη ημέρα της γιορτής και το επόμενο πρωί η θεία λειτουργία και η αρτοκλασία. Την ίδια μέρα στήνονταν και στήνεται μεγάλο πανηγύρι στον περίβολο. Τα ψητά, οι πίτες, τα γλυκά και τα ζυμωμένα ψωμιά είναι έτοιμα, για να τα απολαύσουν οι πιστοί στο τραπέζι, που ευλογούσε και ευλογεί ο ιερέας.
Ακολουθούσε και ακολουθεί μουσικοχορευτικό γλέντι. Το πανηγύρι ήταν και είναι αντάμωμα, χώρος συνάντησης και αναμνήσεων, για μικρούς και μεγάλους. Μέσα σε κείνο το καθαρά θρησκευτικό πανηγύρι οι χωριανοί δένονταν πιο πολύ μεταξύ τους κι αδερφώνονταν... Σήμερα στα μέρη μας, ο τόπος ερήμωσε... Πάει, χάθηκαν οι γιορτές και τα πανηγύρια στα ξωκλήσια... Μου έμεινε όμως η πιο ωραία ανάμνηση και τη θυμάμαι ιδιαίτερα και δεν είναι άλλη από το μάζεμα του «αμάραντου». Πολλοί νέοι και νέες τρέχαμε και σκαρφαλώναμε στις απόκρημνες κορφές ενός κοντινού λόφου, για να κόψουμε και να φέρουμε στα σπίτια μας τον «αμάραντο», ένα χρυσοκίτρινο λουλούδι, που δεν μαραίνεται ποτέ (εξ ου και αμάραντος) που φύτρωνε μέσα στις πέτρες, χρύσωνε με το γλυκοκίτρινο χρώμα του τον τόπο και μοσχοβόλαγε.
Δεν θυμάμαι πόσα ξωκλήσια έχω συναντήσει μέχρι τώρα, ούτε γνωρίζω πόσα ακόμα θα ανακαλύψω, εξερευνώντας την πατρίδα μας, την Ελλάδα, αλλά ξέρω ότι πάντα θα με γοητεύουν, γιατί ό,τι κάνει κανείς για τον Θεό, δεν πάει χαμένο. Ο άνθρωπος αποκτά τη χάρη, μόνο με την ευσέβεια, την αυτοκριτική, την επιθυμία για συγχώρεση, με το απλό άναμμα του καντηλιού, του κεριού, του προσκυνήματος και του φιλήματος της εικόνας του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων, γιατί όλα αυτά γίνονται μάννα ουράνιο που θρέφει την ψυχή του. Να προσθέσω επίσης και αυτό το κατανυκτικό στοιχείο που έχουν και που σου γαληνεύει την ψυχή και σε ηρεμεί όταν, καθισμένος στα πεζούλια τους, αγναντεύεις τη φύση και την υπέροχη θέα και ομορφιά της, που απλόχερα μας χαρίζει.