ομορφιά ταυτόχρονα. Και όλο αυτό συνδεδεμένο με την περιοχή και με τα γύρω απάτητα και απόκρημνα βουνά και τον χαμηλωμένο ουρανό, που έτσι να κάνεις τα χέρια σου, ανταμώνεις τα φτερά των αγγέλων του, που χαμηλώνουν και αυτά ποθώντας λίγη γήινη θλίψη, αλλά και λίγη γήινη χαρά. Είναι το μέρος που δένει τον Ηπειρώτη και την Ηπειρώτισσα με αυτή τη γη και σε τέτοιο βαθμό, που όσο μακριά και αν βρίσκονται πάντα θέλουν να επιστρέφουν πίσω. Θρέφεται δηλαδή η ψυχή τους από αυτό τον τόπο.
Η δυτική εσχατιά της Ελλάδας, όπου ακούγονται τα γεμάτα καημούς για την ξενιτειά και τον πόνο πανέμορφα ηπειρώτικα τραγούδια: «Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμούμαι και λυπούμαι. Θυμήθηκα την ξενιτιά και θέλω να πηγαίνω...». Ο τόπος, όπου ο θρήνος της ξενιτιάς και το νήμα της μνήμης πάνε μαζί χέρι – χέρι. «Η γωνιά της Ελλάδας που κλαίει’.
Η αετοφωλιά, όπου τα πουλιά κελαηδούν τον πόνο τους μαζί με τα κλαρίνα. Το μέρος, όπου τα βουνά και τα λαγκάδια λυγίζουν, τα δέντρα χαμηλώνουν, τα ζώα δακρύζουν, τα φυτά βιάζονται να μεγαλώσουν, για να εκφράσουν και αυτά τη στενοχώρια τους μέσα από αυτήν την εκπληκτική πονεμένη μουσική (και μη σας φαίνεται περίεργο, την είχαν συνηθίσει, τους άρεσε και την άκουγαν), γιατί πονούσαν και αυτά, λόγω του ότι εγκαταλείπονταν και τα ίδια και τα χωράφια, φεύγοντας οι ξενιτεμένοι και τέλος εκεί όπου ο αέρας σταματά για να μπορεί αυτός «ο αβάσταχτος πόνος» να ακουστεί παντού. Ο τόπος όπου αυτή η ριμάδα η ξενιτιά μάς πελέκησε, μάς ξερίζωσε και μας ρήμαξε κι εμάς και τα χωριά μας : «Ξενιτεμένο μου πουλί και παραπονεμένο, η ξενιτιά σε χαίρεται κι εγώ έχω τον καημό σου. Τι να σου στείλω, ξένε μου, αυτού στα ξένα που’σαι. Σου στέλνω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει. Σου στέλνω και το δάκρυ μου σ’ ένα χρυσό μαντήλι. Το δάκρυ μου είναι καυτερό, και καίει το μαντήλι...». Έτσι και ο άνθρωπος που πάει στα ξένα μαραζώνει, «τον τρώει η ξενιτιά έλεγαν» και δεν εννοούσαν βέβαια το θάνατο αλλά τη στεναχώρια. Στην Ήπειρο όπου κυριαρχούσε και κυριαρχεί ο αβάσταχτος πόνος για αυτόν που φεύγει, ίσως για πάντα. Εκεί όπου οι άνθρωποι έφευγαν και γινόντουσαν «σοκακιάρηδες» έξω από τον τόπο τους, για μια χαψιά ή «μια ψίχα (λίγο)» ψωμί. Ήταν μεγάλη η αιμορραγία για τα μέρη αυτά, γιατί έφευγε ο νέος πληθυσμός. Έβγαινε όλη η οικογένεια στην αυλόπορτα και με δάκρυα στα μάτια τον/τους ξεπροβοδούσε/αν, μέχρι εκεί που δεν μπορούσε/αν να τον/τους δούνε πλέον. Δεν ήταν όμως μόνο αυτό το κακό, το ότι δηλ. έφευγαν και δεν ήξεραν μετά από πόσο καιρό θα τον/τους ξαναδούν, είχαν να αντιμετωπίσουν και κάτι άλλο ακόμα. Η τηλεφωνική επικοινωνία και η αλληλογραφία μεταξύ τους, ήταν σχεδόν ανύπαρκτες. Για να μιλήσεις με το τηλέφωνο, έπρεπε δύο και τρεις μέρες πιο μπροστά, να ειδοποιήσεις στο καφενείο και ο μαγαζάτορας τον/την ενδιαφερόμενο/η ότι θα τον/την πάρουν την τάδε ημέρα και την τάδε ώρα, να είναι εκεί. Και πάλι όμως δεν ήταν σίγουρο ότι θα μιλήσεις, γιατί με το «καβουρδιστίρι» (το παλιό δηλ. εκείνο τηλέφωνο), υπήρχε περίπτωση να μην μπορούσε να πιάσει γραμμή και εσύ να περιμένεις με τις ώρες. Στην δε αλληλογραφία με τα «γράμματα» (έτσι έλεγαν τις επιστολές), ένα γράμμα από το εξωτερικό, μπορεί και να έκανε για να φτάσει στον προορισμό του (ο ταχυδρόμος ερχόταν μια φορά την εβδομάδα και αν προλάβαινε να το παραλάβει από το κεντρικό ταχυδρομείο) δύο και τρεις βδομάδες (βοηθούντος βέβαια και του καιρού), διαφορετικά και παραπάνω.
Τα ταξίδια εκείνη την εποχή ήταν μακρινά (ήθελες για τη Γερμανία 4 μέρες, για δε τις υπόλοιπες χώρες του πλανήτη, πολύ περισσότερες), διότι τότε δεν υπήρχαν τα μέσα και οι σημερινές ευκολίες. Γι’ αυτόν τον λόγο η ξενιτιά θεωρούνταν πιο βαριά και από τον θάνατο : «Είναι βαριά η ξενιτιά» έλεγε ο κόσμος. Εκτός αυτού, όταν ξενιτεύονταν οι άντρες μιας οικογένειας, αυτομάτως οι γυναίκες έμπαιναν σε άλλο καθεστώς. Έμπαιναν στο καθεστώς της σωματικής και ψυχολογικής κούρασης, αλλά και της μεγάλης ταλαιπωρίας (δουλειά για δυό ζωές). Έπρεπε να αναλάβουν το σπίτι {μαζί βέβαια μέσα με τη «σκύλα» την πεθερά, αλλά και τα άλλα αδέλφια ή τις αδελφές του άνδρα με όλα τους τα κουσούρια και τις παραξενιές και ίσως από τότε να ξεκίνησε αυτό που λέει ο λαός μας : «Δύσκολα τα βρίσκει η νύφη με την πεθερά», τα κτήματα, τα ζώα και τα παιδιά. Δεν υπήρχαν δηλ. μόνο οι «ηρωίδες» του πολέμου στην Ήπειρο, αλλά και οι «ηρωίδες» της οικογένειας και του σπιτιού.
Όσοι έμεναν πίσω δε σταματούσαν να τους σκέφτονται, να πονούν και να προσμένουν την επιστροφή τους. Και αυτός ο πόνος τους γινόταν τραγούδι και το τραγούδι βάλσαμο που τους γλύκαινε κάπως τις πικραμένες τους καρδιές : «Γιάννη μου το μαντήλι σου τι το 'χεις λερωμένο; βρε Γιάννη, Γιαννάκη μου, βρε παλικαράκι μου (η «λέρα», το ηθικό δηλ. αυτό κακό της ξενιτιάς που απλωνόταν, αποκτούσε δύναμη και μέσα από το μαντήλι του ξενιτεμένου, έβαφε τα πολλά ηπειρώτικα ποτάμια). Tο λέρωσε, το λέρωσε η ξενιτιά, άιντε τα έρημα τα ξένα βρε Γιάννη, Γιαννάκη μου, άιντε τα έρημα τα ξένα βρε παλικαράκι μου. Πέντε ποτάμια, πέντε ποτάμια τό 'πλυναν και βάψαν και τα πέντε βρε Γιάννο, Γιαννάκη μου και βάψαν και τα πέντε βρε παλικαράκι μου...» ακουγόταν στο πανηγύρι στο χωριό, κοντά στα χίλια μέτρα υψόμετρο.
Γι’ αυτό οι Ηπειρώτες και οι Ηπειρώτισσες μπόρεσαν και κράτησαν την παράδοση (το δημοτικό τραγούδι είναι για τον Ηπειρώτη τρόπος ζωής) και όλον αυτόν τον πολιτιστικό τους πλούτο. Γιατί χωρίς πόνο, δε γίνεται εύκολα «δημοτικό Ηπειρώτικο τραγούδι». Αν δεν υπήρχε πόνος (το ψωμί της ξενιτιάς, είναι πικρό...) δεν θα έφτιαχνε ο μεγάλος μας τραγουδιστής Στέλιος Καζαντζίδης αυτόν τον λαϊκό πλούτο και αυτόν τον πολιτισμό ή ο Μίκης Θεοδωράκης με το τραγούδι της ξενιτιάς «Είναι το σπίτι ορφανό, αβάσταχτο το δειλινό και τα βουνά κλαμένα. Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί, να πάει στη μάνα υπομονή... Μαζί όμως με τον πόνο και το κλαρίνο, σημαντικό ρόλο έπαιξαν και βοήθησαν αρκετά, τα γλέντια, οι χοροί και τα πανηγύρια, γιατί εκεί αντάμωναν οι ξενιτεμένοι με τους δικούς τους, εκεί ο καθένας και η καθεμιά χαιρόταν ειλικρινά και το έδειχνε, όταν ξανάβλεπε τον/την άλλον/η, γιατί εκεί όλοι τους είχαν να πουν έναν καλό λόγο και τέλος γιατί εκεί όλοι μαζί αποτελούσαν αυτό που λέμε «μια μεγάλη οικογένεια» όπου τη χαρά ή τη λύπη του ενός, τη γεύονταν κι όλοι οι άλλοι, ενώ το μυστικό του ήταν κιόλας γνωστό στον γείτονα, στο διπλανό, σε όλο το χωριό.
Η Ήπειρος σαν ευλογημένος τόπος, έχει να επιδείξει πλούσια πολιτιστική παράδοση (γιατί η παράδοση είναι ένα ταξίδι, σαν αυτά που έκαναν οι ξενιτεμένοι μας) σε χορούς, σε τραγούδια, αλλά και σε αξίες. Αυτός ο αμύθητος θησαυρός είναι η παράδοσή της, είναι ο λαϊκός της πολιτισμός. Όσους όμως τόπους κι αν γνωρίσεις, όσα μέρη κι αν ανακαλύψεις, όσους ανθρώπους κι αν συναντήσεις, πάντα τον τόπο σου θα αγαπάς και θα έρχονται στιγμές που θα θες να «μαζέψεις τα μπογαλάκια σου» και να γυρίσεις πίσω. Λες και είναι «χρέος» του κάθε μετανάστη, η ελπίδα της επιστροφής. Επέστρεφε πάντα, εκεί που πραγματικά υπήρξες!
Από τον Γιάννη Γούδα