αφηγηθούμε αυτήν την ιστορία από το ξεκίνημά της. Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, ήδη από τις πρώτες ημέρες της, έχει συλληφθεί από τη χούντα των συνταγματαρχών. Αρχικά εξορίζεται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Γυάρου και ακολούθως στη Λέρο, όπου θα παραμείνει έγκλειστος μέχρι την άνοιξη του 1971.
Εν τω μεταξύ, ιδεολογικά δεν βρίσκεται συντονισμένος με την ορθόδοξη γραμμή της κομμουνιστικής Αριστεράς, καθώς, μετά τη σοβιετική επέμβαση στην πρώην ενωμένη Τσεχοσλοβακία, έχει πάρει αποστάσεις από την επίσημη γραμμή του ΚΚΕ. Αναζητώντας εργασία, μετά τη διακοπή της εκτόπισής του, επιστρέφει στην Αθήνα, όπου προβαίνει, την ίδια χρονιά, στην ίδρυση των εκδόσεων «Βέγας» και του ομώνυμου βιβλιοπωλείου.
Μόλις έμπαινε ο επισκέπτης, δεν είχε απομακρυνθεί αρκετά από την κύρια είσοδό του, όπου διάβαζε την τοιχοκολλημένη αντιδογματική ρήση στα λατινικά: «Timeo hominem unius libri» που σημαίνει «Να φοβάσαι τον άνθρωπο του ενός βιβλίου». Βιβλιοπωλείο και εκδοτικό παρέμειναν σε λειτουργία ως το 1981, οπότε ο Μανώλης Γλέζος, -γραμματέας της Ε.Δ.Α.-, εξελέγη βουλευτής ως συνεργαζόμενος με το ΠΑ.ΣΟ.Κ.
Μεταξύ των πρώτων εκδόσεών του, ήταν οι μεταφράσεις των βιβλίων «Διεφθαρμένη Χώρα» του Φρεντ Τζον Κουκ, τα «Ξανακατακτώντας την Ελπίδα» και «Το Κινέζικο Πρόβλημα» του Ροζέ Γκαρωντί, μέσα από τα οποία επιχειρείται μια κριτική προσέγγιση στα σύγχρονα πολιτικοκοινωνικά συστήματα των Η.Π.Α., της Σοβιετικής Ένωσης και της Λαϊκής Κίνας. Παράλληλα προχώρησε στην έκδοση ενός ετήσιου Ημερολογίου του Βιβλίου, με μια συστηματική καταγραφή των νέων εκδόσεων στην Ελλάδα.
*«Πώς το άσπρο γίνεται μαύρο
και το μαύρο άσπρο»
Από τις δικές του εκδόσεις τυπώθηκε η μελέτη του «Το φαινόμενο της αλλοτρίωσης στη γλώσσα» (1977), απόσπασμα της οποίας διάβασε κατά την αναγόρευσή ως επίτιμου διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (2009):
«Εκεί, μέσα στο σκοτάδι (το πειθαρχείο των Φυλακών Ακροναυπλίας), ανάπλαθα στο νου μου τις παραστάσεις του έξω κόσμου. Έφερνα μέσα στο σκοτεινό κελί μου το φως του ήλιου, τα χρώματα της θάλασσας, τα σπίτια του χωριού μου, πρισματικές σταγόνες φως να μαρμαίρουν αγάπη κι αλήθεια. Μπορούσα να θυμηθώ ό,τι είχα δει. Αλλά δεν μπορούσα να σκεφτώ χωρίς τις λέξεις. Δε μπορούσα να επεξεργαστώ το υλικό της μνήμης, τις παραστάσεις, χωρίς τη βοήθεια των λέξεων.
» Εκεί, στο σκοτάδι μέσα, ανακάλυψα την αξία του λεκτικού συμβολισμού. Όχι μόνο γιατί επιβεβαίωνα την ύπαρξή μου με τα λόγια, αφού μπορούσα να σκεφτώ μόνο μ’ αυτά. Αλλά γιατί έφερνα μέσα μου με τις λέξεις όλο τον έξω κόσμο. Μπορούσα να σκεφτώ για το παρελθόν, για το απόν, για το μέλλον, μόνο με τις λέξεις.
» Εκεί, μέσα στο σκοτάδι του «ανθρώπου», ανακάλυψα κι άλλη μιαν ιδιότητα του λεκτικού συμβολισμού. Ανακάλυψα πως μπορεί να διχαστεί το λεκτικό σύμβολο στο λεκτικό περίβλημά του και στο εννοιολογικό περιεχόμενό του. Πως μπορεί να υπάρξει διάστασή τους, αντιστροφή τους. Ανακάλυψα πως το άσπρο γίνεται μαύρο και το μαύρο άσπρο.
»Όλοι οι συγκρατούμενοί μου, οι έφηβοι της κατοχής, πιστοί στου χρέους το κάλεσμα, στο προσκλητήριο της σκλαβωμένης πατρίδας, προσήλθαν και κατατάχτηκαν στις αντιστασιακές εθνικοαπελευθερωτικές οργανώσεις, στο ΕΑΜ, στην ΕΠΟΝ, στον ΕΛΑΣ. Πολέμησαν για τη λευτεριά της πατρίδας. Κι όμως τώρα, με την ταμπέλα του «εγκληματία», του «προδότη», καταδικάζονταν σε θάνατο και εκτελούνταν.
»Με τη βοήθεια του λεκτικού συμβολισμού η εθνική αντίσταση βαφτιζόταν και μετατρεπόταν σε «προδοσία» και η συνεργασία με τον κατακτητή σε «υπεράσπιση» των ιδανικών της φυλής».
*Εστία ελευθέρων
συζητήσεων και ζυμώσεων
Ιδού πως περιγράφει το εκδοτοβιβλιοπωλικό εγχείρημα του Μανώλη Γλέζου, ο Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών: «Η αίγλη του Μανώλη Γλέζου (κυρίως λόγω της συμμετοχής του στην αφαίρεση της γερμανικής σημαίας από την Ακρόπολη τις πρώτες μέρες της Κατοχής), σε συνδυασμό με τον ευπροσήγορο τρόπο του, προσέλκυε αρκετούς νέους στο χώρο του μικροσκοπικού βιβλιοπωλείου, μετατρέποντας το σημείο εκείνο της οδού Ιπποκράτους, σε συνδυασμό με την παρουσία των εκδόσεων «Στοχαστής»»και «Μπάυρον» στο διπλανό κτίριο, σε μια εστία ελευθέρων συζητήσεων και ζυμώσεων».
«Με το βιβλίο ο Μανώλης άρχισε ν’ ασχολείται, όταν [...] η δικτατορία [...] έκλεισε τα στρατόπεδα εξορίας κι απέλυσε τους πολιτικούς κρατουμένους. Ανάμεσά τους -για τριάμισι χρόνια- κι εκείνος. Πριν από τη σύλληψή του, [...], ήταν διευθυντής της « Αυγής». [...]. Και φυσικά ένας δημοσιογράφος, στοχαστής κι αγωνιστής της Αριστεράς, δεν είχε περιθώριο ελεύθερης επαγγελματικής άσκησης ως δημοσιογράφου, υπό καθεστώς δικτατορίας.
»Ούτε οι καταναγκαστικοί κανόνες του καθεστώτος το επέτρεπαν, μήτε οι εργοδότες ήταν διατεθειμένοι να εκτεθούν πως παίρνουν στη δούλεψή τους τον εχθρό των κρατούντων. Είχαν επίγνωση του ότι, με τις απολύσεις των πολιτικών κρατουμένων από τους τόπους εξορίας τους, απλώς τηρούνταν τα προσχήματα για να βελτιωθεί η δημόσια εικόνα του καθεστώτος στο εξωτερικό», θυμάται ο ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Δικονομίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών Κώστας Ε. Μπέης.
*«Αυτόνομο κι αψηλό
δικό του δέντρο»
Δεν ήταν επιλογή του Μανώλη Γλέζου να «ξεχάσει» τη δημοσιογραφία, αλλά πώς όμως να ζήσει; Οι βιοτικές ανάγκες τρέχουν. Αφού πρώτα ξεπουλάει τη συλλογή γραμματοσήμων του, αναζητά το μεροκάματο στη διόρθωση τυπογραφικών δοκιμίων.
Ο λόγος μνήμης και πάλι στον Κ.Ε. Μπέη: «Για τον ευγενικό αγωνιστή, που δεν σκιάζεται από τις δυσκολίες, κάθε χώρος δράσης είναι στάδιο πάλης, μέσ’ απ’ την οποία αναδεικνύεται η αξιοσύνη του ήρωα. Έτσι, -σ’ αυτόν το χώρο του βιβλίου, όπου ο Μανώλης ξεκίνησε ως ταπεινός διορθωτής- γρήγορα ρίζωσε και ξεπετάχθηκε αυτόνομο κι αψηλό δικό του δέντρο: το δικό του βιβλιοπωλείο, [...] με τις δικές του εκδόσεις. Σταμάτησε την εκδοτική δράση του, όταν -τον Οκτώβρη του 1981- εκλέχθηκε πρώτος βουλευτής Αθηνών. Πίστευε ότι οποιαδήποτε επαγγελματική απασχόληση του βουλευτή, ακόμη κι εκείνη του βιβλιοεκδότη, είναι ασυμβίβαστη με το λειτούργημα του αντιπροσώπου του λαού στη Βουλή».