Η Ερμιόνη άργησε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Ο πατέρας είχε φύγει για τη δουλειά -σε ένα σούπερ μάρκετ της πόλης δούλευε- η μάνα στην κουζίνα μαγείρευε και ο αδελφός της, μαθητής Λυκείου, ασχολούνταν με την τηλεκπαίδευση.
Η Ερμιόνη μόλις σηκώθηκε πήγε στην κουζίνα. Έδωσε ένα φιλάκι στη μάνα της και έφτιαξε έναν καφέ.
Κάθισε αναπαυτικά στον καναπέ του καθιστικού να τον απολαύσει.
Αυτό το κορίτσι ήταν είκοσι πέντε χρονών και άνεργο.
Σύνηθες φαινόμενο βέβαια στην εποχή μας. Είχε τελειώσει οικονομικό Πανεπιστήμιο, έκανε μεταπτυχιακά εδώ και στο εξωτερικό, είχε δύο-τρία πτυχία ξένων γλωσσών, αλλά από δουλειά... τίποτα.
Αν και είχε στείλει το βιογραφικό της σε όλες τις μεγάλες εταιρείες της χώρας. Ήταν απογοητευμένη.
«Θεέ μου, πού θα πάει αυτό...» ψιθύρισε. Έκλεισε τα μάτια και πέρασε όλη η ζωή, σαν κινηματογραφική ταινία από μπροστά της.
Διάβαζε πολύ από μικρή, πίστευε πως όσα περισσότερα εφόδια αποκτήσει, τόσο καλύτερη και ευκολότερη θα είναι η ζωή της. Αλλά τα όνειρά της άρχισαν να γκρεμίζονται ένα-ένα. Σηκώθηκε πήγε στην μπαλκονόπορτα και παρακολούθησε τη βροχή για πολλή ώρα...
Ξαφνικά χτύπησε το κινητό της. Ποιος να ήταν!
«Εμπρός...» απάντησε. Μία άγνωστη αντρική φωνή ακούστηκε.
«Είστε η Ερμιόνη...;». «Ναι εγώ είμαι... παρακαλώ ποιός είστε;»
«Σας τηλεφωνώ απ’ την... τάδε εταιρεία. Προ καιρού μας είχατε στείλει ένα βιογραφικό. Το μελετήσαμε και ο κύριος διευθυντής θέλει να σας γνωρίσει και να δώσετε μία μικρή συνέντευξη... Μάλλον θα σας προσλάβει». Το τηλέφωνο έκλεισε, η Ερμιόνη έτρεξε στην κουζίνα αγκάλιασε τη μάνα της και η μάνα σαστισμένη την κοιτούσε.
«Τι έπαθες παιδί μου έτσι ξαφνικά, όταν ξύπνησες είχες τα μούτρα ως το... πάτωμα».
«Μανούλα μου, μανούλα μου, μόλις πήρα ένα τηλεφώνημα από μία εταιρεία της Θεσσαλονίκης και με καλούνε να πάω εκεί, γιατί θέλει να με γνωρίσει ο κύριος διευθυντής. Μάλλον θα με προσλάβουν... έτσι κατάλαβα».
Η μάνα έκανε τον σταυρό της. «Μακάρι Παναγία μου... μακάρι να γίνει αυτό». Ψιθύρισε.
Η Ερμιόνη πήγε στο δωμάτιο του αδερφού της. «Θα σε διακόψω αδερφούλη μου, μόνο αυτό θα σου πω. Με πήραν τηλέφωνο από μία εταιρεία της Θεσσαλονίκης. Πρέπει να φύγω επειγόντως, έτσι μου είπε ο γραμματέας που μου τηλεφώνησε. Αγκαλιάστηκαν τα δύο αδέρφια και η Ερμιόνη έτρεξε στο δωμάτιό της να ετοιμαστεί.
Η Θεσσαλονίκη απείχε μία ώρα απ’ την πόλη τους.
Έριξε σε μια τσάντα τα απαραίτητα και κατέβηκε στον δρόμο. Εκεί ήταν παρκαρισμένο το αυτοκίνητο του πατέρα της. Εκείνος πήγαινε με τα πόδια στη δουλειά του, ήταν κοντά. Σε μιάμιση ώρα περίπου χτυπούσε την πόρτα του γραφείου του διευθυντού.
«Εμπρός...» ακούστηκε από μέσα. Άνοιξε δειλά και μπήκε. Πίσω από ένα τεράστιο γραφείο ήταν καθισμένος ένας... ωραίος άντρας. Μόλις την είδε σηκώθηκε. Ήταν ψηλός αρρενωπός με γκρίζους κροτάφους και ένα σκούρο βλέμμα, που μόλις το έριξε πάνω της, αισθάνθηκε τους χτύπους της καρδιάς της να... πυκνώνουν.
«Είμαι η Ερμιόνη...» του είπε ταραγμένη. Εκείνος της έδωσε το χέρι. «Αλέξης... κάθισε Ερμιόνη» της είπε έτσι απλά και στον ενικό... «Χαίρω πολύ κύριε Διευθυντά» είπε εκείνη και κάθισε απέναντί του.
Ο τρόπος που της μίλησε ήταν τόσο... ζεστός, που τη βοήθησε να κυριαρχήσει στον εαυτό της.
Ξεκίνησε εκείνος την κουβέντα, που δεν έμοιαζε με συνέντευξη, αλλά με διάλογο μεταξύ φίλων. Μίλησαν για τις σπουδές της, για το βιογραφικό της που τον εντυπωσίασε πολύ και στο τέλος της είπε ότι προσλαμβάνεται ως υπεύθυνη στο λογιστήριο.
Η Ερμιόνη έλαμψε από χαρά, τον ευχαρίστησε χίλιες φορές, ήθελε να τον αγκαλιάσει να τον φιλήσει, να του δείξει την ευγνωμοσύνη της, με χίλιους τρόπους.
Φυσικά δεν έκανε τίποτα απ’ όλα αυτά, περιορίστηκε όπως είπαμε παραπάνω στα χίλια «ευχαριστώ».
Της άφησε ένα περιθώριο μίας εβδομάδας να βρει σπίτι να ταχτοποιηθεί και μετά να ξεκινήσει η συνεργασία τους...
Την πρώτη ημέρα που πάτησε το πόδι της στην εταιρεία, ένιωσε ευτυχισμένη.
Της είχαν ετοιμάσει ένα υπέροχο γραφείο και υπήρχε και μία άλλη κοπέλα που θα ήταν βοηθός της.
Της είπε κάποια πράγματα ένας προϊστάμενος της εταιρείας σχετικά με τη δουλειά της και η Ερμιόνη μπήκε αμέσως στο πνεύμα. Ήταν ένα πολύ εύστροφο, πανέξυπνο κορίτσι και ωραίο. Ψηλό, μελαχρινό, με σγουρά μαλλιά και καστανά μάτια.
Ο κύριος διευθυντής της την επισκεπτόταν συχνά και τη ρωτούσε αν είναι ευχαριστημένη απ’ τη δουλειά της.
Δημιουργήθηκε μια σχέση απ’ την πρώτη ημέρα, πώς να την πούμε, όχι μόνο επαγγελματική...
Αν πιστεύουμε στον... κεραυνοβόλο έρωτα... αυτό έγινε ανάμεσα στον Αλέξη και στην Ερμιόνη. Η Ερμιόνη όταν τον έβλεπε, ανέβαιναν οι χτύποι της καρδιάς της όπως την πρώτη ημέρα που τον αντίκρισε. Αλλά κι εκείνος ένιωθε... περίεργα. Προσπαθούσε να το καταπολεμήσει αλλά δεν μπορούσε. Ήταν πάνω απ’ τις δυνάμεις του.
Αυτό που ένιωσε για την Ερμιόνη απ’ την πρώτη χειραψία δεν το είχε νιώσει ποτέ στη ζωή του ως τώρα, που ήταν σαράντα οχτώ χρονών.
Κάποια ημέρα που έλειπε η άλλη κοπέλα απ’ το γραφείο, μπήκε ο Αλέξης με ένα κόκκινο... τριαντάφυλλο στο χέρι. Της το πρόσφερε και κάθισε απέναντί της. Η Ερμιόνη αναστατώθηκε. Έμειναν για λίγο σιωπηλοί, έπειτα μίλησε εκείνος.
«Ερμιόνη είσαι μόλις είκοσι πέντε χρονών κι εγώ κοντεύω τα πενήντα... Όμως παρ’ ότι έχουμε τόση διαφορά ηλικίας, αυτό που νιώθω μέσα μου δεν μπορώ να το ελέγξω, όσο κι αν το προσπάθησα, μου είναι αδύνατο».
Πήγε κοντά και της έπιασε τα χέρια... «Σ’ αγαπώ Ερμιόνη, απ’ την πρώτη στιγμή που σε αντίκρισα... ένιωσα κάπως. Τώρα είναι ξεκάθαρο, πως είμαι ερωτευμένος». Αγκαλιάστηκαν. «Πες μου εσύ τι νιώθεις;».
«Κι εγώ... κύριε διευθ... Αλέξη ήθελα να πω κι εγώ το ίδιο.
Όσο για την ηλικία... Ο έρως χρόνια δεν κοιτά κι όπου βρεθεί χορεύει... Λέει ο ποιητής».
Έμειναν για πολλή ώρα αγκαλιασμένοι, έκλαψαν από ευτυχία και ο Αλέξης, ο κύριος διευθυντής, αυτός ο δηλωμένος εργένης που επιτέλους θα έκανε οικογένεια, βγήκε απ’ το γραφείο σιγοτραγουδώντας...
Από την Καλλίτσα Γκουράβα Δικτά