— Με θυμάστε; ρώτησε χαμογελώντας.
Από τον Οκτώβριο του 1958, όταν πήρα φύλλο πορείας από τη Λάρισα για το Νοσοκομείο Στελεχών Βασιλικού Ναυτικού, είχαν περάσει πάνω από σαράντα χρόνια, λοιπόν δυσκολευόμουν να θυμηθώ.
— Αντισυνταγματάρχης εν αποστρατεία Δημήτριος Αντωνίου, είπε, κι αν δεν με γελάει πάλι η μνήμη, τον αγκάλιασα. Ο Αντωνίου!
Γράφω τώρα το όνομά του και νιώθω, δυστυχώς πολύ αργά, ότι είχα φανεί απέναντί του αχάριστος. Για τούτο, όταν παλαιός φίλος από τη Λάρισα μού τηλεφώνησε τις προάλλες πως την επομένη θα γινόταν το μνημόσυνο τού Αντισυνταγματάρχη, τον παρακάλεσα ν' ανάψει ένα ακόμα κερί. Το άλλο βράδυ μού έδωσε κανονική αναφορά και στο τέλος πρόσθεσε: «Η μακαριά δόθηκε εκεί που κάποτε έτρωγες, στη Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Λαρίσης...».
Έτσι ήταν το σωστό. Οχι μόνο γιατί ό Δ. Α. ήταν ανώτερος αξιωματικός, αλλά προπάντων διότι άνηκε στους σπάνιους που πήγαν στον στρατό όχι για τη φιγούρα της στολής και το βόλεμα, μα γιατί το είχαν στο αίμα τους.
Έφτασα στη Λάρισα ένα καλοκαιριάτικο απόγευμα και κατευθύνθηκα στο Γ' Στρατόπεδο Πυροβολικού, όπου έδρευε η φρεσκοσυγκροτημένη 2η Μεικτή Ομάς Μηχανημάτων Ανασυγκροτήσεως, συντομογραφικά ΜΟΜΑ. Το «Μεικτή» εσήμαινε ότι το προσωπικό της προερχόταν από τον Στρατό Ξηράς, το Ναυτικό και την Αεροπορία. Όσοι δεν ανήκαμε στον Στρατό Ξηράς, είχαμε προηγουμένως εκπαιδευτεί, περίπου έναν μήνα, στη Σχολή Μηχανικού, στο Λουτράκι.
Επίκουρος Σημαιοφόρος εγώ, είχα πάρει μια μυρωδιά της στρατιωτικής γραφειοκρατίας στο Γραφείο Κυβερνήτου τού άρματαγωγού «Αξιός» και ύστερα στο Υπασπιστήριο της Σχολής Μηχανικού, όπου, χάρη στη βοήθεια του λοχαγού Σαρηγιάννη, έμαθα στοιχειωδώς να πρωτοκολλώ και να διεκπεραιώνω την αλληλογραφία.
Με τόσο σπουδαίο οπλισμό έφθασα στη Λάρισα και το πρώτο βράδυ -κοιμήθηκα στο στρατόπεδο. Το πρωί γνώρισα τον λοχία Δημήτρη Αντωνίου. Δεν ήταν ακριβώς μόνιμος, δεν προερχόταν από τη Σχολή Υπαξιωματικών, ήταν κάτι σαν έφεδρος ανακαταταγμένος και επεδίωκε να μονιμοποιηθεί. Ως την άφιξή μου, διεκπεραίωνε, μαζί με πλήθος άλλα καθήκοντα, την αλληλογραφία, την αρχειοθέτηση και τα επίλοιπα του Υπασπιστηρίου, δείγμα της εμπιστοσύνης των αξιωματικών της μονάδας, που βέβαια τον φόρτωναν και με δουλειές που έπρεπε οι ίδιοι να κάμουν.
Έκτος από τα καθήκοντα του Υπασπιστή, αναλάμβανα και εκείνα του Στρατολόγου, και επιπλέον το Α2 της μονάδας. Αλλά το Υπασπιστήριο και το Στρατολογικό των ΜΟΜΑ, για έναν πρωτάρη μάλιστα, ήταν δύσκολο κουβάρι αφού είχαμε να κάνουμε με πεζούς, ναύτες και αεροπόρους. Έπρεπε ν' αλληλογραφούμε και με το Ναυτικό και με την Αεροπορία.
Δίχως τον Αντωνίου θα πελαγοδρομούσα. Αντιλαμβανόταν το ζόρι μου, δεν δυσκολευόταν να το διαβάσει στο πρόσωπό μου. Ήταν φορές που με άφηνε να παλέψω μόνος μου. Όταν όμως η πίεση ήταν μεγάλη, έτεινε ευεργετική χείρα βοηθείας, μισομουρμουρώντας ακάκως πότε-πότε. Δεν θυμάμαι στους δεκάξι περίπου λαρισινούς μήνες μου να υπήρξε κάποια, έστω και μικρή, ένταση μεταξύ μας. Δεν μας κρατούσε σε απόσταση ούτε η διαφορά του βαθμού.
Με τον καιρό έμαθα όσα χρειάζονταν. Είχα μαθητεύσει σε καλό δάσκαλο. Οταν έφυγα από τη Λάρισα, ο Δημήτρης Αντωνίου ήταν ακόμη Λοχίας. Τον ξαναβρήκα χάρη στον Σεφέρη. Το όνειρό του, ή μονιμότητα στον στρατό, είχε εκπληρωθεί. Και δεν ξεχνώ με πόσο πατρικό καμάρι με πληροφόρησε πως η κόρη του ήταν φιλόλογος.
Θα τον θυμάμαι ευγνωμόνως όσο αναπνέω.
Ν. Δ. Τριανταφυλλόπουλος