Παρότι η Πελοπόννησος στα Ορλωφικά του 1776 είχε δεινοπαθήσει, οι εκεί έμποροι και διανοούμενοι πρωτοστάτησαν ως Φιλικοί στις διεργασίες της Επανάστασης. Αλλά και οι μεγάλες οικογένειες (περίπου 50) της Πελοποννήσου, δηλαδή οι προύχοντες (οικογ. Μπενάκη, Λόντου, Μαυρομιχάλη, Κουντουριώτη, κ.ά.) δεν υστέρησαν, παρότι είχαν πολλά προνόμια ως διαμεσολαβητές -μαζί με τον κλήρο- μεταξύ υπόδουλων και Τούρκων. Η Πελοπόννησος στην Επανάσταση είχε μόνον 10% Τούρκους. Ο υπόλοιπος αμαθής και πολύπαθος πληθυσμός -εκτός των Μανιατών, Υδραίων, Σπετσιωτών και Ψαριανών- ήταν εντελώς απόλεμος και ανέτοιμος για εξέγερση. Υπήρξε υποτελής στους κοτσαμπάσηδες (προύχοντες) και τους Τούρκους τσιφλικάδες των πεδινών περιοχών. Γιατί πολέμησε τελικά; Επειδή καταδιώχτηκε σκληρά από τους Οθωμανούς, και επειδή στα ημιορεινά και ορεινά τμήματα υπήρξε υποτελής και υπάκουος στους Προκρίτους, που - θέλοντας και μη- τους ξεσήκωσαν και τους μύησαν στα όπλα. Η πέννα του Γεωργίου Τερτσέτη γράφοντας τα υπαγορευόμενα λόγια του Κολοκοτρώνη στις «Διηγήσεις συμβάντων της ελληνικής φυλής μεταξύ 1770-1836» αποκαλύπτει πως, αν δεν καταδίωκαν σκληρά οι Τούρκοι την ελληνική φτωχολογιά, η Επανάσταση θα είχε σβήσει από τον πρώτο καιρό. Ίσως η εκ των υστέρων πρόγνωση του «γέρου του Μοριά» να θεμελιώνεται στην καλή γνώση των πραγμάτων του καιρού του. Δεν είναι τυχαίο, πως επιφανείς Έλληνες και μεγάλοι καραβοκύρηδες -όπως ο Κοραής, ο Καποδίστριας, ο πατριάρχης των Κουντουριώτηδων Λάζαρος Κουντουριώτης, ο παλαιών Πατρών Γερμανός, κ.ά. -πίστευαν, πως η Επανάσταση ήταν πρόωρη. Ο τελευταίος ιδιαίτερα υπήρξε πυρ και μανία με τον "εξωλέστατο" Γρηγόριο Δικαίο (τον Παπαφλέσσα), που διέδιδε, ότι τσαρικά στρατεύματα κατέλαβαν την Ανδιανούπολη, "κατέρχονται προς την πόλιν", και άλλες ανακρίβειες στον απλό κόσμο.
Στα χρόνια του Καποδίστρια (1828-1831) φρούραρχος του Ναυπλίου τοποθετήθηκε ο Βαυαρός συνταγματάρχης Καρλ Βίλχελμ φον Έιντεκ.
Ο Έιντεκ συνέγραψε πόνημα για τη θητεία του και τα συμβάντα εκείνης της περιόδου. Γράφει για το Ναύπλιο -πρωτεύουσα τότε- τα εξής: «Για να ειρηνεύσει τ' Ανάπλι και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις πείστηκαν οι καπεταναίοι να μην κυκλοφορεί στην πόλη κανένας στρατιώτης ή ναύτης ένοπλος. Οι οπλαρχηγοί μπορούσαν να είναι οπλισμένοι, αλλά μόνο με σπαθί. Ο ίδιος ο Έιντεκ κυκλοφορούσε εντελώς άοπλος και χωρίς συνοδεία (ο συγγραφέας γράφει σε τρίτο πρόσωπο). Το μέτρο τελεσφόρησε και με χαρά είδα αυτούς τους κυρίους να μεταβαίνουν στους δημόσιους χώρους με μόνη συνοδεία ένα παιδί, που κρατούσε το τσιμπούκι τους (σημ. εννοεί τον ναργιλέ). Ο Έιντεκ ανέλαβε την προστασία και την εκπαίδευση 80-100 ορφανών πολέμου. Τα περισσότερα προέρχονταν από την αιγυπτιακή αιχμαλωσία. (σημ. αναφέρεται στην επιδρομή και τη λεηλασία της Πελοποννήσου από τα τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματα του Ιμπραήμ μετά το 1825 μέχρι το Ναυαρίνο). Τα παιδιά αηδιαστικά ρυπαρά, καθαρίστηκαν, λούστηκαν και έπειτα κουρεμένα εν χρω -επειδή τα περισσότερα έπασχαν από ψώρα- και ήταν καταψειρισμένα, ντύθηκαν ομοιόμορφα. Κάθε παιδί πήρε έναν μανδύα, που τον χρησιμοποιούσε τον πρώτο καιρό και ως σκέπασμα. Ένας νεαρός Έλληνας ιερωμένος, ο Νικητόπουλος*, δίδασκε τα ορφανά με τη λαγκαστριανή** μέθοδο. Αργότερα τα παιδιά εντάχθηκαν στο ορφανοτροφείο Αίγινας. Μετά την δολοφονία του Κυβερνήτη το ίδρυμα έπεσε σε παρακμή». Αρκετά αυτά για σήμερα.
*Ο Φώτης Παππανικητόπουλος αναφέρεται στο μητρώο των Ελλήνων αγωνιστών της Επανάστασης (Βιβλιοθ. Ιδρύματος Βουλής των Ελλήνων).
**Η μέθοδος Λάγκαστερ είναι τρόπος αλληλοδιδασκαλίας, όπου οι καλύτεροι και ευφυέστεροι μαθητές βοηθούν τους λίγους δασκάλους στη διδασκαλία των κατώτερων μαθητών και τάξεων. Εφαρμόστηκε πριν και μετά την ίδρυση του Κράτους στα ελληνικά σχολεία πολύ πριν την Επανάσταση (στα Μέγαρα, την Αθήνα, το Ναύπλιο, το Άργος, τη Σύρο και αλλού). Δίδασκαν εκεί και μορφωμένοι ιερείς. Το «κρυφό σχολειό» όμως είναι μύθος.