Φεβρουαρίου και γενικότερα για τις επετείους,. Προσωπικά δεν μου αρέσουν οι πάνινες καρδούλες με υποσχέσεις με..με..με..
Σίγουρα, εάν θέλουμε να... ψήσουμε τη γυναίκα που μας έχει κάνει τη ζωή πολύ όμορφη, (ή ...κόλαση! σύμφωνα με τον Πάριο), την καλούμε για φαγητό, μαγειρεύουμε ή φτιάχνουμε εμείς ό,τι θεωρούμε καλύτερο και η κουζίνα μας αναλαμβάνει όλα, (ΟΛΑ!) τα....ψησίματα! (μαζί βέβαια και με ένα CD με all time classics ιταλικές επιτυχίες και τον Eros Ramazzoti να αναλαμβάνει τα υπόλοιπα). Σήμερα, αντί κάποιας ιδιαίτερης συνταγής για τη συγκεκριμένη βραδιά, θα ’θελα να γυρίσω αρκετά χρόνια πίσω και να αναφερθώ σ’ ένα περιστατικό που μου συνέβη στις 14 Φεβρουαρίου του 1985 στη Θεσσαλονίκη. Βέβαια, αυτό που συνέβη σε μένα και στον συγκάτοικό μου, οι γυναίκες το έχουν ζήσει από πρώτο χέρι. Το κείμενο λοιπόν απευθύνεται σε άνδρες.
14 Φεβρουαρίου 1985, χειμώνας βέβαια, υπηρετώντας τη στρατιωτική μου θητεία στη Θεσσαλονίκη. Με τον συγκάτοικό μου Βασίλη, μέσα στη μαύρη απελπισία μας συλλάβαμε ένα σατανικό σχέδιο για να κατακτήσουμε τα κορίτσια των ονείρων μας. Τη Σόφη και την Ντέπη. Δύο κοπέλες σαν τα κρύα τα νερά, κουκλίτσες με όλη τη σημασία της λέξης, με μία παρουσία που δεν περνούσε καθόλου απαρατήρητη και βέβαια βέρες Θεσσαλονικιές, με ό,τι συνεπαγόταν αυτό τουλάχιστον για εκείνα τα χρόνια, για τις Θεσσαλονικιές γυναίκες (από τις πλέον προσεγμένες και περιποιημένες Ελληνίδες).
Κλασικός πειρασμός λοιπόν τα κορίτσια μας, που για μήνες δυστυχώς δεν υπέκυπταν στις ανήθικες (ή...ηθικές, όπως το δει κανείς), προτάσεις μας. Έπρεπε λοιπόν να καταστρώσουμε ένα στρατηγικό σχέδιο. Τι θα περιλάμβανε; Επίθεση κατά μέτωπο, την κυρίως μάχη, με σκοπό την άνευ όρων παράδοση...
Αρχικά, έπρεπε να πείσουμε τα κορίτσια να έρθουν σπίτι μας για δείπνο του Αγ. Βαλεντίνου. Η πρόσκληση λοιπόν ήταν για φαγητό, για να αναφερθούμε στο ότι την συγκεκριμένη ημέρα ήταν 14 Φεβρουαρίου. Έτσι λοιπόν, ρίξαμε αθώα-αθώα, μία πρόσκληση για φαγητό και τα κορίτσια με τον απαραίτητο πάντα ενδοιασμό την απεδέχθησαν.
Χαράς ευαγγέλια για μένα και τον Βασίλη! Προετοιμασία λοιπόν για τη μεγάλη βραδιά και πρωτίστως αίτημα απαλλαγής από τον διοικητή μας για την ημέρα εκείνη για τις απαραίτητες ετοιμασίες του σπιτιού μας.
Η κυρίως μάχη απαιτούσε ένα δείπνο πολύ κρασί, επιστρατεύθηκε λοιπόν από τον Κοσμά στη Β’ Ηρακλείου ένα πλατό με καφτερά αλλαντικά (που απαιτούν πολύ κρασί) και ένα φοντί με πικάντικα τυριά (ιδανικά για κατανάλωση κρασιού), μία οστρακομακαρονάδα και, τέλος, πραλίνες, μιλφέϊγ και σαμπάνια από τον «Αγαπητό». «Θα πιούν ένα σκασμό, θα ζαλιστούν, όλο και κάτι θα γίνει» σχολίασε ο Βασίλης!»
Περίπου εννιά και κάτι, ήρθαν τα κορίτσια μας. Φιλιά στα μάγουλα, όλο γλύκα και τρυφεράδα (πανάθεμάτες) και εμείς αυτομάτως «καταθέσαμε» στα χέρια τους από μία λευκή ορχιδέα, μαζί με ένα άρωμα από τον «Μπέζα» (σημερινή ονομασία «Σεφορά»), της Τσιμισκή.
Επειδή το γεύμα θεωρούνταν κάπως casual μετά τα τυπικά (σύμφωνα με το σχέδιo (αποσυρθήκαμε ο καθένας μας με το κορίτσι των ονείρων του στο δωμάτιό του θεωρώντας φυσικά ότι «το ματς ήταν εντός έδρας» πλέον, παίζαμε «κεκλεισμένων των θυρών με δεδομένη τη νίκη από πλευράς μας από τα πρώτα λεπτά του αγώνα. Τελικά μεγάλο αβαντάζ η έδρα!
Με διακριτικό φωτισμό και με την ανάλογη μουσική από το πικ-απ (αφού CD δεν είχαμε τότε) να γεμίζει όλο το σπίτι, με τα κορίτσια στην αγκαλιά μας, με όλες τις προϋποθέσεις να διαγράφονται τουλάχιστον ιδανικές, για μία μοναδική για μια αξέχαστη βραδιά, διαπιστώνουμε δυστυχώς! Πολύ απότομα ότι οι Θεοί μάλλον δεν ήταν εκείνο το βράδυ μαζί μας. Τι εννοώ; Το χειρότερο όλων. Πέφτουν οι ασφάλειες του ηλεκτρικού. Αποτέλεσμα; Το κρασί, αντί να σερβιριστεί στο ποτήρι της Σόφης, μου ξέφυγε και «πότισε» το μπούστο της.
Μέσα στο απόλυτο σκοτάδι πλέον, ψάχναμε να βρούμε κεριά για νάχουμε λιγάκι φως. Η μισοβρασμένη οστρακομακαρονάδα μας, μάλλον ήταν πλέον για πέταμα. Όσο για το φοντί, αφού φάγαμε αρκετή ώρα ψάχνοντας να βρούμε οινόπνευμα για να ανάψουμε το καμινέτο του, διαπιστώσαμε ότι τελικά δεν τρωγόταν. Ο λόγος; Στην προσπάθειά μας με τον Βασίλη να το κάνουμε πικάντικο για να «τραβάει» κρασί, το κάναμε υπερβολικά καυτερό.
Με όλα αυτά που συνέβαιναν, με όλη αυτήν τη σωρεία των καταστροφών, τα κορίτσια μας δεν κατάφεραν να αρθρώσουν λέξη. Ό,τι πιθανότητα υπήρχε να πάει κάτι στραβά, απλά πήγε θεόστραβα!
Εγώ και ο Βασίλης; Τουλάχιστον ράκη. Δεν φάγαμε τίποτε. Δεν ήπιαμε τίποτε. Και τα κορίτσια των ονείρων μας να μας κοιτάζουν όπως τα πιτσιρίκια τους κλόουν στο τσίρκο, σκάζοντας στα γέλια!
Από Λατίνοι εραστές που πήγαμε να το παίξουμε, καταντήσαμε δύο κακόμοιροι ερωτευμένοι. Τζάμπα τα σχέδια, οι προετοιμασίες, τα όνειρα, τζάμπα και η άδεια που πήραμε από τις μονάδες μας να ετοιμάσουμε το σπίτι στην εντέλεια.
Τελικά αποφάσισα να πάρω το θέμα πλέον επάνω μου. Με όση δύναμη μου είχε απομείνει, σέρβιρα στους τέσσερις μας το μιλφέιγ, τις πραλίνες, τη σαμπάνια και κατόπιν ξέσπασα.
Διηγήθηκα στα κορίτσια μας όλο το σατανικό μας σχέδιο, την αγωνία μας και φυσικά τον έρωτά μας. Αφού τα είπα όλα, ξαλάφρωσα, κοιταχθήκαμε με τον Βασίλη που ένιωσε και αυτός ξαλαφρωμένος και, περιμέναμε τη μοιραία κίνηση των κοριτσιών. Πού θα ήταν; Μα να φύγουν τουλάχιστον τρέχοντας. Και όμως!
Επενέβη ο Μέρφι από την ανάποδη. Τι έγινε; Εισπράξαμε από τα κορίτσια μας από ένα πολύ, πολύ παθιάρικο φιλί που έφερε όλη την καλώς εννοούμενη αμαρτωλή συνέχεια.
Από όλα αυτά ποιο θα μπορούσε να είναι το -χρήσιμο- συμπέρασμα; Ο,τι και να κάνουμε, ό,τι και να σχεδιάσουμε φίλοι μου, θα γίνει αυτό ακριβώς που έχει στο μυαλό της η εκάστοτε Σόφη, η εκάστοτε Ντέπη, η... εκάστοτε αγαπημένη μας! Όπως μου αποκάλυψε την επομένη ημέρα η Σόφη, γνώριζαν τα κορίτσια μας από την πρώτη στιγμή που τους κάναμε την πρόσκληση για δείπνο, ότι ήταν η ημέρα του Αγ. Βαλεντίνου (και όχι μια οποιαδήποτε ημέρα του χρόνου) και είχαν προαποφασίσει ότι θα υποκύψουν. Γιατί ένιωθαν ότι αρκετά μας είχαν βασανίσει...
Αυτά λοιπόν για σήμερα και τον Αγ. Βαλεντίνο.