Μόλις σηκώθηκε άνοιξε το παράθυρο. Ένα δροσερό ανοιξιάτικο αεράκι πλημμύρισε το δωμάτιο εκείνης της παλιάς μονοκατοικίας.
Έξω στο μπαλκόνι τα σπουργίτια είχαν στήσει τρελό χορό. Κάθε βράδυ η Μαρίνα, άφηνε λίγες φέτες ψωμί σ’ ένα τραπεζάκι και τα πουλιά είχαν συνηθίσει και έπαιρναν το... πρωινό τους.
Μόλις άνοιξε το παράθυρο εκείνα τρόμαξαν για μια στιγμή, αλλά σε λίγο ξαναγύρισαν.
Έστρωσε το κρεβάτι της, πήγε στην κουζίνα, έφτιαξε έναν ελληνικό καφέ και κάθισε στο σαλόνι να τον απολαύσει και αφέθηκε στις σκέψεις της.
Σκεφτόταν πώς θα περάσει η ημέρα της.
Σύζυγο, παιδιά, δεν είχε. Οι γονείς της είχαν συγχωρεθεί από χρόνια κι έτσι ζούσε μόνη της συνταξιούχος πλέον του Δημοσίου, με μόνη παρηγοριά τα χαρτιά και τα μολύβια της. Ήταν συγγραφέας. Είχε εκδόσει πολλά βιβλία και δημοσίευε και άρθρα στις τοπικές εφημερίδες και περιοδικά.
Τα περισσότερα απ’ τα βιβλία της είχαν διακριθεί σε διάφορους διαγωνισμούς από συλλόγους της χώρας μας, αλλά κι απ’ τη Διεθνή Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών.
Ο τοίχος του καθιστικού ήταν γεμάτος από κορνιζωμένα βραβεία. Κριτικές και διάφορα θετικά σχόλια διάβαζε συχνά στον Τύπο, από ανθρώπους του λογοτεχνικού χώρου...
Το τηλέφωνο του σπιτιού χτύπησε δύο-τρεις φορές και σαν να ξυπνούσε από λήθαργο το σήκωσε.
«Εμπρός...». Άκουσε μια άγνωστη φωνή.
«Μαρίνα εσύ...;» «Ναι εγώ είμαι... εσείς;» «Είμαι ο Νίκος,... ξέχασες και τη φωνή μου...;»
«Ο Νίκος... ποιος Νίκος...; Ο πρώην άντ... μου θέλω να πω...».
«Ναι αυτός είμαι Μαρίνα... Θέλω να σε συγχαρώ για το τελευταίο σου βιβλίο. «Λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα...». Περιγράφει τη ζωή μας... έτσι δεν είναι;
Στο μυαλό της Μαρίνα η μηχανή του χρόνου έτρεξε πίσω στα νιάτα της.
Ήταν κόρη μιας πάμπτωχης οικογένειας. Οι γονείς της δεν μπόρεσαν να τη σπουδάσουν και με την ικανότητά της μπήκε στο Δημόσιο. Εκεί γνώρισε τον Νίκο.
Απ’ την πρώτη ημέρα που πάτησε το πόδι της σ’ εκείνο το γραφείο και αντίκρυσε εκείνον τον άντρα που την καλωσόρισε, γιατί θα δούλευαν μαζί, γοητεύτηκε.
Το ίδιο κι εκείνος. Πριν περάσει ένας χρόνος βρέθηκαν παντρεμένοι. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά. Ζούσαν μαζί με τους γονείς της Μαρίνας και η κόρη τους είχε μια βοήθεια, αφού εργαζόταν.
Τον Νίκο οι γονείς τον αγαπούσαν πολύ, πάντα στις αντιπαραθέσεις του ζευγαριού έπαιρναν το μέρος του.
Αργότερα όμως τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν.
Η Μαρίνα είχε τέτοιο «πάθος» με το γράψιμο και όλα τα άλλα περνούσαν σε δεύτερη μοίρα.
Κάποια ημέρα ο Νίκος αγανάκτησε. Άνοιξε την πόρτα βίαια του γραφείου της και μπήκε.
«Δεν θα σε δούμε σήμερα καθόλου Μαρίνα; Βαρέθηκα να βλέπω τηλεόραση μόνος μου. Οι γονείς σου ξαπλώνουν νωρίς, μεγάλοι άνθρωποι είναι...».
«Αχ βρε Νίκο, μη με διακόπτεις, έχω έμπνευση αυτήν την ώρα, δεν γίνεται να έρθω στο σαλόνι».
Ο Νίκος τα πήρε στο... κρανίο. Βρόντηξε την πόρτα πίσω του και βγήκε στον δρόμο.
Οι γονείς άκουσαν την έντονη συζήτηση και βγήκαν απ’ το δωμάτιό τους.
«Τι έγινε Μαρίνα... τι πάθατε, που πήγε ο Νίκος;»
Τη Μαρίνα την πήραν τα κλάματα...
«Δεν με καταλαβαίνει, ούτε εσείς...».
«Τι να σε καταλάβουμε κόρη μου...». Μίλησε ο πατέρας.
«Το πρωί είσαστε στη δουλειά και το απόγευμα αντί να είσαστε μαζί, εσύ είσαι στο γραφείο σου και γράφεις ιστορίες. Παράτα τα βρε κορίτσι μου. Τι κερδίζεις απ’ αυτά που γράφεις!
Πενταροδεκάρες σου δίνουν οι εκδοτικοί οίκοι, το ίδιο και τα βιβλιοπωλεία...».
Το κλάμα της Μαρίνας δυνάμωσε.
«Δεν με καταλαβαίνετε... δεν το κάνω για τα χρήματα. Αυτό είναι κάτι πάνω από τις δυνάμεις.
Χωρίς αυτό δεν μπορώ να ζήσω. Αν μου το πάρετε, είναι σαν να μου παίρνετε τον αέρα που αναπνέω...».
«Και εσύ πρέπει να καταλάβεις Μαρίνα ότι ο Νίκος έφθασε στα όριά του, δεν την αντέχει άλλο αυτήν τη ζωή... πόση υπομονή να κάνει ο άνθρωπος...;».
«Μαρίνα μ’ ακούς; Ακούστηκε η φωνή του Νίκου...».
«Ναι Νίκο σ’ ακούω, απλά το μυαλό μου γύρισε λίγο πίσω και αφαιρέθηκα.... Ευχαριστώ πολύ για τα θετικά σχόλια που μου κάνεις».
«Μου άρεσε πολύ το τέλος, που τα ξαναβρήκε το ζευγάρι. Δεν θα μπορούσε... να γίνει το ίδιο και με εμάς;»
«Αχ βρε Νίκο, γεράσαμε, είμαι εβδομήντα χρονών και εσύ λίγο παραπάνω τι να βρούμε;»
«Ποτέ δεν είναι αργά... κορίτσι μου» της είπε τρυφερά, σαν τον πρώτο καιρό της γνωριμίας τους.
«Σε είδα προχθές στην εφημερίδα που παρουσίαζες το βιβλίο σου... είσαι μία κούκλα, δεν άλλαξες καθόλου...».
Πράγματι η Μαρίνα ήταν μια όμορφη γυναίκα για την ηλικία της. Αψεγάδιαστο πρόσωπο και λεπτό κορμί.
Συγκινήθηκε απ’ αυτά που άκουσε. Γιατί «όχι» σκέφθηκε, διαζύγιο δεν είχαν ζητήσει ποτέ, ούτε ο ένας, ούτε και ο άλλος.
«Νίκο έλα κάποια μέρα απ’ το σπίτι να τα πούμε από κοντά. Θα γελάσουν και οι πέτρες βέβαια αν ξανασμίξουμε..., αλλά δεν πειράζει ας γελάσουν». Αυτά είπε η Μαρίνα. Και ο Νίκος χαιρετώντας έκλεισε το τηλέφωνο χαρούμενος, φωνάζοντας: «Σήμερα το απόγευμα να με περιμένεις γύρω στις έξι...».
Από την Καλλίτσα Γκουράβα - Δικτά, συγγραφέα