Μία ελληνική συνήθεια που έγινε έθιμο σε κάθε γειτονιά, γιατί δεν ήταν μόνο το ψήσιμο, αλλά και η συγκέντρωση και οι συζητήσεις μέσα και έξω από τον φούρνο των ανθρώπων της γειτονιάς, οι γνωριμίες και τα συνοικέσια και τέλος οι φιλίες που γινόντουσαν. Μία συνήθεια που έγινε έθιμο σε κάθε ελληνική κοινωνία. Μια παράδοση που μας φέρνει ευχάριστες και καταπληκτικές αναμνήσεις στο μυαλό...
Την Κυριακή είπα; Αχ! Αυτές οι Κυριακές, ήταν γεμάτες από μια θαλπωρή και μια επισημότητα, όχι γιατί το τραπέζι θα περιείχε κρεατικά, μπορεί να ήταν και κοτόπουλο ή και ταπεινά πλατάρια, πίτα ή γεμιστά, παστίτσιο ή μουσακάς, αλλά περισσότερο για την ενδιαφέρουσα τελετουργία που τις έκανε ξεχωριστές. Κάθε Κυριακή πρωί στην εκκλησία, ύστερα το φαγητό στον φούρνο, και μετά όλη η οικογένεια γύρω από το κυριακάτικο τραπέζι με το ξεχωριστό παραδοσιακό φαγητό!
Πόσες και πόσοι από σας πρόλαβαν το ταψί στον φούρνο; Ένα νοσταλγικό έθιμο που χαρακτήριζε τις τότε εποχές. Τις εποχές της ανεμελιάς, "του ασπρόμαυρου", της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας που φρόντιζε να κρατάει τα έθιμα και την οικογένεια ενωμένη. Ποιος μπορεί να ξεχάσει το ψήσιμο του κυριακάτικου φαγητού στον φούρνο της γειτονιάς; Εκδίδονταν ανακοινώσεις στον τοπικό Τύπο, που ενημέρωναν το κοινό πως την τάδε ημέρα αργίας ''οι φούρνοι θα παρέμεναν ανοιχτοί μόνο για το ψήσιμο φαγητού''. Αυτό ήταν και το εναρκτήριο λάκτισμα. Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν το ταψί με το φαγητό, για να προσφέρουν μια εορταστική ατμόσφαιρα, ειδικής περίστασης στο μεσημεριανό τραπέζι και αμέσως μετά την Κυριακάτικη Λειτουργία, οι γειτονιές γέμιζαν με ταψιά σκεπασμένα με πετσέτες και αλουμινόχαρτα, που κατευθύνονταν στον φούρνο για το ψήσιμο. Κλασικές αξίες και πεντανόστιμες, αφού ο φούρνος της γειτονιάς που αναλάμβανε το ψήσιμο, το έκανε... λουκούμι. Και όχι μόνο ο φούρνος, αλλά η αλήθεια είναι ότι, όσο το λαχταράς ένα φαγητό, τόσο πιο νόστιμο σου φαίνεται! Θυμάμαι την πεθερά μου, όπως και πολλές άλλες νοικοκυρές, να πηγαίνουν το πιο μεγάλο ταψί στον φούρνο. Κοτόπουλο με πατάτες, αρνί με πατάτες, πατάτες με μπιφτέκια και οτιδήποτε άλλο διέθετε και ήθελε η κάθε οικογένεια. Όποιος είχε κάποια γιορτή ή μεγάλη οικογένεια, έπρεπε να χρησιμοποιήσει το πιο μεγάλο ταψί που δεν χώραγε στον φούρνο του σπιτιού του. Ο φούρναρης ήταν διαρκώς μπροστά από τον φούρνο. Αραδιασμένα και σε σειρά, γραμμένα με τα ονόματά τους και πεντακάθαρα (διότι από την καθαριότητα ξεχώριζε η κάθε νοικοκυρά) όλα τα ταψιά και οι λαμαρίνες μπροστά του. Πίεζε τον μοχλό να σηκωθεί η μεταλλική πόρτα. Με ένα τεράστιο ξύλινο φτυάρι έβγαζε ή έβαζε το ταψί στον φούρνο. Το τοποθετούσε κάτω από μία βρύση και πρόσθετε νερό. Ο φούρναρης μαγείρευε για εμάς και φρόντιζε να περιποιείται πάντα όλους τους πελάτες. Δεν έλειπαν όμως και τα παράπονα: Δεν μου το έψησε καλά σήμερα, δεν μου έβαλε νερό και το έκαψε, το ήθελα πιο ξεροψημένο κ.ο.κ. Η στιγμή της παραλαβής ήταν περίπου το μεσημέρι. Το ταψί έκαιγε στην κυριολεξία. Έπιανε εφημερίδες και τις δίπλωνε έτσι ώστε να είναι πολλές μαζί. Αλλιώς δεν μπορούσες να πιάσεις το ταψί, εκτός αν φρόντιζες από μόνος σου να πάρεις τα ανάλογα πανιά. Και πάλι όμως έκαιγε. Με γοργά βήματα πάμε προς το σπίτι. Το λαχταριστό φαγητό είναι επάνω στην ξύλινη βάση. Αχνίζει, μυρίζει όμορφα και έχει την τέλεια όψη. Θέλω μία πατάτα ή μια πέτσα από το κρέας. Καίει όμως πολύ...
Σήμερα θα φάμε όλοι μαζί. Δεν έχουμε γιορτή. Είναι Κυριακή και θα φάμε όλοι μαζί... τόσο απλό.
Είναι μεσημέρι Κυριακής, το σπίτι μυρίζει ωραίες μυρωδιές που διαπερνούν τις αισθήσεις μας με μια ζεστή και γλυκιά νότα που μας κάνει να νιώθουμε όμορφα. Το τραπέζι είναι στρωμένο με τα κατάλληλα πιάτα, πιρούνια, ποτήρια, και ξαφνικά ο χώρος αυτός γεμίζει από τα μέλη της οικογένειας, συγγενείς ή φίλους και όλα αλλάζουν. Το τραπέζι μετατρέπεται σε έναν χώρο επαφής και η ιεροτελεστία του φαγητού ξεκινάει. Με παρούσα όλη την οικογένεια έμοιαζε σαν μια μεγάλη κυψέλη. Δικαιολογίες για απουσίες δεν γίνονταν δεκτές και έπρεπε όλοι να είμαστε εκεί την προκαθορισμένη ώρα, γιατί οι γιαγιές μας και οι παππούδες μας, έτρωγαν από συνήθεια νωρίς. Το να βρίσκεται μια οικογένεια γύρω από το τραπέζι την ώρα του φαγητού, ήταν μια διαδικασία ''ιερή'' για τους οικογενειακούς δεσμούς, γιατί μας άρεσε να τρώμε όλοι μαζί, αφενός μεν διότι το θεωρούσαμε διασκέδαση, αφετέρου γιατί μιλούσαμε μεταξύ μας κι επικοινωνούσαμε βαθιά, με έναν τρόπο που ποτέ δεν έφευγε από μέσα μας. Αργότερα και όταν στην οικογένεια προστέθηκαν και τα μικρά παιδιά, θεωρούσαμε πως το καλύτερο γεύμα είναι εκείνο που τρώμε και πάλι όλοι μαζί. Συνήθιζαν έτσι και αυτά και είχαν μια πυξίδα στη ζωή τους, μια ώρα με την οικογένειά τους κατά την οποία ήξεραν ότι θα περάσουν καλά, θα φάνε αγαπημένα φαγητά, θα μάθουν να μοιράζονται το φαγητό τους, ότι μπορούν να μιλήσουν, να ακούσουν και να σεβαστούν τους γονείς τους, τις γιαγιές και τους παππούδες τους. Έτσι το κυριακάτικο τραπέζι γινόταν ''γιορτή'' κι όλοι ανυπομονούσαν γι' αυτό.
Στο χωριό που μεγάλωσα, δεν είχαμε βέβαια τον φούρνο της γειτονιάς. Είχαμε, όμως, ο καθένας στο σπίτι του, τον παραδοσιακό φούρνο με τα ξύλα. Εδώ και αν ήταν ολόκληρη ιεροτελεστία το ψήσιμο του φαγητού. «Φούρνος να μην καπνίσει». Η γιαγιά μου έλεγε ότι αν κάποιος ήθελε στα χρόνια τα δικά της να καταραστεί κάποιον νοικοκύρη, του έλεγε αυτό. Τόση σημασία είχε το ψήσιμο σε τέτοιον φούρνο. Βέβαια, δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Από το πρωί η γιαγιά ή η Μάνα άναβαν τον φούρνο, έριχναν μέσα τα ξύλα και μόλις αυτά ''έπεφταν'', έφτιαχναν τα κάρβουνα με τη μασιά και μετά έβαζαν με προσοχή μέσα το ταψί. Τις Κυριακές κάπνιζαν όλοι σχεδόν οι φούρνοι και οι μυρωδιές των φαγητών ανακατεύονταν όλες μαζί στην ατμόσφαιρα και πλημμύριζαν τις γειτονιές, αλλά και όλο το χωριό.
Από τον Γιάννη Γούδα