εισβολή τους. Αρχηγός ο Ξέρξης με 300 χιλ. στρατό. Οι Έλληνες με αρχηγό τον Λεωνίδα παρατάχθηκαν με 7 χιλ. Οι 300 επιλέχτηκαν με κριτήριο να έχουν ήδη αποκτήσει γιους. Ο Λεωνίδας είχε γιο, τον Πλείσταρχο, 8 ετών (τον έκανε με την ανιψιά του Γοργώ, 30 χρόνια νεότερη). Πέθανε όμως 29 ετών....
Αποφάσισαν να κλείσουν το στενό των Θερμοπυλών. Εκεί οι Πέρσες δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την αριθμητική τους υπεροχή, αφού θα εισέρχονταν λίγοι κάθε φορά. Σήμερα τα στενά δεν είναι κοντά στη θάλασσα, αλλά μερικά χιλιόμετρα μέσα, λόγω των προσχώσεων του Σπερχειού. Τότε είχε ένα στενό πέρασμα (9 χιλ. με πλάτος έως 20 μ.) κατά μήκος τού Μαλιακού Κόλπου και των απότομων πλαγιών του όρους Καλλίδρομου. Το όνομά του οφείλεται στις θερμές πηγές του.
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΗ ΜΑΧΗ: Ο Ξέρξης ζητά με πρεσβευτή του, να καταθέσει τα όπλα ο Λεωνίδας. «Μολών Λαβέ» = έλα να τα πάρεις (φράση που τού χάρισε αιώνια αίγλη). Μετά απέστειλε έναν ιππέα να υπολογίσει τη δύναμη τού ελληνικού στρατού. Ο ιππέας πλησίασε, περιεργάστηκε όσους μπορούσε να διακρίνει και κατάπληκτος αντικρίζει τους Σπαρτιάτες να γυμνάζονται, ενώ άλλοι χτένιζαν τα μαλλιά τους. Όταν ο Ξέρξης τα άκουσε, του φάνηκαν γελοία, καθαρή αναίδεια και παράτολμη τρέλα. Μέρες πριν, 2 Σπαρτιάτες αρρώστησαν από Οφθαλμία (σοβαρή μόλυνση του ματιού). Ανήμποροι για σύγκρουση, ο Λεωνίδας τους διατάζει να επιστρέψουν στη Σπάρτη. Ο ένας αποχώρησε για λίγο και μετά πολέμησε σχεδόν τυφλός. Ο άλλος περιφρονήθηκε στη Σπάρτη και ονομάστηκε «Τρέσας» = εκείνος που δείλιασε (πολέμησε ηρωικά το επόμενο έτος, Μάχη Πλαταιών).
Ο Ξέρξης περίμενε λίγες μέρες, σίγουρος ότι θα το έβαζαν στα πόδια. Δεν έβλεπε όμως καμία κίνηση και οργισμένος αποφάσισε την επίθεση.
1η ΜΕΡΑ: Ο Ξέρξης έστειλε τους Μήδους και τους Κισσίους που επιτέθηκαν μετωπικά. Οι Έλληνες παρατάχθηκαν σε πυκνή τάξη και ήταν ανώτεροι σε ανδρεία και οπλισμό. Οι ξύλινες ασπίδες και τα κοντά δόρατα των Περσών, δεν φάνηκαν αποτελεσματικά και σκοτώθηκαν πολλοί. Μετά απέστειλε τους Αθανάτους με αρχηγό τον Υδάρνη, αλλά κι αυτοί απέτυχαν.
2η ΜΕΡΑ: Ο εχθρός επανέλαβε την επίθεση, θεωρώντας ότι οι Έλληνες λόγω του μικρού αριθμού τους, δεν θα μπορούσαν να αντισταθούν. Αποκρούστηκαν, και πάλι υποχώρησαν. Αμήχανος στη σκηνή του ο Ξέρξης, δέχτηκε το απόγευμα τον προδότη Εφιάλτη. Αυτός ελπίζοντας σε γενναιόδωρη ανταμοιβή, υπέδειξε ένα μονοπάτι από το οποίο θα μπορούσε να περικυκλώσει τους Έλληνες. Αμέσως, μέσα στη νύχτα, στάλθηκε ο Υδάρνης με τους Αθανάτους.
3η ΜΕΡΑ: Το μονοπάτι το φύλαγαν 1.000 Φωκείς, πλημμελώς όμως. Πλησίαζαν οι Πέρσες και δεν τους αντιλήφθηκαν. Τελευταία στιγμή και βιαστικά άρπαξαν τα όπλα και υποχώρησαν σε κοντινό λόφο για άμυνα. Μάχη δεν έγινε, καθώς οι Πέρσες δεν ήθελαν να καθυστερήσουν κι άλλο. Οι μελετητές διαπιστώνουν πως είχε υποτιμηθεί ο κίνδυνος να κυκλωθούν μέσω αυτού του μονοπατιού (η Ανοπαία οδός). Ειδοποιήθηκαν οι Έλληνες ότι πλησιάζουν οι Πέρσες. Τότε αποχώρησαν, αλλά ο Λεωνίδας αποφάσισε να μείνει με 299 Σπαρτιάτες, 700 Θεσπιείς και 400 Θηβαίους. Θεώρησε ανάρμοστο να εγκαταλείψουν το μέρος που είχαν αναλάβει να υπερασπιστούν. Το αίσθημα τιμής του απαγόρευε να φύγει. Αυτοί οι λίγοι πολέμησαν πρώτα με τα δόρατα και μετά με τα ξίφη τους. Από εχθρικά βέλη όμως, σκοτώνεται ο Λεωνίδας (ήταν περ. 58 ετών). Άγρια μάχη διεξάγεται γύρω από το σώμα του. Αλλά ο αγώνας είναι άνισος. Οι Θηβαίοι παραδόθηκαν. Οι υπόλοιποι υποχώρησαν στον λόφο του Κολωνού. Εκεί τους σκότωσαν όλους οι βάρβαροι τοξεύοντάς τους.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Οι Πέρσες βρήκαν το σώμα τού Λεωνίδα. Ο Ξέρξης διέταξε να το αποκεφαλίσουν (κάτι ασυνήθιστο, γιατί τιμούσαν τους γενναίους αντιπάλους τους). Αυτή η μάχη από ηθική άποψη είναι λαμπρό παράδειγμα αυταπάρνησης, αυτοθυσίας και υπακοής στην πατρίδα. Ο Σιμωνίδης έγραψε ένα από τα πιο γνωστά επιγράμματα: «Ω ξείν’, αγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ότι τήδε κείμεθα, τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι». Ο Κ. Καβάφης έγραψε το ποίημα «Θερμοπύλες» από ηθική υποχρέωση προς τους αγωνιστές: «Τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή τους όρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες. Ποτέ από το χρέος μη κινούντες.....». Σε μια στροφή του «Ύμνου εις την Ελευθερίαν», ο Δ. Σολωμός λέει: «Ω! Τριακόσιοι! Σηκωθήτε και ξανάλθετε σ’ εμάς. Τα παιδιά σας θελ’ ιδήτε πόσο μοιάζουνε με σας».