Είχε προηγηθεί, ωστόσο, μια πολύ μεγάλη περίοδος μετά τη μεταπολίτευση και, κυρίως, μετά την είσοδό μας στην Ε.Ο.Κ, αρχικά, και στην Ε.Ε., κατόπιν, που η χώρα μας και ο λαός της, παρά τα προβλήματα και τις σπατάλες, είδε τα εισοδήματά του να βελτιώνονται, έστω και αν η οικονομία ήταν στηριγμένη σε γυάλινα πόδια. Δεν ήταν, όμως έτσι, τα πράγματα τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων η επιβίωση των Ελλήνων κρεμόταν από μια κλωστή, λόγω του ότι είχαν προηγηθεί δύο καταστρεπτικοί πόλεμοι, αυτός του ‘40 με την κατοχή και ο εμφύλιος. Και επειδή την έζησα αυτήν την περίοδο σ’ όλο της το «μεγαλείο» στην επαρχία, θα επιχειρήσω, παρακάτω, να την ξαναζωντανέψω, κατά το δυνατόν.
Πρέπει, κατ’ αρχήν, να επισημάνω, ότι ο ενεργός αντρικός πληθυσμός, όπως ήταν φυσικό, είχε αποδεκατιστεί στα πεδία των μαχών, υποχρεωμένος καθώς ήταν να φορέσει το χακί και να πολεμήσει για πολύ καιρό είτε στα βουνά της Αλβανίας και στα μετόπισθεν, είτε ενταγμένος στις τάξεις του ΕΛΑΣ ή του εθνικού στρατού, κατόπιν. Είχε, έτσι, παραμελήσει, αναγκαστικά, την καλλιέργεια της γης, που ήταν, τότε, η βασική ενασχόληση των κατοίκων της υπαίθρου, οπότε στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια υπήρχε έλλειψη βασικών γεωργικών προϊόντων, όπως το σιτάρι.
Αλλά και όταν οι πολεμικές περιπέτειες τελείωσαν, η καλλιέργεια της γης ούτε εύκολη υπόθεση ήταν, αφού ήταν χειρωνακτική, ενώ και τα υποζύγια και τα γεωργικά εργαλεία ήταν πολύ περιορισμένα, οπότε η παραγωγή αγαθών, παρά τη σκληρή δουλειά, ήταν πενιχρή. Και επειδή, όταν η εθνική οικονομία στηρίζεται, κυρίως, στη γεωργία και σε γεωργούς της επαρχίας, που είναι περισσότεροι πληθυσμιακά και αυτοί πεινούν, τότε και οι αστοί δυσκολεύονται να επιβιώσουν, αντιλαμβάνεται κανείς πόσο δύσκολη ήταν, τότε, η όλη κατάσταση. Πέραν τούτων, επειδή ούτε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε νερό και, κατ’ επέκταση, ψυγείο και τουαλέτα υπήρχε, ακόμη, στα πολλά σπίτια του αστικού πληθυσμού και σ’ όλα της επαρχίας, οι δυσκολίες λόγω έλλειψης κεντρικής θέρμανσης και λουτρού ήταν ακόμη περισσότερες.
Για να λειτουργήσει, όμως, η κοινωνία, να περιοριστεί το κακό και ν’ αντέξει ο κόσμος, η ευρηματικότητα περίσσευε. Τα σπίτια στην επαρχία κτίζονταν πλίθινα ή πέτρινα και στρωτά ή το πολύ δίπατα και με τους ανθρώπους να διαβιούν στον άνω όροφο και τα ζωντανά, πλην των χοίρων, στο ισόγειο. Οι μεσοτοιχίες (τσιατμάδες) και τα ταβάνια καλύπτονταν από ξύλινα και σοβατισμένα πλέγματα, τα πατώματα και αυτά ήταν ξύλινα, ενώ τα δωμάτια χαμηλοτάβανα και τα παράθυρα μικρά. Όλα αυτά, για να υπάρχει δροσιά το καλοκαίρι και σχετική ζεστασιά τοn χειμώνα, που ενισχύονταν απ’ το αναμμένο τζάκι, ενώ με νερό τροφοδοτούνταν τα σπίτια απ’ τις νερομάνες, που ήταν διάσπαρτες με τρεχούμενο νερό σε κεντρικά σημεία των χωριών.
Εκτός απ’ αυτά, επιστρατεύονταν για την αντιμετώπιση του χειμώνα, οι προκόβες για το πάτωμα, οι βελέντζες για σκέπασμα και οι μάλλινες κάλτσες για τα πόδια, πλεγμένες απ’ τα χέρια της μαμάς ή της γιαγιάς, γιατί τα παντελόνια των αγοριών ήταν κοντά, χειμώνα-καλοκαίρι, μέχρι να γίνουν έφηβοι. Πέραν τούτων, απ’ τα αγροτικά σπίτια δεν έλειπαν τα ζωντανά και τα πουλερικά για γάλα, τυρί, αυγά, κρέας και μαλλί, αλλά και ο μπαχτσές για ζαρζαβατικά. Κάθε αγροτικό σπίτι, δηλαδή, είχε την αυτονομία του και πεινούσε ή χόρταινε ανάλογα με τις προσπάθειες, που κατέβαλαν ο αρχηγός του σπιτιού και τα μέλη της οικογένειας, τα οποία, αν εξαιρέσουμε την αγρότισσα μάνα, που δε σταματούσε, σχεδόν ποτέ, δεν είχαν, τι να κάνουν τον ελεύθερο χρόνο τους κατά τη διάρκεια της νύχτας λόγω έλλειψης βιβλίων, ραδιοφώνου, τηλεόρασης, αλλά και καφετεριών.
Και επειδή, εκτός από υποζύγια, υπήρχαν ελάχιστα ή καθόλου μεταφορικά μέσα, το μόνο μεταφορικό μέσο, που προσφέρονταν ήταν το ποδήλατο, το οποίο, ωστόσο, κυκλοφορούσε μόνο εκεί, που το επέτρεπαν οι συνθήκες. Παρόλα αυτά, μέσω της ανοικοδόμησης και των επαγγελμάτων, που προέκυψαν, όχι μόνο επιβιώσαμε, αλλά και θυμόμαστε με νοσταλγία όλα αυτά, που βιώσαμε.
Από τον Κώστα Γιαννούλα