μεταψυχροπολεμική συνεργασία, ο οξυνόμενος ανταγωνισμός μεταξύ Κίνας, Ρωσίας και ΗΠΑ προκαλεί ανησυχία.
Εκτός από την Ινδία, νέες στρατηγικές για την περιοχή έχουν εκπονήσει τα τρία τελευταία χρόνια ο Καναδάς, η Κίνα, οι ΗΠΑ, η Γαλλία, η Γερμανία, η Νορβηγία, η Πολωνία, η Ρωσία, η Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Στην Ουάσινγκτον έχουν ασχοληθεί με το θέμα υπηρεσίες από την Αεροπορία και τον Στρατό μέχρι την Ακτοφυλακή, το Υπουργείο Άμυνας και το Ναυτικό.
Το χαρακτηριστικό στοιχείο όλων αυτών των ερευνών είναι ότι αναφέρονται σε διαστάσεις εθνικής ασφαλείας της πολιτικής για την Αρκτική. Η Αμερικανική Αεροπορία, για παράδειγμα, είπε πέρυσι ότι πρόκειται για ζώνη «τεραστίων γεωστρατηγικών συνεπειών». Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ μίλησε τον Μάρτιο για την «αυξημένη στρατιωτική παρουσία της Ρωσίας» και μια «αυξημένη κινεζική παρουσία», που «αλλάζουν το τοπίο ασφαλείας».
Ο οξυνόμενος ανταγωνισμός, έτσι, δεν αφορά μόνο την κλιματική αλλαγή και τις επιπτώσεις της αύξησης των θερμοκρασιών στην Αρκτική για το μέλλον του πλανήτη. Η καχυποψία ανάμεσα στις ΗΠΑ, τη Ρωσία και την Κίνα οφείλεται στις αυξανόμενες εντάσεις σε άλλες περιοχές, όπως η ανατολική-κεντρική Ευρώπη και η ανατολική Ασία, και σε άλλους τομείς, όπως το εμπόριο και το διάστημα.
Η κλιματική αλλαγή αποτελεί βέβαια ένα επείγον ζήτημα για όλους. Η Ινδία επισήμανε τη σχέση ανάμεσα στην τήξη των πάγων στην Αρκτική και τη συχνότητα των μουσώνων και προειδοποίησε ότι η αύξηση των θερμοκρασιών μπορεί να απελευθερώσει παθογόνες ουσίες και να προκαλέσει νέες πανδημίες.
Από οικονομική άποψη, η κλιματική αλλαγή προσφέρει προοπτικές για ταχύτερες ναυτιλιακές οδούς μεταξύ Ευρώπης και Ασίας και πρόσβαση σε μεγάλο μεταλλευτικό πλούτο. Από ορισμένες απόψεις, όμως, οι προοπτικές αυτές είναι ελκυστικότερες στη θεωρία απ’ ό,τι στην πράξη.
Οι χαμηλές τιμές του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, σε συνδυασμό με τον διακηρυγμένο στόχο των κυβερνήσεων και των επιχειρήσεων να κινηθούν προς ένα μέλλον με ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα, καθιστούν μη κερδοφόρα τα μεγάλα ενεργειακά προγράμματα στην Αρκτική. Η γνωστότερη εξαίρεση είναι μια εγκατάσταση ρωσικού υγροποιημένου φυσικού αερίου στη χερσόνησο Γιαμάλ, όπου έχει επενδύσει και η Κίνα.
Το πρόγραμμα αυτό δείχνει πώς οι εντάσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων διαμορφώνουν τις τάσεις στην Αρκτική. Γιατί οι αμερικανικές και ευρωπαϊκές κυρώσεις, που επιβλήθηκαν σε αντίποινα για την προσάρτηση της Κριμαίας, ήταν εκείνες που έστρεψαν τη Μόσχα προς την Κίνα για την επένδυση της Γιαμάλ.
Η σημαντικότερη μελλοντική ναυτιλιακή οδός της Αρκτικής είναι η Οδός της Βόρειας Θάλασσας, που εκτείνεται κατά μήκος των βόρειων ακτών της Ρωσίας και έχει όλο και λιγότερο πάγο. Για την Κίνα, θα ήταν κατά 10 με 12 ημέρες ταχύτερο να στέλνει αγαθά στην Ευρώπη από εδώ σε σχέση με την παραδοσιακή οδό μέσω του πορθμού της Μαλάκας και της διώρυγας του Σουέζ. Η χώρα αυτή έχει έτσι έναν λόγο παραπάνω να επενδύει σε αυτήν τη νέα οδό. Από την άλλη πλευρά, η οδός αυτή είναι ακατάλληλη για μεγάλα κοντέινερ. Και η Κίνα πρέπει να πληρώνει τα ρωσικά παγοθραυστικά.
Ορισμένοι ειδικοί πάντως στη Μόσχα ανησυχούν για την αυξανόμενη επιρροή της Κίνας στην Αρκτική. Αντίστοιχες ανησυχίες εκφράζουν και αμερικανοί ειδικοί για τη Γροιλανδία, που ο πρόεδρος Τραμπ ήθελε να αγοράσει από τη Δανία.
Η Αρκτική είναι μια εύθραυστη περιοχή. Και οι μεγάλες δυνάμεις πρέπει να συνεργαστούν για να προστατεύσουν το μέλλον της από τις επιπτώσεις των αντιπαραθέσεών τους σε άλλους τομείς.
Από τον Tony Barber*
(*) Ο Τόνι Μπάρμπερ είναι αρθρογράφος των Financial Times
(Πηγή: Financial Times)