στην κάτω κυρίως Ελλάδα μετά τον 13ο και 14ο αιώνα. Ελάχιστα έως καθόλου γνωστό είναι και το γεγονός, πως μεγάλο μέρος της ελληνικής χερσονήσου κατοικούνταν στην Επανάσταση του ‘21 από Αλβανούς, που είχαν εγκατασταθεί σε τμήματά της πολύ πριν την κατάκτησή της από τους Οθωμανούς. Ο πληθυσμός του μικρού ελληνικού Βασιλείου μετά την αναγνώρισή του από τη διεθνή Κοινότητα (πρώτη χώρα που μας αναγνώρισε ως Κράτος ήταν η Αϊτή) ανερχόταν στις διακόσιες χιλιάδες, σχεδόν το 10% του πληθυσμού το 1832. Ο αντρικός πληθυσμός των Αρβανιτών Αλβανών είχε κύριο ένδυμα τη φουστανέλα, που έγινε αργότερα το εθνικό ένδυμα των Ελλήνων. Οι Αλβανοί της Ελλάδας (εκτός από τους Τσάμηδες Σουλιώτες, μεγάλο μέρος των Ηπειρωτών Αλβανών και σποραδικών πληθυσμιακών ομάδων της μικρής Ελλάδας του 1830, που ήταν μουσουλμάνοι) ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι. Υιοθετήσαμε ως Έλληνες τους ηρωϊκούς Σουλιώτες, αλλά είχαν αλβανική συνείδηση και μιλούσαν τσάμικα, που μοιάζουν με τα αρβανίτικα. Αλβανοί Τσάμηδες υπήρχαν σε κάποια χωριά της νότιας Ηπείρου μέχρι τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Είχαν ταχθεί υπέρ του Μουσολίνι και του Χίτλερ και οι αντιστασιακές ομάδες του Ζέρβα τους εξώθησαν στην Αλβανία.
Ολόκληρη η Αττική -εκτός της Αθήνας-, της Μεγαρίδας -εκτός της πόλης- και το μεγαλύτερο μέρος της Βοιωτίας κατοικούνταν από Αλβανούς. Η νότια Εύβοια, η βόρεια Άνδρος, ολόκληρη η Σαλαμίνα και τμήμα της Αίγινας είχαν αμιγή αλβανικό πληθυσμό. Η Κορινθία, η Αργολίδα, οι υπώρειες του Ταΰγετου, ο Μαραθώνας, οι Πλαταιές, τα Λεύκτρα, η Μαντίνεια και η Ολυμπία ήταν αλβανικές περιοχές. Υδραίοι και Σπετσιώτες ήταν Αλβανοί - Αρβανίτες χριστιανοί κατά την Επανάσταση. Το πλείστο των χριστιανών Αλβανών της Ελλάδας μιλούσαν την αρβανίτικη διάλεκτο της αλβανικής γλώσσας, αλλά και λίγα ελληνικά. Όλοι όμως οι μορφωμένοι Αλβανοί πήγαιναν σε ελληνικά σχολεία, είχαν Έλληνες δασκάλους και στα αριστοκρατικά σπίτια υπήρχαν αποκλειστικά ξενόγλωσσα και ελληνικά βιβλία τυπωμένα στο Μιλάνο, την Τεργέστη, το Παρίσι ή τη Βιέννη. Μετά την αναγνώριση του ελληνικού Βασιλείου και την απόκτηση ελληνικής υπηκοότητας ο αλβανικός πληθυσμός αφομοιώθηκε από τους Ελληνες. Πειστική απεικόνιση της εθνοτικής και γλωσσικής ανομοιομορφίας στο νεοσύστατο Κράτος μετά 1830 δίνει το θεατρικό έργο του Δ. Βυζάντιου «Βαβυλωνία». Εκεί ένας ανατολίτης (σημ.: τουρκογενής), ένας Μωραΐτης, ένας Χιώτης, ένας Κρητικός, ένας Αρβανίτης και ένας λόγιος προσπαθούν μάταια να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Σήμερα οι Αθηναίοι γνωρίζουν τα «Αρβανίτικα» των νότιων προαστίων με τα νόστιμα ψητά, που εκτιμούν οι γαστρίμαργοι και που κάνουν εύγλωττη την προέλευση της ονομασίας τους.
Η σπουδαιότερη υδραίικη οικογένεια ήταν αυτή του Λάζαρου Κουντουριώτη με περιουσία κατά την Επανάσταση 800 χιλ. διστήλων, που δαπανήθηκε στο μεγαλύτερο μέρος της για τον αγώνα. Ο Λάζαρος Κουντουριώτης ήταν ένας των αδερφών Κουντουριώτη. Έγινε δήμαρχος της Ύδρας και αργότερα μέλος της ελληνικής Γερουσίας. Ο αρχηγέτης της οικογένειας ήταν -κατά τον Φίνλεϋ- ο υστερότοκος γιος χωρικού από τα Κούντουρα των Δερβενοχωριών «όστις αποκατεστάθη ως πορθμεύς ολίγον μετά την έξωσιν των Βενετών από του Μορέως και πριν η Υδρα δεχθή την αποικίαν την αναπτυχθείσαν εις ακμαίαν Κοινότητα». (Φίνλεϋ, μεταφρ. Παπαδιαμάντη Τ.1 σελ. 77 - 1η εκδ. του Ιδρ. της Βουλής). Ο ίδιος Αγγλος συγγραφέας στο ίδιο κεφάλαιο παραθέτει τα εξής: «Η κατάστασις των Σπετσών ήτο λίαν παραπλησία προς την της Ύδρας. Ο πληθυσμός ήτο μικρότερος, η αναλογία των μικρών κεφαλαιούχων ήτο μεγαλυτέρα και η επιχώριος διοίκησις μάλλον δημοκρατική. Μέγα μέρος της ακτοπλοΐας του Αιγαίου πελάγους ήτο εις χείρας των Αλβανών του Πόρου, του Καστρίου και του Κρανιδίου, οίτινες κατείχον πολλά πλοία με κατάστρωμα. Τοιαύτη ήτο η θέσις της Αλβανικής φυλής εν Ελλάδι, όπου η εγκατάστασίς της ήτο σχετικώς πρόσφατος. (Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος δεν μνημονεύει τους Αλβανούς). Ο Αλβανός αποτελεί χωριστήν τάξιν μεταξύ των Εθνών της Ευρώπης...».
Προσεγγίσεις εθνολογικού χαρακτήρα με διαφορετικές θεωρήσεις μπορεί να συναντήσει κάποιος μελετώντας τις πηγές των συγγραφέων. Η «Ιστορία της ελληνικής επαναστάσεως» του Finley συγγράφηκε στην Ελλάδα στην αγγλική γλώσσα και εκδόθηκε στο Λονδίνο στα μέσα του 19ου αιώνα σχεδόν παράλληλα με την ιστορία του Φιλίμωνα και του Σπύρου Τρικούπη. Το σπουδαίο αυτό δίτομο έργο που μετέφρασε ο Παπαδιαμάντης αργότερα, εκδόθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα μόλις το 2008. Εκατόν πενήντα χρόνια μετά την αγγλική έκδοση.
Ο αγώνας των ορθόδοξων στη Στερεά, τον Μωριά και τα νησιά υπήρξε κοινός αγώνας για απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό με όραμα την ίδρυση ελληνικού Κράτους ανεξάρτητα από την εθνολογική προέλευση των κατοίκων της ελληνικής χερσονήσου. Η μεγάλη αλβανική μειονότητα των ορθοδόξων Αλβανών στην επαναστατημένη Ελλάδα ζήτησε, και τελικά -μετά την ένοπλη ευρωπαϊκή παρέμβαση του 1827 στο Ναυαρίνο- πέτυχε ως «έν όλον» την ίδρυση για πρώτη φορά στην ιστορία του Ελληνικού Εθνους την ίδρυση ενιαίου Ελληνικού Κράτους. Αλλοεθνείς μειοψηφικά και Ελληνες κατά μέγα μέρος απέκτησαν την ελληνική ταυτότητα και υιοθέτησαν την ελληνική γλώσσα. Κανένα μειονοτικό σχολείο (δεν) λειτούργησε μετά τη δημιουργία του Κράτους των Ελλήνων. Αν και υπήρξε τα πρώτα χρόνια βαβυλωνία γλωσσών στο ελληνικό Βασίλειο, οι πάντες ασπάστηκαν την ελληνική παιδεία, θρησκεία και πολιτισμό ως δικά τους προαιώνια αγαθά και κατακτήσεις. Αυτή υπήρξε η μεγάλη κατάκτηση ενός ταλαιπωρημένου και κατά καιρούς σφαγιασθέντος κατά κύριο λόγο ελληνικού Λαού, που τον διέσωσε διαχρονικά η γλώσσα, το έθος, το λαμπρό παρελθόν, η αφομοιωτική ικανότητα, η παιδεία και η κοινή θρησκεία του.