Ελλάδα, και την πέταξε μέσα στα Τάρταρα της διεθνούς πολιτικής. Πέρασαν από τότε περίπου διακόσια χρόνια, μέσα στα οποία προσπαθεί να σηκώσει κεφάλι, να βγει απ’ τη βαριά της καταδίκη, ν’ ανασάνει, να δει για λίγο το φως, αλλά πάνω που αρχίζει να αχνοφέγγει κάποια ελπίδα, πάλι αντικρίζει τις αποτρόπαιες φιγούρες των συμμάχων της να ξετυλίγουν ολόγυρά της το συρματόπλεγμα της κάθειρξης. Οι αρχαίοι μιλούσαν για πίθο Δαναΐδων, για μαρτύριο του Τάνταλου, για τιμωρία του Σίσυφου…
Με την ανατολή του 1831 ο Κυβερνήτης ολοένα και περισσότερο ένιωθε να σφίγγει ολόγυρά του ο κλοιός του θανάτου. Οι «Συνταγματικοί» του Μαυροκορδάτου, του Κωλέττη και των Κουντουριώτηδων, ενώ μελετούσαν τον θάνατό του με μυστικές «οργανώσεις», έχουν περάσει ήδη σε φανερές και ωμές απειλές, καθώς εναντίον του «τυράννου» θα συστρατευτούν με τους Υδραίους και οι Μανιάτες με αιχμή του δόρατος την οικογένεια Μαυρομιχάλη, και κυρίως τον pater familias, Πετρόμπεη. Στο Ναύπλιο υπάρχουν και οι αντιπρέσβεις των τριών δυνάμεων, καθώς και γαλλική φρουρά. Υποτίθεται ότι είναι οι τοποτηρητές των συμμάχων και μαζί με τους τρεις ναυάρχους Λάυονς, Λαλάντ και Ρίκορντ αποτελούν την εγγύηση της ησυχίας και της ειρήνης στο πολύπαθο ελληνικό κρατίδιο. Όμως, αν εξαιρέσουμε τους εκπροσώπους της Ρωσίας, δηλαδή τον αντιπρέσβυ Ρούκμαν και τον ναύαρχο Ρίκορντ, οι εκπρόσωποι της Αγγλίας και της Γαλλίας όχι μόνο ανέχονται τον πόλεμο εναντίον του Κυβερνήτη, αλλά ωμά πλέον κι απροκάλυπτα τον συντονίζουν.
Και πριν δούμε τα γεγονότα τα οποία οδήγησαν στη δολοφονία του Κυβερνήτη, καλό είναι στο σημείο αυτό να δούμε πώς αντέδρασαν οι Mανιάτες και ειδικά οι Μαυρομιχάληδες από την άφιξη του Κυβερνήτη στην Ελλάδα έως και την ειδεχθή δολοφονία του. Και θα δούμε ότι απ’ αρχής μέχρι τέλους οι άνθρωποι αυτοί σε κάθε τους ενέργεια φανέρωναν τις εκδικητικές τους προθέσεις εναντίον του απαιτώντας από αυτόν να μη θιγούν στο ελάχιστο τα πατροπαράδοτα προνόμια της Μάνης, που δεν τόλμησαν να τα περιορίσουν ούτε οι Τούρκοι. Κι ως προς αυτό ήταν όλοι τους ανένδοτοι. Ήταν οι Μανιάτες που σ’ όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας, αλλά και κατά τα χρόνια της Επανάστασης λειτουργούσαν ως κράτος εν κράτει με τον νόμο της «βεντέτας». Και χώρια απ’ αυτά ο Πετρόμπεης, απ’ τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα ο Καποδίστριας, του έδωσε να καταλάβει ότι για να είναι καλές οι σχέσεις τους, θα πρέπει ο Κυβερνήτης να ικανοποιεί στο ακέραιο κάθε χρηματική απαίτηση του Μπέη της Μάνης.
Τον τίτλο αυτόν δεν τον απέβαλε ποτέ του! Κατά τα άλλα πολεμούσε τους Τούρκους για την απελευθέρωση της Ελλάδας. Ίσως δεν καταλάβαινε ούτε αυτός ότι από την αδέκαστη κρίση της Ιστορίας δεν πρόκειται να ξεφύγει κανένας. Κι αποδείχτηκε ότι πάσχιζε να διώξει τους Τούρκους, για να είναι αυτός στη θέση τους. Μέχρι και τον θρόνο ονειρευόταν για τον εαυτό του! Ο Καποδίστριας σε γράμμα του στις 10 Ιουνίου 1830 γράφει, μεταξύ άλλων: «Εν όσω υπάρχει η παρούσα γενεά, οι προύχοντες, ένεκα συμφερόντων και παθών συνενούμενοι, θα παραλύωσι πάσαν οιανδήποτε τάξιν πραγμάτων, ουδέποτε δε θα υποστηρίξωσι και, το χείριστον, ουδέποτε θα δημιουργήσωσι κυβέρνησιν…». Διαβάζοντας καλά τη μικρή αυτήν περικοπή αντιλαμβανόμαστε πόσο ρεαλιστικά τα είπε ο Καποδίστριας και πόσο προφητικά αποδεικνύονται τα λόγια του μέχρι και σήμερα.
Μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι ο Πετρόμπεης πίστευε στον Καποδίστρια και προσπάθησε πριν από την Επανάσταση να επικοινωνήσει μαζί του. Βεβαίως! Αλλά ζητούσε 1.000.000 γρόσια για να ορκιστεί μέλος της Φιλικής! Φυσικά ο Καποδίστριας δεν μπορούσε ν’ αναλάβει ούτε την ηθική, ούτε την οικονομική ευθύνη μιας οργάνωσης, της οποίας δεν ήταν μέλος. Το 1824 του έγραψε και πάλι προσκαλώντας τον να έρθει στην Ελλάδα. Και μάλιστα έστειλε επιστολές και σε άλλους επιφανείς ζητώντας τη βοήθειά τους, με σκοπό να πειστεί ο Καποδίστριας και να έρθει στην Ελλάδα. Κι όταν τελικά ήρθε ως Κυβερνήτης, έτρεξε απ’ τους πρώτους να τον υποδεχτεί. Μάλιστα ο Καποδίστριας στην πρώτη κυβέρνηση που σχημάτισε τον διόρισε «Πρόβουλο» του τμήματος των στρατιωτικών. Με τα σημερινά δεδομένα ο Πετρόμπεης έγινε ένας υπερυπουργός εθνικής άμυνας.
Υπάρχουν δύο χαρακτηριστικά περιστατικά, που φανερώνουν την υπερβολή του Μπέη της Μάνης. Τον Μάρτη του ‘29 ζήτησε 50.000 γρόσια, λες κι ο Καποδίστριας είχε ως μοναδική του ασχολία, αλλά και τη δυνατότητα να κόβει χρήματα και να τα μοιράζει αφειδώς σ’ όποιον τα ζητούσε. Κι όταν απ’ τον Κυβερνήτη πήρε την απάντηση «ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος», πρότεινε ως αντιστάθμισμα να του παραχωρήσει την Εύβοια, για να απολαύσει τα αγαθά της και να ζη αξιοπρεπώς στα γεράματά του! Βεβαίως. Υπάρχει κι αυτό σε έκθεση του Αυστριακού πρεσβευτή Πρόκες φον Όστεν. Η Μάνη δική του. Τώρα ήθελε και την Εύβοια! Και σωστά έπραττε, διότι είχε δύο γιους, τον Γεώργιο και τον Αναστάσιο. Και γιατί να μοιράσει τη Μάνη στα δύο τη στιγμή που υπήρχε και η Εύβοια;
Αλλά ο Ν. Δραγούμης μας διέσωσε το δεύτερο σημαντικό περιστατικό. Είναι 7 Ιανουαρίου, του Αγίου Ιωάννου, ονομαστική γιορτή του Κυβερνήτη. Τη μέρα αυτή συνήθιζε ο Καποδίστριας να δέχεται επισκέψεις, και βεβαίως απάλλασσε από την υπηρεσία και τους υπαλλήλους του. Όμως ας αφήσουμε τον Ν. Δραγούμη να μας αφηγηθεί το συμβάν: «…και αναγκασθείς να υποβάλω δύο έγγραφα προς υπογραφήν, εισήλθον εις την αίθουσαν της υποδοχής και ευρών αυτόν όρθιον, άμα ιδών με: «Τί είδους άνθρωποι είσθε!» ανέκραξεν «ούτε εις την εορτήν μου με αφήνετε να αναπνεύσω». «Εξοχότατε», απεκρίθην, «τα έγγραφα μοι εφάνησαν κατεπείγοντα. Αν όμως αγαπάτε, αναχωρώ». Και ητοιμάσθην να απέλθω. «Μείνε» αναφώνησε «δεν εννοώ σε. Δεν είδες ποιος εξήρχετο; Μάλιστα, ο γέρων Μαυρομιχάλης. Ευθύς μετά το εις χρόνους πολλούς μου εζήτησε γρόσια! Και αιωνίως γρόσια…». Η αντίδραση αυτή του πράου και άκρως συνετού Καποδίστρια φανερώνει ότι δε μπορούσε πλέον να τους αντέξει.
Για την Ομάδα Ιστορικής Έρευνας «Δημήτρης Αγραφιώτης»
Οδυσσέας Β. Τσιντζιράκος