Μαθαίνετε ότι μετά που τελείωσε το σχολείο κατάφερε και μπήκε γρήγορα σε θέση δημοσίου με υψηλές αποδοχές, η γυναίκα του δουλεύει και αυτή σε υψηλόβαθμη θέση, έχει δικό του σπίτι και οδηγεί αυτοκίνητο τελευταίας τεχνολογίας. Αντίθετα εσείς που τελειώσατε το πανεπιστήμιο ακόμη δεν έχετε καταφέρει να διοριστείτε, μένετε στο ενοίκιο και έχετε ένα παλιό αυτοκίνητο για να εξυπηρετείστε. Θα μπορούσε βέβαια να ισχύσει και το αντίθετο. Εσείς να είστε οι πετυχημένοι επαγγελματικά και ο συμμαθητής σας να είναι ένας απλός υπάλληλος μια επιχείρησης.
Η παραπάνω φανταστική ιστορία, με διάφορες παραλλαγές, έχει συμβεί στους περισσότερους από εμάς. Εκείνο που έχει σημασία να προσέξουμε είναι τα συναισθήματα που μας δημιουργεί μια τέτοια συνάντηση. Αν είμαστε από την πλευρά του λιγότερου επιτυχημένου, αρχικά νιώθουμε ένα είδος θυμού (κοίτα να δεις... αυτός που καθόταν στο τελευταίο θρανίο στο σχολείο και ήταν πάντα αδιάβαστος... κοίτα πώς τα κατάφερε) και στη συνέχεια έχουμε μια αίσθηση κατωτερότητας. Αν είμαστε από την πλευρά του επιτυχημένου, νιώθουμε μια έπαρση και μια περηφάνια γιατί τα καταφέραμε καλύτερα (εγώ που στο σχολείο δεν με υπολόγιζε κανείς τα κατάφερα καλύτερα).
Το βασικό ερώτημα που προκύπτει από όλα τα παραπάνω είναι: η επιτυχία δηλώνει και την αξία ενός ανθρώπου; Ποιος θεωρείται άξιος και ποιος ανάξιος; Και τελικά πώς μετριέται η αξία ενός ανθρώπου;
Καταρχήν θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι δεν υπάρχει απόλυτα πετυχημένος και απόλυτα αποτυχημένος άνθρωπος, όπως δεν υπάρχει απόλυτα έξυπνος και απόλυτα ηλίθιος ή απόλυτα όμορφος και απόλυτα άσχημος άνθρωπος. Το απόλυτο δεν υπάρχει σε αυτόν τον κόσμο. Ακόμη καλύτερα δεν υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι άνθρωποι. Υπάρχουν άνθρωποι που κυνήγησαν τα όνειρά τους και πέτυχαν τους στόχους τους και εκείνοι που δεν το έκαναν. Εξάλλου και η λέξη επιτυχία σημαίνει αυτό ακριβώς: πραγματοποίηση ενός στόχου.
Το ίδιο ισχύει και για τις κοινωνίες. Δεν υπάρχουν απόλυτα πετυχημένες και αποτυχημένες κοινωνίες. Γιατί λοιπόν τόσο συχνά ως λαός υποτιμούμε τους εαυτούς μας και την κοινωνία μας όταν την συγκρίνουμε με εκείνες της ανεπτυγμένης Ευρώπης; Εκείνες, παρά τα όποια προβλήματα εξακολουθούν να έχουν, κατάφεραν να πετύχουν σε μεγαλύτερο βαθμό τους στόχους που έθεσαν. Αυτό δεν τις κάνει ανώτερες και εμάς κατώτερους. Τις κάνει πιο οργανωμένες, με πιο αποτελεσματικά συστήματα υγείας, εκπαίδευσης και πολλά άλλα, όμως σε καμία περίπτωση χώρες που κατοικούνται από ανώτερους ανθρώπους.
Δυστυχώς έχουμε δημιουργήσει κοινωνίες που η αξία του ανθρώπου μετριέται με βάση τα υλικά αγαθά που διαθέτει. Άξιος είναι εκείνος που οδηγεί το καλύτερο αυτοκίνητο, που ζει σε μεγάλο σπίτι, που έχει το κινητό τελευταίας τεχνολογίας, που φορά ακριβά ρούχα. Έχετε σκεφτεί όμως γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι που είναι πετυχημένοι επαγγελματικά και τους θεωρούμε πιο άξιους από εμάς, υποφέρουν από κατάθλιψη ή είναι χρήστες ναρκωτικών ουσιών; Γιατί άραγε ανεπτυγμένες τεχνολογικά κοινωνίες έχουν τόσα περιστατικά αυτοκτονιών; Γιατί σε αυτές τις χώρες οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι έχουν την περισσότερη δουλειά; Το πιο ανησυχητικό είναι ότι μεγαλώνουμε μια γενιά νέων που έχουν τις ίδιες αντιλήψεις. Αγοράζουμε το πιο νέο κινητό στα παιδιά μας, τους αγοράζουμε γρήγορο αυτοκίνητο σε νεαρή ηλικία, ανανεώνουμε με ακριβά ρούχα το ντύσιμό τους και τους μαθαίνουμε την ιδεολογία ότι η αξία τους μετριέται με την απόκτηση υλικών αγαθών. Αυτό είναι ένα τεράστιο λάθος που κοστίζει αργότερα στην γενικότερη ψυχολογία του ατόμου.
Ο μεγαλύτερος και ίσως ο πιο αυστηρός κριτής σχετικά με την αξία μας είναι ένας: ο ίδιος μας ο εαυτός. Κανείς δεν μπορεί να μας κάνει να νιώσουμε κατωτερότητα, εάν εμείς οι ίδιοι δεν το επιτρέψουμε στον εαυτό μας. Πρώτα από όλα, σημασία έχει αξία που δίνουμε εμείς οι ίδιοι στους εαυτούς μας. Αν εμείς αισθανόμαστε καλά με όσα έχουμε πετύχει, τότε θα έρθει φυσιολογικά και η αναγνώριση των συνανθρώπων μας. Και για να νιώθουμε καλά με τον εαυτό μας πρέπει να κυνηγάμε τα όνειρα και τους στόχους μας. Ας το έχουμε αυτό στο μυαλό μας και ας θυμόμαστε και τη φράση του συγγραφέα μας, Νίκου Καζαντζάκη: η αξία του ανθρώπου μετριέται με τις πράξεις του...
Από τον Νίκο Τάχατο, φιλόλογο