Αν είχε φεγγάρι, θέριζαν και τη νύχτα. Τις νύχτες αυτές τα βουνά έσφυζαν από ζωή. Παντού τη νύχτα έβλεπες φωτιές αναμμένες, άκουγες τραγούδια και μουσική από φλογέρες που έπαιζαν στις παρέες, γέλια και πειράγματα και όλα αυτά μαζί με τα κουδούνια των μουλαριών, σε έκαναν να νιώθεις ότι τώρα η φύση γιορτάζει.
Ο θερισμός γινόταν με το δρεπάνι. Νιες και μεσόκοπες μ’ άσπρα μαντήλια στο κεφάλι, θερίζουν σκυφτές όλη μέρα. Με τέχνη και γρηγοράδα πηγαινοέρχεται το δρεπάνι να κόψει το σιτάρι χεριές-χεριές, που κάθε μια τους δένουν επιδέξια με λίγα κλωνιά του και την αποθέτουν έτοιμη νάμπει τώρα στο δεμάτι. Αυτό πάλι τη δική του τέχνη και κάποια δύναμη θέλει να γίνει, γιατί δεν είναι εύκολο να βάλεις 50-60 τέτοιες χεριές αντίθετα τη μια από την άλλη, για νάν’ στις άκρες τους όπως κι απ’ έξω η καλαμιά και τα στάχυα κρυμμένα μέσα κι ευθύς όλες μαζί να τις δέσεις σφιχτά με μουσκεμένο βρυζάχυρο, αν δεν διαθέτεις τη σχετική πείρα. Μόλις το φόρτωμα συμπληρωθεί, αμέσως φεύγει για την καλύβα, ενώ οι θεριστές μας, ώσπου να γυρίσει το ζώο θα ετοιμάσουν το άλλο φόρτωμα, μέχρις ότου ο θέρος μας πάρει τέλος. Σκληρή δουλειά κι αυτός, που θέλει μάλιστα όπως κι ο τρύγος κι ο πόλεμος και πολύ κόσμο, αλλά κι ευχαρίστηση συγχρόνως, καθώς βλέπεις ν’ αμείβονται οι κόποι σου και να εξασφαλίζεις το ψωμί της φαμίλιας σου.
ΤΟ ΑΛΩΝΙΣΜΑ
Αλώνια λοιπόν. Όσοι είχαν δικό τους αλώνι, αλώνιζαν σ’ αυτό, ενώ οι άλλοι σε κάποιο φιλικό τους κοντινό στην καλύβα με τα δεμάτια το σιτάρι, για να έχουν πιο λίγα κουβαλητά. Ο νοικοκύρης του αλωνιού, μια-δυο μέρες πριν ετοιμάζει το αλώνι του. Βγάζει τα αγριόχορτα, βουλώνει κάθε μικρή η μεγάλη τρύπα του, το σκουπίζει, το πλένει καλά κι αμέσως μετά το αλείφει με λιωμένα κόπρανα από τα βόδια και το αφήνει να στεγνώσει. Πριν καλά-καλά φέξει η μέρα, αρχίζουν όλοι να κουβαλούν τα δεμάτια, να τα λύνουν και χεριές-χεριές να τα απλώνουν σε όλο το αλώνι, όσο πιο ομοιόμορφα γίνεται. Έρχονται τα ζώα και με μια γερή τριχιά (ίση με το μέγεθος της ακτίνας του αλωνιού), δένονται στο «στρίζινο» (ένα όρθιο σκληρό ξύλο στη μέση του αλωνιού) και ξεκινάει το αλώνι. Ο, η νια, κρατώντας στο ένα χέρι το «δικέντρι» ή μια μακριά «λούρα» και στο άλλο την τριχιά, οδηγεί με φωνές γλυκές, αλλά συγχρόνως επιτακτικές τα ζώα της: Άιντε, Καρά μου μπρος, Κοκκίνη μου, άιστε παληκάρια μου» ή «Μπρος, Ψαρή μου, όξω, Ντορή μου, άιντε», ν’ αρχίσουν τ’ αλώνισμα.
Υπομονετικά αυτά και αδιαμαρτύρητα φέρουν γύρω πατώντας το σιτάρι, εκείνος/-η προσέχει μην κουλουριαστεί η τριχιά στον πάσσαλο, οπότε θα πρέπει να τα γυρίσει στην αντίθετη κατεύθυνση, να κάνουν αντίθετες γύρες και ελέγχει μήπως κάποιο κόπρισε, για να τα πετάξει γρήγορα με λίγα άχυρα, σε μια άκρη. Οι άλλες γυναίκες που στέκονται γύρω – γύρω, προσπαθούν με το «δκούλι» (γεωργικό εργαλείο σε σχήμα πηρουνιού), να μαζέψουν τις χεριές με το σιτάρι που είναι στις άκρες και να το σύρουν προς το κέντρο για να αλωνισθεί και αυτό. Τώρα ξεκινάει και το πανηγύρι για τα παιδιά. Ας φωνάζουν οι μεγάλοι: «Φύγετε από εκεί, μη σας χτυπήσουν τα ζώα», αυτά όλο εκεί γύρω φέρνουν, όλο «κωλοτούμπες» κάνουν και μέχρι την ώρα που θα τελειώσει βρίσκονται σε συναγωνισμό ποιος θα μπορέσει να πηδήσει από την καλύβα ή από την κορυφή του φράχτη και ποιος θα σκεπάσει τον άλλο με περισσότερο άχυρο κι ας γεμίζει το στόμα τους με άγανα. Ξεχωρίζουν τώρα τα άχυρα, τα οποία θα πάνε για την τροφή των ζώων τον χειμώνα, από το σιτάρι και το βάζουν όπως είναι σε σακιά. Ο ήλιος πηγαίνει να βασιλέψει κι όλοι, τραβούν κουρασμένοι για τα σπίτια τους, να ξανάρθουν πάλι την άλλη μέρα με νέες δυνάμεις και με το καινούργιο κολατσιό τους (καθάρια μπομπότα, τυρί, φρεσκοκομμένη ντομάτα) και κρέας ή γεμιστά (αν είναι σαρακοστή).
Τις επόμενες μέρες και μόλις φυσήσει λίγο ο αέρας το λιχνίζουν, το περνούν για να καθαρίσει από το κόσκινο και ολοκάθαρο τώρα το κεχριμπαρένιο σπυρί το ζυγίζουν και το μεταφέρουν στο σπίτι για να γεμίσουν τα’ αμπάρια τους. Γι’ άλλη μια φορά η μάνα γη, δεν διέψευσε τις ελπίδες τους κι έδωσε σε όλων τα πρόσωπα, τη χαρούμενη εκείνη όψη.
Ξετυλίγοντας, λοιπόν, τώρα το νήμα των παραδοσιακών ασχολιών, θα βρεθούμε σ’ έναν κόσμο μακρινό, ξεχασμένο στο παρελθόν, όπου θα διαπιστώσουμε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τότε οι άνθρωποι χωρίς τα μέσα που διαθέτουμε εμείς σήμερα, αλλά παράλληλα θα θαυμάσουμε και την επινοητικότητα που είχαν, ώστε να μπορέσουν να εκμεταλλευτούν αυτά που τους έδινε η φύση. Η παλιότερη εποχή δεν ήταν βέβαια και η ιδανική, ούτε όμως και πρέπει να αρνηθούμε και τα καλά της σημερινής τεχνολογίας, για να ξαναγυρίσουμε στα παραδοσιακά εργαλεία και στον παραδοσιακό τρόπο κοινωνικής λειτουργίας του χωριού, αλλά και της κοινωνίας γενικότερα. Όμως μπορούμε να βρούμε πολλά θετικά σε εκείνη την εποχή. Η ανάγκη οδηγούσε τότε τους ανθρώπους να σκέφτονται και να επινοούν τρόπους εκμετάλλευσης της ίδιας τους της γης και της φύσης. Σήμερα μπορούμε εύκολα να βρούμε ότι θέλουμε και για αυτό δεν είναι απαραίτητο να επινοήσουμε λύσεις διαβίωσης. Είναι και καλό και κακό. Έχει και θετικά και αρνητικά!
Από τον Γιάννη Γούδα