βεβαίως, αλλά και σαν ζευγάρι δέθηκαν κάτω από περίεργες συνθήκες.
Ήταν βράδυ όταν η Μαρία διέσχιζε έναν μισοσκόταδο δρόμο της γειτονιάς που έμενε.
Πάντα όταν περνούσε αυτόν τον δρόμο, είχε έναν φόβο μέσα της. Καμιά φορά οι φόβοι και τα προαισθήματα βγαίνουν αληθινά. Ήταν έτοιμη να μπει στο σπίτι της, όταν της επιτέθηκε κάποιος με μια κατάμαυρη κουκούλα.
Της άρπαξε την τσάντα και έφυγε τρέχοντας. Για καλή της τύχη πίσω της, λίγα μέτρα μακρύτερα, ακολουθούσε ένας συμφοιτητής της, ο Σπύρος, που έμενε κι αυτός στην ίδια περιοχή.
Μόλις είδε το συμβάν, έτρεξε πίσω απ’ τον... τσαντάκια, τον κυνήγησε, πάλεψε μαζί του, του άρπαξε την τσάντα και την έφερε πίσω στη Μαρία. Εκείνη στεκόταν στον δρόμο, έτρεμε ολόκληρη. Ο Σπύρος τής έπιασε τα χέρια, ήταν παγωμένα και έτσι αυθόρμητα την αγκάλιασε.
Εκείνη ένιωσε τόσο όμορφα σ’ αυτό το αγκάλιασμα. Ηρέμησε και του πρότεινε να ανέβουν στο διαμέρισμά της. Ο Σπύρος δέχτηκε με ευχαρίστηση. Έκανε φοβερό κρύο και προτίμησαν να πιούνε τσάι, παρά ποτό.
Η νύχτα προχωρούσε και ο Σπύρος δεν έλεγε να το κουνήσει απ’ τη... θέση του. Κάποια στιγμή κοίταξε το ρολόι του. Ήταν μία μετά τα μεσάνυχτα. Σηκώθηκε να φύγει.
“Όχι” του είπε η Μαρία, “δεν θα φύγεις, είναι περασμένη η ώρα και στους δρόμους κυκλοφορούν διάφορα κακοποιά στοιχεία. Είδες τι έγινε απόψε! Θα κοιμηθείς στο κρεβάτι μου κι εγώ θα στρώσω στον καναπέ”.
Το πρωί τους βρήκε... αγκαλιασμένους στο μονό κρεβάτι της Μαρίας. Η σχέση τους προχωρούσε, γνωρίστηκαν και οι γονείς και αφού τελείωσαν το Πανεπιστήμιο παντρεύτηκαν.
Τώρα αυτούς τους δύσκολους καιρούς, δεν ήταν δυνατόν ούτε να διοριστούν, ούτε να ασχοληθούν διαφορετικά με το αντικείμενό τους.
Ο Σπύρος μετά από καιρό, έπιασε δουλειά σε μια ασφαλιστική εταιρεία και η Μαρία γραμματέας σε κάποιο φροντιστήριο συγγενικού προσώπου. Να όμως που μας ήρθε ο κορονοϊός και έφερε τα πάνω-κάτω.
Το φροντιστήριο έκλεισε και φυσικά η Μαρία σταμάτησε. Τώρα, πότε θα ξανάνοιγε και αν...! Δούλευε μόνο ο Σπύρος και με τη βοήθεια των γονιών του πορεύονταν.
Είχαν μια ελπίδα πως θα υποχωρήσει αυτός ο ιός με το εμβόλιο και θα επανέλθουμε πάλι στην κανονικότητα. “Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία”, όπως λέει και μια λαϊκή ρήση.
Τα κατάφερναν καλά, κι ας μη δούλευε η Μαρία. Είχαν δικό τους σπίτι ευτυχώς και δεν πλήρωναν ενοίκιο.
Με τον Σπύρο ήταν το τέλειο ζευγάρι. Δεν υπήρχαν διαφωνίες, αντιπαραθέσεις και μαλώματα.
Μόνο ένα αγκαθάκι αγκύλωνε την καρδιά τους. Είχαν τρία χρόνια παντρεμένοι και δεν έκαναν παιδί. Δοκίμασαν όλα τα μέσα που διαθέτει σήμερα η επιστήμη αλλά τίποτα. Υπήρχε πρόβλημα. Το ζευγάρι ήταν απογοητευμένο.
Αγαπούσαν πολύ τα παιδιά και το ότι δεν μπορούσαν να έχουν ένα δικό τους παιδί τους πλήγωνε βαθιά. Ώσπου πήραν μια μεγάλη απόφαση. Θα υιοθετούσαν ένα παιδί. Κάποια ημέρα επισκέφτηκαν ένα ίδρυμα της πόλης και το συζήτησαν με τη διευθύντρια.
“Αφού το αποφασίσαμε να αρχίσουμε τις διαδικασίες”, τους είπε η διευθύντρια. Είδαν τα παιδιά. Ένα αγοράκι με πράσινα μάτια ήσυχο και χαμογελαστό τριών χρόνων περίπου, τους τράβηξε την προσοχή.
Η Μαρία το πήρε στην αγκαλιά της, το έσφιξε επάνω της και ένιωσε μια ευτυχία να την κατακλύζει.
“Αχ, Σπύρο, αυτό θέλω, αυτό θα πάρουμε”, είπε συγκινημένη. Η διευθύντρια συγκινήθηκε κι αυτή. “Να σας ζήσει”, τους είπε...
Μετά από λίγες ημέρες το πήραν στο σπίτι τους. Είχαν τελειώσει όλες οι διαδικασίες της υιοθεσίας. Ένιωσαν ευτυχισμένοι κι αυτοί και το περιβάλλον τους. Δεν ήταν μόνο το ότι έφεραν ένα αξιολάτρευτο πλασματάκι στο σπίτι τους. Αλλά και το ότι έκαναν μια καλή και θεάρεστη πράξη. Πήραν ένα παιδί εγκαταλελειμμένο και μεγαλώνοντας θα έχει δύο γονείς να το αγαπάνε και να το φροντίζουν.
Πέρασαν μέρες πολλές. Το αγοράκι ο Νικολάκης -αυτό ήταν το όνομά του- άρχισε να γκρινιάζει. Επικοινώνησαν με τη διευθύντρια. “Υπάρχει πρόβλημα”, της είπαν. “Ο Νικολάκης, που ήταν ένα ήσυχο και γλυκό αγοράκι έγινε γκρινιάρης”.
“Θα σας έπαιρνα κι εγώ παιδιά...”, τους απάντησε εκείνη. “Κι εδώ έχουμε πρόβλημα. Δεν σας το είπα, αλλά κακώς. Ο Νικολάκης έχει μια δίδυμη αδερφούλα, τη Χριστίνα. Ίσως του λείπει. Η Χριστίνα από τότε που... χώρισε με το αδερφάκι της, δεν τρώει, δεν κοιμάται και όλη την ημέρα κλαίει με το παραμικρό. Κάτι πρέπει να γίνει.
Το καλύτερο θα ήταν να... πάρετε και το άλλο παιδί κοντά σας. Δεν ξέρω αν μπορείτε να υιοθετήσετε και δεύτερο παιδί, αλλά δεν γίνεται αλλιώς. Σκεφτείτε το και πάρτε με τηλέφωνο. Για να μην είναι δυστυχισμένα σε όλη τους τη ζωή”.
Ο Σπύρος και η Μαρία προβληματίστηκαν. Δεν ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν. Αλλά και πάλι δεν μπορούσαν να βλέπουν το αγοράκι τους δυστυχισμένο.
Αφού το συζήτησαν και με τους γονείς, πήραν πάλι τη μεγάλη απόφαση. Θα υιοθετούσαν και το αδερφάκι.
Για πολλούς και διαφόρους λόγους, τα παιδιά έπρεπε να ξανασμίξουν και να μεγαλώσουν σαν αδέρφια.
Ποιος μπορούσε να ξέρει αν αυτά τα παιδιά μεγάλωναν χωριστά και κάποια στιγμή γνωρίζονταν σαν δύο ξένοι. Η ζωή κρύβει πολλές παγίδες, μπορεί και να δημιουργούσαν μια άλλη... σχέση μεταξύ τους.
Αφού το αποφάσισαν πήραν τηλέφωνο στη διευθύντρια του ιδρύματος. Της ανακοίνωσαν την απόφασή τους, χάρηκε πολύ και ξεκίνησαν και πάλι οι διαδικασίες της δεύτερης υιοθεσίας.
Σε λιγότερο από έναν μήνα, η Χριστίνα ήταν κι αυτή στο σπίτι κοντά στον Νικολάκη.
Τα παιδάκια μόλις αντίκρισε το ένα το άλλο, έλαμψαν τα προσωπάκια τους. Γέλια, χαρές, παιχνίδια ατελείωτα.
Ο Σπύρος και η Μαρία ήταν κι αυτοί χαρούμενοι. Είχαν δύο παιδιά, ας μην ήταν δικά τους, γέμισαν τη ζωή τους και σαν θρησκευόμενοι που ήταν, η χαρά τους ήταν διπλή. “Αυτό ήταν το θέλημα του Θεού”, είπαν και ένιωσαν μια απέραντη ευτυχία...
Από την Καλλίτσα Γκουράβα - Δικτά, συγγραφέα