επαναστατημένες περιοχές, είναι όχι απλώς ν’ απορεί κανείς, αλλά να φτάνει να προβληματίζεται ακόμα και ο πλέον δύσπιστος μήπως έχουν δίκιο όσοι προπαγανδιστικά ή και μοιρολατρικά ακόμα εδώ και αιώνες επικαλούνται τον Θεό της Ελλάδος! Δηλαδή φτάνεις να λες ότι η σωτηρία της Επανάστασης, άρα και της Ελλάδας, ανάγεται πλέον στη σφαίρα των θαυμάτων. Και δεν ήταν μονάχα τα δεινά του πολέμου εναντίον της. Είχε να κάνει και με ανθρώπους καιροσκόπους, τυχοδιώκτες και αμοραλιστές μέσα κι έξω απ’ τη χώρα. Κι αυτοί που ήταν μέσα ντύθηκαν τη βελάδα του πολιτικού ηγέτη και διεκδικούσαν την εξουσία προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων των πατρώνων τους, καθώς και των δικών τους. Αυτοί που ήταν έξω ντύθηκαν το ένδυμα του φιλέλληνα κι ήρθαν εδώ ως πολιτικοί, επιστήμονες, στρατηγοί, ναύαρχοι, προκειμένου να ικανοποιήσουν τις τυχοδιωκτικές τους ορέξεις εισπράττοντας αμύθητα ποσά.
Όλοι ξέρουμε ότι η «κυβέρνηση» Κουντουριώτη, Μαυροκορδάτου, Κωλέττη κατά τα έτη 1824-1825 έφερε την Ελλάδα στο χείλος του γκρεμού. Κατασπατάλησαν τα δάνεια για την εξυπηρέτηση ιδίων συμφερόντων έχοντας αφήσει στο δημόσιο ταμείο – αν υπήρχε δημόσιο ταμείο – μονάχα 16 γρόσια(!), ενώ ξόδεψαν 53.000.000 γρόσια σε δαπάνες εξαγοράς συνειδήσεων, χρηματοδότησης των δικών τους, εξόντωσης των αντιπάλων τους . Για την εξόντωση του Κολοκοτρώνη και του Ανδρούτσου μόνο διέθεσαν 20.000.000 γρόσια. Και το μεγαλύτερο επίτευγμά τους ήταν το ότι έφεραν τον Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο και τον Κιουταχή στη Στερεά Ελλάδα. Και κάτω απ’ τη γενική κατακραυγή έκαμαν δήθεν ότι παραιτήθηκαν, για ν’ αναλάβει τη διακυβέρνηση η «Διοικητική Επιτροπή» υπό τον Ζαΐμη. Ας θυμίσουμε μόνον ότι ο μεν Ζαΐμης ανέκαθεν ήταν απ’ τους θερμούς υποστηρικτές του Μαυροκορδάτου, ο δε Σπ. Τρικούπης ήταν γαμπρός του Μαυροκορδάτου. Ο Τζαμαδός είναι Υδραίος, άνθρωπος κι αυτός του συστήματος κ.ο.κ. Πέραν τούτων ο Ορλάνδος και ο Λουριώτης στο εξωτερικό (διάβαζε Λονδίνο) κινούνται ως εκπρόσωποι της Ελλάδας, οπότε αυτοί είναι που λύνουν, αυτοί είναι που δένουν. Οι τοκογλύφοι ευκαιρίες ψάχνουν. Αυτή είναι άλλωστε η δουλειά τους. Και διαβάζει κανείς ονόματα διάφορα, που ακούγονται μέχρι και σήμερα ως χρηματιστηριακοί οίκοι...
Ας δούμε όμως ένα πολύ μικρό και συνοπτικό δείγμα των δανείων από τους Άγγλους για τις ανάγκες του Αγώνα, δύο δάνεια, συνολικού ύψους 2.800.000 λιρών . Το πρώτο συνομολογήθηκε το 1823 για 800.000 λίρες. Απ’ αυτό το ποσό στα χέρια των Ελλήνων έφτασαν μόλις 278.726 λίρες. Το δεύτερο συνομολογήθηκε το 1825 για 2.000.000 λίρες. Οι Έλληνες πήραν μόνον 816.000 λίρες. Όλα τα υπόλοιπα κρατήθηκαν από τους δανειστές αδελφούς Ρικάρντο, για τόκους, έξοδα, μεσιτείες, προμήθειες και «άλλες δαπάνες». Τα δάνεια αυτά, καθαρώς ληστρικά και τοκογλυφικά δεν έχουν προηγούμενο στις διεθνείς συναλλαγές αφενός, και αφετέρου δεν χρησιμοποιήθηκαν για τους σκοπούς για τους οποίους και συνομολογήθηκαν. Οι Times του Λονδίνου αποκάλυψαν ότι οι τραπεζίτες Ρικάρντο, δύο απ’ τους δανειστές, κράτησαν για τον εαυτό τους 64.000 λίρες. Και τα εθνικά μας κτήματα υποθηκευμένα από το 1823, για τη συνομολόγηση των δανείων! Ό,τι και να σχολιάσει κανείς θα είναι μηδαμινό. Η Ελλάδα έχασε όλα τα πλεονεκτήματα που προσδοκούσε από τα δάνεια αυτά. Η υπόθεση της Ελλάδας προδόθηκε στο αγγλικό χρηματιστήριο. Τελικά αποδείχτηκε ο Δούρειος Ίππος της άλωσης, της διαίρεσης, και της εξάρτησης του ελληνικού λαού από τα αγγλικά συμφέροντα. Στις πολεμικές επιχειρήσεις δεν βοήθησαν. Εμφύλιο και καταστροφές έφεραν τα δάνεια αυτά.
Και ότι τα δάνεια τα θέλανε όχι για να πολεμήσουν τον εχθρό, αλλά για να πετύχουν τα κομματικά τους σχέδια, γίνεται φανερό και από ένα γράμμα που έστειλε στις 3 Απριλίου 1824 ο Σπ. Τρικούπης, γαμπρός του Μαυροκορδάτου, στον γαμπρό των Κουντουριωτέων Ορλάνδο που βρισκόταν στο Λονδίνο και μαζί με τον Λουριώτη ζούσαν στη luxuria, με χρήματα του ελληνικού λαού, τη στιγμή που στην Ελλάδα οι αγωνιστές δεν είχαν ούτε αλάτι. Γράφει λοιπόν ο Τρικούπης: «Εκτός των εξωτερικών εχθρών απεκτήσαμεν ήδη και εσωτερικούς, τους αντάρτας της διοικήσεως, οι οποίοι μη πειθόμενοι εις όσα το Έθνος διά των νομίμων παραστατών του εθέσπισεν, εσύστησαν ιδική των διοίκησιν εις Τριπολιτσάν. Τα δάνεια λοιπόν θέλει τους νικήσωσι και αυτούς, και άλλους θέλει φέρωσιν εις μετάνοιαν». Και σαφώς υπονοεί τον Κολοκοτρώνη και τους στρατιωτικούς και προαναγγέλλει τους εμφυλίους πολέμους. Και τα παραπάνω τα επιβεβαιώνει και ο Ν. Σπηλιάδης που σημειώνει στα Απομνημονεύματά του: «Τα χρήματα τους εχρειάζοντο διά να στερεωθώσιν εις την εξουσίαν διά του εμφυλίου πολέμου». Κάτι παρόμοιο δηλαδή με αυτό που είπε και ο Ανδρούτσος. Αλλά για τα δάνεια εξέφρασε τη σθεναρή αντίθεσή του και ο πάμπλουτος Ψαριανός και εθνικός ευεργέτης Ι. Βαρβάκης. Έφτασε μάλιστα να τους προτείνει να δώσει τη δική του περιουσία, φτάνει να μην δανειστούν από τους ξένους. Τον έδιωξαν κακήν κακώς για τη Ρωσία. Περνώντας όμως από τη Ζάκυνθο, ογδονταετής πια, τον πέρασαν από λοιμοκαθαρτήριο και τον αρρώστησαν. Σε δύο μέρες, 10 Ιανουαρίου 1825, πέθανε αφήνοντας μεγάλο μέρος της περιουσίας του στο Έθνος.
Όμως από το 1825 και εξής τα δάνεια αυτά σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να θεωρηθούν άσχετα με δύο Άγγλους στρατιωτικούς τυχοδιώκτες, τον Τσωρτς και τον Κόχραν. Κυρίως τον Κόχραν. Η υπόθεση Κόχραν είναι τελικά μία απ’ τις πιο μελανές πτυχές του Αγώνα. Μια συνωμοσία Άγγλων καιροσκόπων και τραπεζιτών που προβάλλονταν ως φιλέλληνες απ’ τη μια, και η μωρία των Λουριώτη και Ορλάνδου, καθώς και των Ζαΐμη – Σπανιολάκη σε μικρότερο βαθμό από την άλλη, έφεραν στην Ελλάδα ως ναύαρχο, σωτήρα και απελευθερωτή τον αχαρακτήριστο Θωμά Κόχραν.
Για την ομάδα Ιστορικής Έρευνας Αγιάς «Δημήτρης Αγραφιώτης»
Οδυσσέας Β. Τσιντζιράκος