από μικρή τα λουλούδια. Πήγα μάζεψα ένα μπουκέτο κόκκινα τσιτσέκια. Μετά μ’ όλα τα παιδιά πήραμε την Αγιάς και 31ης Αυγούστου. Γυρίσαμε απ’ τη Νικηταρά. Στην αρχή της Νικηταρά ήταν η αστυνομία. Στην πόρτα ήταν δύο χωροφύλακες. Μου λέει ο ένας:
-«Καλέ κοριτσάκι, τα πουλάς αυτά τα λουλούδια;»
-«ΟΧΙ» του απάντησα.
-«Αν σου δώσω 20 δραχμές;»
Τότε εγώ όταν άκουσα 20 δραχμές του απαντώ:
-«Ναι»
Μου δίνει τις 20 δραχμές και του δίνω τα λουλούδια. Φόβο το ένα πόδι στο σκαλοπάτι και το άλλο στο πεζοδρόμιο. Γιατί η μαμά μου ήταν αυστηρή, πάντα με ορμήνευε και με φοβέριζε να μην έχω εμπιστοσύνη σε κανένα.
Φύγαμε με όλα τα παιδιά αφού τους χαιρετίσαμε. Πήγαμε στο σπίτι. Ήρθε το βράδυ η μαμά μου απ’ τη δουλειά. Τότε δούλευαν από νύχτα σε νύχτα. Δεν είχαν 8ωρα και 7ωρα. Το μεροκάματο ήταν 5 δραχμές την ημέρα. Εγώ μόλις ήρθε η μαμά μου έτρεξα χαρούμενη και της λέω:
-«Μαμά μου έδωσε ένας χωροφύλακας 20 δραχμές».
-«Γιατί σου τις έδωσε ή τις πήρες από πουθενά; Και τι δουλειά είχες να τις πάρεις;»
Με χτύπησε γιατί δεν με πίστευε. Τα παιδιά όλα της λένε:
-«Θεία Χαρίκλεια, είχε ένα μπουκέτο λουλούδια, τα πήρε ο χωροφύλακας και της έδωσε 20 δρχ.»
-«Εσύ δουλεύεις για 5 δραχμές και εγώ που σου δίνω 20 με χτύπησες; Της λέω εγώ τότε.
Άρχισα τότε να ορκίζομαι να με πιστέψει. Οι γονείς τότε ήταν αυστηροί. Οι δάσκαλοι επίσης. Γι’ αυτό γίναμε και καλά παιδιά. Τότε και η μαμά μου το πίστεψε. Μου εξηγεί ότι δεν θα παίρνεις χρήματα από κανέναν. Θέλω να γίνεις καλό παιδί. Να είσαι τύπος και υπογραμμός. Ό,τι έγινα σήμερα το οφείλω στη μαμά μου, γιατί πατέρα δεν γνώρισα. Ήμουν 5 μηνών όταν πέθανε.
Και μ’ αυτά τα λίγα λόγια τελείωσε η παιδική ιστορία.
Ζηνοβία Τσιγαρδή Τσαγκάδα