μελετάμε ως συμπύκνωση της ελυτικής σοφίας. Η έκδοση που οφείλεται στην ανθολόγηση και στην επιμέλεια της ποιήτριας Ιουλίτας Ηλιοπούλου, συμπίπτει με την επέτειο των διακοσίων χρόνων της Ελληνικής Επανάστασης και των εικοσιπέντε από τον θάνατο του Οδυσσέα Ελύτη (18 Μαρτίου 1996). Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ίκαρος» σε εκατόν σαράντα τέσσερις σελίδες και τιμάται 11 ευρώ.
Ο λόγος του νομπελίστα ποιητή έχει ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς ακόμη βιώνουμε τη δεκαετή οικονομική και ηθική κρίση, ενώ η πανδημία που ενέσκηψε λόγω κορονοϊού, μας ξαναβάζει στον διεθνή χάρτη με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής ιδιαιτερότητας. Επομένως, η «Ελλάδα του Ελύτη», αν και βασίζεται σε εκδομένα κείμενα του Οδυσσέα Ελύτη από τους τόμους «Ανοιχτά Χαρτιά», «Εν Λευκώ» και «Συν τοις άλλοις», είναι μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να καταδυθούμε στην πρωτογενή και πρωτότυπη σκέψη του δοκιμιογράφου Οδυσσέα Ελύτη.
Μας δίνεται η δυνατότητα να στοχασθούμε και να αναστοχασθούμε εκ νέου σε έννοιες, όπως διαρθρώνονται στους ακόλουθους τίτλους κεφαλαίων που στεγάζουν εκατόν τριάντα αποσπάσματα: α) η Ελλάδα, β) η ιστορία του ελληνισμού, γ) η ελληνική γλώσσα, δ) η ελληνική θάλασσα-Το Αιγαίο, ε) η ελληνική φύση, στ) η ελληνική τέχνη, ζ) η ελληνική πραγματικότητα.
«Στο έργο του Ελύτη», σημειώνει η ανθολόγος Ιουλίτα Ηλιοπούλου, «Ελλάδα, πατρίδα, χώρα, ελληνισμός, γλώσσα, τέχνη, Αιγαίο, πολιτική, έθνος, κράτος, είναι λέξεις που χαράζονται βαθιά στον νου και ματώνουν συχνά την ψυχή, αλλά και τον καμβά της δράσης μας. Λέξεις απαντοχές μιας χώρας, της χώρας μας, μισοπραγματικής, μισοφανταστικής -''Ελλάδα δεύτερη του επάνω κόσμου'' την ονόμασε στον ''Μικρό Ναυτίλο''. Λέξεις λεπτές γραμμές στο δακτυλικό μας αποτύπωμα».
ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΕΝ ΕΚΣΤΑΣΕΙ
Η Ελλάδα του Οδυσσέα Ελύτη βγαίνει από το όνειρο κι επιστρέφει σ' αυτό. Χώρα φανταστική, ίπταται επί των συννέφων, καθώς ο άνεμος τα κυνηγά κι αυτά δεν αντιστέκονται, αλλά αφήνονται στην πνοή του. Ο τόπος μέσα από τον χρόνο που σφραγίζει τις πράξεις των ανθρώπων, στην ονειροφαντασία του ποιητή, ο οποίος γράφει ως προφήτης εν εκστάσει, μεταμορφώνεται σε μια Νήσο των Μακάρων. Άπαντα, κτιστά και άκτιστα, πραγματικά και φανταστικά, ένυλα κι άυλα, λούζονται στο παμφάγο ελληνικό φως που οδηγεί στο σκότος του δελφικού χρησμού.
Κι όμως, οι αιώνες που πέρασαν, στόλισαν αυτήν τη χώρα με τον στέφανο της φτώχειας τον μαρτυρικό. Έτσι διαμόρφωσε αυτή η πενία πήρε ένα νόημα ηθικό και διαμόρφωσε «μιαν ειδικού βάρους Αρετή, που την είδαμε να παίρνει τη μορφή του Αγωνιστή στους άντρες, της Καρτερίας στις γυναίκες και που, αυτή τελικά, επέτρεψε την επιβίωση ενός λαού στο πείσμα μιας πεντηκοντάδας κατακτητικών κυμάτων».
ΤΑ ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΤΑ ΜΑΘΗ
Ο ελληνισμός δεν ακούγεται ως ένας ήχος που στερήθηκε το εσωτερικό του φως. Εξακολουθεί να το περιέχει, αφού το πάθος που γίνεται μάθος, όχι μάθηση των αιθουσών διδασκαλίας, αλλά βιωμένη αλήθεια έως το τέντωμα του ανέφικτου. Γιατί στο οραματικό, το διαρκώς ανακινούμενο σε ορίζοντα μελλοντικής αποκατάστασης του ελληνικού στοιχείου, στηρίχτηκε η επιβίωση αυτού του έθνους:
«Έτσι το ποίημα συνεχίζεται. Συνεχίζεται και λέει για τα πάθια του ελληνισμού, για τους παπάδες που απαγχονιστήκανε, για τους κοτζαμπάσηδες με τη βράκα και το πελώριο φέσι, για τον Καποδίστρια, για τον Λούη τον ολυμπιονίκη, για την Κρητική Επανάσταση, για τις εποποιίες του '12-'13, για τον Ελευθέριο Βενιζέλο, για τα σπίτια του Πικιώνη. Δεν κατάφερα όλ' αυτά να τ' αποστηθίσω ποτέ μου. Δεν ξέρω από ιστορία, μολονότι ξέρω καταλεπτώς τις αντιδράσεις που δημιουργήσανε την ιστορία».
ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΟΥ ΕΔΩΣΑΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
Έχει συνείδηση ότι η γλώσσα, η ελληνική, δεν είναι μόνο ένα εργαλείο συνεννόησης, αλλά προπαντός ένα ορυχείο χρυσού που λάμπει όλο από την έκφραση του ανιδιοτελούς, μακριά από τους νόμους της αγοράς. Υποκλίνεται μπροστά της, αφού μιλιέται εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια σ' αυτήν τη νησιωτική χώρα, που κάθε ημέρα ανατέλλει από τα ύδατα της Ανατολικής Μεσογείου.
Οι λέξεις ήλιος, θάλασσα, ελευθερία που τις κράτησαν στη χούφτα τους σαν δροσερό νερό που ξεδιψά, ο Όμηρος, η Σαπφώ, ο Αρχίλοχος, ο Ηράκλειτος επί παραδείγματι, αυτοί οι ιδρυτές του νοήματος της ζωής μέσα από λέξεις ασπαίρουσες πιο κοντά στην εικονολατρεία του αδυσώπητου μεσογειακού φωτός και μακρύτερα από τη βυθισμένη σκότος ανατολική δεσποτεία.
Η φωταύγεια των ελληνικών λέξεων τον νανουρίζει ως βράφος στην αγκαλιά της μητρικής γλώσσας, γι' αυτό σε μία εκτίναξη σκεπτόμενου λυρισμού, αποφαίνεται: «Θα 'θελα να κοιμηθώ μια μέρα και να ξυπνήσω σ' έναν αιώνα όπου και τα πουλιά να τραγουδούν ελληνικά και νικητήρια».
ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΠΛΑΪ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Μία γραμμή φωτός διαπερνάει τον εγκέφαλό του κι αντί να τον κατακρημνίζει στην αφασία του λόγου, γονιμοποιεί σκέψη κι αισθήσεις κι αισθήματα. Σ' ένα σύνολο τρισδάστασης ακουστικής αντίληψης, στην οποία συγκεφαλαιώνεται η αιγαιακή θάλασσα μ' όλη την πνέουσα δυναμική της παρουσία. «Στην Ελλάδα», εξομολογείται αυτοβιογραφούμενος, «ένα ευαίσθητο παιδί πλάι στη θάλασσα έχει την αίσθηση της ακοής τρισδιάστατη. Στη μια πιάνει τους αγέρηδες και τον παφλασμό των κυμάτων. στη δεύτερη, την ελληνική λαλιά στην αρχική της φθογγολογική σύσταση. στην τρίτη, τον κόσμο των νοημάτων, από της Ιωνίας τους καιρούς και δώθε».
Τα φυσικά στοιχεία που θεώνται, συγγενεύουν ή συνυπάρχουν με τη θάλασσα, βουνά, ακρογιάλια, αμπέλια, καλαμιώνες, λίμνες, λαγκάδια, μικρή ή μεγάλα νησιά, συναντούν ψυχοσωματικά τους κατοίκους αυτού του θαλασσιώνα εντός μίας εορταστικής ατμόσφαιρας πνεόντων μελτεμιών. Ζωγραφιές και γλυπτά βιόμορφης έμπνευσης που δεν εξαφανίζουν την ακεραιότητα του τοπίου σε εργαστήρια άφωτης μελαγχολίας, αλλά συγκροτούν έναν ζώντα κόσμο που κυκλοφορεί καθημερινά ως παλαιός και πάντοτε νέος γνώριμος.
Η ΓΥΜΝΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΟΠΙΟΥ
'Ετσι και η ελληνική τέχνη συμπλέει με τη γύμνια του ελληνικού τοπίου που μέσα απ' αυτήν την έλλειψη, αντί να αποδεκατίζει το αισθητικό αποτέλεσμα, τουναντίον ανακαλύπτει νέες εγγραφές στον βίο όχι διακοσμητικές, αλλά με τελετουργικές αυτοδιαμορφούμενες, με την ταχύτητα του ηλιακού φωτός που διεισδύει και στην πιο σκοτεινή θαλάσσια σπηλιά για να τεχνουργήσει με το αλάτι αυτοσχέδιες μορφές γλυπτικής.
Οι κούροι, οι κόρες, οι μινωϊκές και οι θηραϊκές τοιχογραφίες, τα κυκλαδικά ειδώλια πλευρίζουν και διαθλούν τον αγαθό Θεόφιλο των εναέριων ζωγραφιών, τον με πνεύμα Θεού Φώτη Κόντογλου, τον λαϊκό μακρυγιαννικό Παναγιώτη Ζωγράφο, τον βυζαντινισμό του Γιάννη Τσαρούχη. Κι αν οπωσδήποτε θέλουμε ν' ανακαλύψουμε τη μαγγανεία που κρύβεται πίσω από την ελληνική γραμμή, ο Οδυσσέας Ελύτης τη συναντά στην παλιγγενεσία του ελαχίστου. «Ν' αξιοποιείς το ελάχιστο για να του αποσπάσεις τα μέγιστα είναι το πιό δύσκολο και το πιο ''ελληνικό'' μυστικό», αποφαίνεται.
ΜΕ ΑΝΕΒΑΣΜΕΝΗ ΤΗΝ ΑΓΚΥΡΑ
Η τρέχουσα ελληνική πραγματικότητα πρέπει να γίνει ένα καθαρτήριο ψυχής, να κρατάει από την εκπεσούσα κατανάλωση, τη μονάκριβη στιγμή της σύμπτωσης του εφήμερου με το αιώνιο. Να επιφοιτούσε τα κοινά η ψυχή, προτρέπει, μακριά από τις αθλιότητες του ανθρώπινου βίου, κι ακόμα μακρύτερα από τα πόσα κεφάλια διαθέτει κάθε λαός για μακέλεμα. Και παραδειγματικά ανακαλεί τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, που κάτω από δυσμενείς και βάναυσες συνθήκες, αυτός ο πάντα με ανεβασμένη την άγκυρα για νέα ταξίδια προς τα έσω, γνωμοδοτεί: «[...] Όπου το παραμικρό κεντητό πουκάμισο, το πιο φτηνό βαρκάκι, το πιο ταπεινό εκκλησάκι, το τέμπλο, το κιούπι, το χράμι, όλα τους αποπνέανε μιάν αρχοντιά κατά τι ανώτερη των Λουδοβίκων».
Αυτός ο μοναχικός του πλήθους, ο οποίος μέσα από την αυτοπαρατήρηση και την αυτοβελτίωση, εκβάλλει από τον Εαυτό του για να συναντήσει τους 'Αλλους, γνωματεύει ως άλλος ιατροφιλόσοφος από τι πάσχουμε ως ζών ελληνικός οργανισμός: «[...] Από μια μόνιμη, πλήρη, και κακοήθη ασυμφωνία μεταξύ του πνεύματος της εκάστοτε ηγεσίας μας και του ''ήθους'', που χαρακτηρίζει τον βαθύτερο ψυχικό πολιτισμό του ελληνικού λαού στο σύνολό του [...]».
Κι να πρέπει να οροθετήσουμε προς τα πού κοιτάει το πολιτικό του πρόταγμα, θα την ανακαλύπταμε στο ακόλουθο απόσπασμα: «Από την ημέρα που έγινε η Ελλάδα κράτος έως σήμερα, οι πολιτικές πράξεις [...] σχεδιάζονται και εκτελούνται ερήμην των αντιλήψεων για τη ζωή. και γενικότερα των ιδανικών που είχε διαμορφώσει ο Ελληνισμός μέσα στην υγιή κοινοτική του οργάνωση και στην παράδοση των μεγάλων αγώνων για την ανεξαρτησία του».
Από τον Βασίλη Κ. Καλαμαρά